Wednesday, March 6, 2019

Άρης Μαραγκόπουλος - Πολ και Λόρα-Ζωγραφική εκ του φυσικού





Τι να γράψεις για ένα βιβλίο σαν το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού του Άρη Μαραγκόπουλου, ιστορικό μυθιστόρημα που καλύπτει την εποχή της εκβιομηχάνισης στην Ευρώπη, αναπνέοντας κάρβουνο, ζωγραφίζοντας όνειρα και παρακολουθώντας την ζωή ενός ζευγαριού που θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε ζευγάρι αλλά τυχαίνει να είναι ένα ζευγάρι με ονοματεπώνυμο. Ζώντας καλύτερα από τον μέσο όρο, η κόρη του Μαρξ είναι η κόρη του Μάρξ. Μεγαλώνει ακούγοντας τον, μαθαίνοντας ότι μπορούν όλοι να ζήσουν και καλύτερα, μαθαίνοντας για τον κομμουνισμό όπως κάποιοι άλλοι μαθαίνουν να πλέκουν. Μαθαίνοντας ότι το γυναικείο της φύλλο δεν την περιορίζει και ότι υπάρχουν γύρω πολλοί άνθρωποι που ζουν σαν τον μπαμπά της. Είναι καταδικασμένη από μικρή να σκέφτεται.


Ο Πολ, το δεύτερο μέλος του ζευγαριού αυτού μεγάλωσε διαφορετικά αλλά και αυτός με ανέσεις, περισσότερες από αυτές της Λόρας. Ο Πολ μεγάλωσε μαθαίνοντας ότι η ιδιοκτησία είναι ιερή, ότι η οικογένεια είναι ιερή, ότι η εργασία είναι ιερή. Ο Πολ αντίθετα από την Λόρα που ακολούθησε τον πατέρα της, έμαθε να σκέφτεται διαφορετικά από την οικογένεια του. Πόσα πράγματα θα μπορούσε να μας πει ο Φρόυντ αν είχε γεννηθεί λίγο νωρίτερα και είχε την τύχη να γνωρίσει τον Πολ, για την αηδία που αισθάνθηκε ο Πολ στο νεκροκρέβατο του πατέρα του, όταν ο τελευταίος μιλάει για το δικαίωμα της ιδιοκτησίας για την χαρά να κάνουμε δικό μας ένα κομμάτι γης, μαζί με τον αέρα του, μέχρι τα έγκατα αυτής! 


Γιατρός που δεν πήρε άδεια άσκησης επαγγέλματος ποτέ, κίνηση αντίδρασης, ανίας, οκνηρίας ή κάτι από όλα, ξεχώρισε αμέσως την κόρη του Μαρξ, όταν την είδε στο σπίτι της. Ένας άντρας που ήθελε σύντροφο στη ζωή και την επανάσταση βρήκε στην Λόρα την ενσάρκωση του γυναικείου ελεύθερου πνεύματος. 


Το βιβλίο όμως δεν αφορά αυτό το ζευγάρι. Αφορά όλα τα ζευγάρια, τους πολίτες, τους εργάτες, τις πόρνες, τους τεχνίτες που πήραν μέρος στην κομούνα του Παρισιού μετά την πολιορκία του Παρισιού από τους Πρώσσους και όλους αυτούς που ζούσαν στο μαύρο Λονδίνο και στο μαύρο Παρίσι, κάτω από άθλιες συνθήκες, γρανάζια των μηχανών, ζώντας σε ένα μεταβατικό στάδιο που τους έφερε στη πόλη, μακριά από τα δέντρα τους, τα μποστάνια τους, τις ρίζες τους, ανθρώπους που δεν γνωρίζανε τον Μανέ που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου γιατί δεν προλάβαιναν να σκεφτούν δουλεύοντας όλη μέρα, μοχθώντας μάλλον και όχι δουλεύοντας όπως θα έλεγε και η Άρεντ ,δεν παράγουν τίποτα άλλο εκτός από τον ιδρώτα τους, πίνοντας μηλόξιδο σε κάτι τρύπες το βράδυ κατάκοποι, αφήνοντας την γυναίκα σπίτι να κλαίει για τα άρρωστα και ημιθανή παιδιά, μη γνωρίζοντας ότι όλα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα αν ο Παστέρ είχε βρει πώς να μην πεθαίνουν τα παιδιά τους, αν η θρησκεία τους και το πορτοφόλι τους επέτρεπε την χρήση της «αγγλικής ρεντικότας» όπως πολύ περιγραφικά αποκαλούσαν στην Αγγλία τα προφυλακτικά, για να μην κάνεις τόσα μα τόσα παιδιά πια, πόσο καλύτερα θα ήταν αν μπορούσες να κάνεις έρωτα χωρίς να γεννάς παιδιά προορισμένα να πεθάνουν. Και όλη αυτή η κατάσταση, η δύναμη μιας τέτοιας κοινωνίας έδινε δύναμη στον Μαρξ να σχεδιάζει την λύση του προβλήματος. Το εγελιανό ποτάμι, η θέση, η αντίθεση, η σύνθεση έκανε δυνατή την ύπαρξη του Μαρξ. Τα τρία πεθαμένα του εγγόνια ήταν και αυτά η θέση που έκανε δυνατή την επιβίωση της θεωρίας του. 


Η κομούνα ένωσε όλους τους εξαθλιωμένους του Παρισιού και όχι μόνο. Ένωσε όλους αυτούς που μπορούσαν να έχουν κάποιο όραμα. Έχοντας στο κοντινό παρελθόν τα παράδειγμα των εξεγέρσεων 1848, -που ενώ δεν κατέληξαν σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, έδειξαν όμως ότι μια εξέγερση είναι δυνατή – η «πλέμπα» του Παρισιού αποφάσισε να ορίσει τον εαυτό της ως κάτι άλλο, ως ανεξάρτητο πολίτη, να πάρει την εξουσία της ζωής της στα χέρια της. Νομίζω ότι η έλξη που μας ασκεί η κομούνα του 1871 οφείλεται και στο ότι παρ όλη τη σύντομη διάρκεια της έκανε τους συμμετέχοντες να αισθανθούν «ελεύθεροι», μη καθοδηγούμενοι για πρώτη φορά. Η μικρή της διάρκεια δεν επέτρεψε την παρακμή της, ο περιορισμός των συμμετεχόντων επέτρεψε την συνεννόηση αποτρέποντας οποιεσδήποτε προσπάθειες εξωτερικής χειραγώγησης και οικειοποίησης της. 


Ο Μαραγκόπουλος μας οδηγεί παίρνοντας μας από το χέρι, μέσα στο εξεγερμένο Παρίσι, μας οδηγεί μέσα στις φτωχικές σοφίτες του Παρισιού, στα καπηλειά, στα βρώμικα πρόσωπα, στις «νεκρές ψυχές», βάζει μέσα μας τον πόνο της μητέρας που χάνει το παιδί της, του ανήμπορου πατέρα, αισθανόμαστε την οργή, την ελπίδα την απογοήτευση. Καταφέρνει να δούμε τον Πολ και την Λόρα του τότε, σκεπτόμενοι όμως και τον Πολ και Λόρα του σήμερα. Σκιαγραφεί το χτίσιμο της ιδεολογίας, ενσταλάζει μέσα μας μέσω του Πολ την αμφιβολία για την αξία της εργασίας. Όλα, όλα περνάνε από το μυαλό μας διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Δυνατό μυθιστόρημα από μόνο του που γίνεται όμως “αξιοφύλαχτο” έργο τέχνης μέσα από την συνύφανση ιστορίας και μυθοπλασίας. Πόσο θέλει ο αναγνώστης να γνωρίσει ακόμα λίγο, αυτό το καταπληκτικό ζευγάρι που ζώντας την ζωή του με τόσο προσωπικό πόνο, δεν χάνει ποτέ το όραμα και καταλήγει να γίνει άρχοντας και κυρίαρχος της μοίρας του έστω στον θάνατο του, αφού δεν κατάφερε να αλλάξει την μοίρα του κόσμου και των παιδιών του! Και αυτό λίγο πριν την Οκτωβριανή επανάσταση που δεν θα δει ποτέ. Η Λόρα αφήνει αυτόν τον κόσμο με την θεωρία του πατέρα της άσπιλη ακόμα, μη εφαρμοσμένη, μη μαγαρισμένη. Αφήνει σε άλλους την ευθύνη της υπεράσπισης της ή μη. Η Λόρα και ο Πολ είναι ειλικρινείς. Πεθαίνουν όταν νιώθουν ότι δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα πια σε αυτόν τον κόσμο, καθώς επίσης και ότι ο κόσμος δεν μπορεί να τους προσφέρει ή να τους κλέψει τίποτα πια. Πράξη γενναιότητας ή δειλίας; Αφήνουν τον κόσμο όταν δεν μπορούν να ορίσουν τίποτα πια, αδυνατώντας να αφεθούν στην φθορά, μη πιστεύονταν στην ιερότητα της ζωής, πιστεύοντας μόνο στην ιερότητα των ιδεών. Ο καθένας θα δει στην πράξη αυτή, ακριβώς αυτό που θέλει να δει…

No comments:

Post a Comment