Friday, December 27, 2019

Geir Gulliksen -The story of a Marriage (Η ιστορία ενός γάμου)


Η ιστορία ενός γάμου αποτελεί ένα μικρό σε αριθμό σελίδων βιβλίο που περιγράφει μια σχέση και την διάλυση της, όταν αυτή αντί να περικλείει το σύμπαν του ζευγαριού που την δημιούργησε αρχίζει να εμπεριέχει και ένα τρίτο άτομο, έναν άλλον άνθρωπο με το δικό του σύμπαν, με τις δικές του επιθυμίες, ο οποίος διαταράσσει αυτήν την τόσο ευαίσθητη ισορροπία που αποκαλούμε γάμο. 

Ο Gulliksen περιγράφει με ακρίβεια χειρουργού τα στάδια που περνάει η σχέση όταν η Torri γνωρίζει στην δουλειά της έναν άλλο άντρα και έλκεται από αυτόν. Το πρόβλημα δεν είναι η σεξουαλική επαφή, το πρόβλημα είναι η απώλεια του χώρου εκείνου στον οποίο μπορούν να βρεθούν μόνο ο Jon και η Torri, αυτή η προστατευμένη περιοχή στη οποία κανείς δεν μπορεί να εισβάλει, η οποία τρέφει την αίσθηση της ασφάλειας, της μοναδικότητας και της αποκλειστικότητας του κοινού τους κόσμου. Ο Jon νομίζει στην αρχή ότι αυτό δεν το χάνει όσο μπορεί να συμπεριλαμβάνει και τον Gunnar (τον τρίτο άνθρωπο) μέσα στην αφήγηση της ημέρας. Αισθάνεται ότι μπορεί ακόμα και να κάνει καλό στην σχέση τους η ανάμιξη ενός τρίτου, που θα ξυπνήσει την επιθυμία που κινδυνεύει να χαθεί μέσα στην καθημερινότητα της οικογένειας. Στο μυαλό του όμως έχει ότι αυτό θα γίνει με τους δικούς του όρους μέσα στη δυαδική σχέση στην οποία ανήκουν. Ο Gunnar μπορεί να τους προσφέρει κάτι μόνο αν λειτουργήσει ως εργαλείο, μόνο αν χρησιμοποιηθεί από αυτούς, όχι αν υπάρξει ισότιμα δίπλα τους δημιουργώντας την δική του αφήγηση έξω από την σχέση του αρχικού ζευγαριού. 

Στη νουβέλα του Gulliksen απουσιάζει εντελώς το ηθικοπλαστικό στοιχείο. Αυτό που αναλύεται είναι οι σχέσεις ως συνδυασμένο αποτέλεσμα πολύπλοκων ψυχικών διεργασιών και τυχαίας συνεύρεσης. Δεν αφήνει τον αναγνώστη να αγνοήσει το γεγονός ότι η επιλογή του συντρόφου μας είναι μια, ανάμεσα σε εκατομμύρια άλλες και αυτή η μια δεν αποκλείει τις άλλες παρά μόνο χρονικά, η μία προλαβαίνει την άλλη, θα μπορούσαν να υπάρχουν πολλοί κατάλληλοι σύντροφοι για εμάς, θα μπορούσε να μπλοκάρει εντελώς η ικανότητα μας να επιλέξουμε αν αυτοί οι υποψήφιοι σύντροφοι βρισκόντουσαν στον δρόμο μας συγχρόνως χωρίς να αφήνουν τον χρόνο να κάνει έστω μια βασική επιλογή. 

Στην «Ιστορία ενός γάμου» γίνεται ανατριχιαστικά ξεκάθαρο πως η αλλαγή στην ισορροπία δυνάμεων μέσα σε μια σχέση μπορεί να φέρει τον «χαμένο του παιχνιδιού» σε απελπισία, αναποδογυρίζοντας τον κόσμο του και βρίσκοντας τον πεσμένο κάτω, ανίκανο να σηκωθεί, ανίκανο να λειτουργήσει λογικά όταν βλέπει ότι δεν είναι πια πρώτος, ότι είναι δεύτερος, τρίτος, τελευταίος, ότι ο άνθρωπος που αποτελούσε για εκείνον σημείο αναφοράς δεν είναι πια, δεν υπάρχει πια για αυτόν, πάει τέλειωσε αυτό, τώρα είναι μόνος, σε απόλυτη ανάγκη επαναπροσδιορισμού. Ότι το σώμα που είχε δίπλα του, έχει εξαφανιστεί, όλα αυτά γινόντουσαν σε ένα άλλο σύμπαν, το οποίο πλέον έχει εντελώς χαθεί. Όλα είναι ρευστά και όλα είναι πιθανά. Πόσο όμορφα ήταν όταν ήταν βαθιά μέσα της και δεν υπήρχε τίποτα άλλο έξω από αυτούς! 

Ο Gulliksen καταργεί την ατομικότητα των δύο μελών του ζευγαριού περιγράφοντας την κατάσταση μέσα από το στόμα του Jon, σαν να είναι παρών στις συναντήσεις της Torri με τον Gunnar. Ο Jon μας περιγράφει αυτά που βλέπει, αισθάνεται και σκέφτεται η Torri. Οι γραμμές διαχωρισμού του ενός από τον άλλον είναι τόσο λεπτές ώστε ο επαναπροσδιορισμός τους είναι ανελέητα επίπονος, όσο επίπονος είναι ένας σωματικός ακρωτηριασμός. Χωρίς υπερβολές, χωρίς συναισθηματισμούς ο Gulliksen βάζει τον αναγνώστη στο κέντρο μιας δυνατής εσωτερικής δίνης και δεν τον αφήνει να ξεχάσει ότι το κενό της ύπαρξης μας γεμίζει πάντα με αυτό ακριβώς που έχει την δύναμη να την καταστρέψει.

Μετάφραση από τα Νορβηγικά Deborah Dawkin εκδ Hogarth

Το βιβλίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά σε μετάφραση του Σουλιώτη Σωτήρη εκδ Ποταμός



Friday, November 1, 2019

Karl Ove Knausgaard - My Struggle (The End 6)

Τη γνωριμία μου με τον Knausgaard την έκανα πριν από μερικά χρόνια με το βιβλίο του «Ένας θάνατος στην οικογένεια», που αποτελεί και το πρώτο βιβλίο του εξάτομου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του με τίτλο «Ο αγώνας μου», το οποίο έφτασε στα χέρια μου τυχαία και μου άρεσε από τις πρώτες κιόλας. σελίδες. Το βιβλίο του αυτό όπως και τα επόμενα της σειράς πούλησαν σαν τρελά. Ο Knausgaard αποτελεί τη ζωντανή απόδειξη για το πως κάποιος μπορεί από την μια στιγμή στην άλλη να γίνει celebrity στον χώρο του βιβλίου, αποτελώντας εκδοτικό φαινόμενο χωρίς να θεωρηθεί απαραίτητα φτηνός, ευπώλητος ή ελαφρύς. 


Ο Knausgaard κατάφερε να διχάσει τους κριτικούς, έχοντας κάποιους στο πλευρό του να υποστηρίζουν ότι τα βιβλία του αποτελούν λογοτεχνική πρωτοπορία, και άλλους να τον κατακριμνήζουν. Ο λόγος για όλα αυτά είναι ότι ο Knausgaard, έγραψε ένα βιβλίο σε συνέχειες περιγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή του, από την παιδική του ηλικία μέχρι την ώρα που έφτανε στο τυπογραφείο η τελευταία σελίδα αυτού του έργου του. Ένα βιβλίο χωρίς ξεκάθαρη λογοτεχνική αξία και χωρίς μυθοπλασία. Ένα βιβλίο απόλυτα ρεαλιστικό. Θα μπορούσε το ενδιαφέρον των αναγνωστών να αποτελεί άλλη μια απόδειξη για την ακόρεστη ανάγκη του κόσμου να παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα τη ζωή των άλλων, όπως συμβαίνει και με τις τηλεοπτικές παραγωγές τύπου Big Brother. Ο Knausgaard στο βιβλίο του εκθέτει όλες τις κουτσομπολίστικες λεπτομέρειες της ζωής του στο κοινό. Γι’ αυτόν τον λόγο προκάλεσε και αντιδράσεις από τους κοντινούς του ανθρώπους αλλά και από τους κριτικούς για το πόσο ηθικό είναι να δημοσιοποιείς τόσα πολλά προσωπικά στοιχεία και περιστατικά από τη ζωή των ανθρώπων με τους οποίους είχες κατά καιρούς περισσότερες ή λιγότερες σχέσεις. Το βιβλίο του δεν αποτελεί ακριβώς ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα ούτε μπορεί να ενταχθεί στη μυθιστορηματική βιογραφία (Roman a clef), γιατί του λείπει το μυθοπλαστικό πέπλο που πέφτει πάνω σε αντίστοιχα μυθιστορήματα και το οποίο αλλοιώνοντας την πραγματικότητα τη μετατρέπει σε λογοτεχνικό αφήγημα προστατεύοντας έτσι την ιδιωτικότητα των ηρώων-προσώπων που αναφέρονται σε αυτό. 


Το κεντρικό σημείο του «Αγώνα» είναι η φιγούρα του πατέρα του Knausgaard και η σχέση του με αυτόν. Αυτός είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τη μαραθώνιά αυτή αφήγηση, αυτός κατευθύνει τις σκέψεις του Knausgaard, αυτός διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του, τις εμμονές του, τους φόβους, τον αντικοινωνικό χαρακτήρα του, αυτός άφησε αυτό το κενό που όλοι οι συγγραφείς παλεύουν να γεμίσουν με κάτι. Άρα κατά κάποιο τρόπο ο Knausgaard οφείλει αυτό το βιβλίο στον πατέρα του, τον άντρα που του δημιούργησε τόσο θυμό μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που θα είχε κάνει τον Knausgaard να είναι ένας άνθρωπος πιο συνηθισμένος, πιο εφησυχασμένος, πιο σίγουρος για αυτό που είναι ώστε να μην έχει ανάγκη αυτό το εξάτομο βιβλίο για να απαλλαγεί μέσα από τη διήγηση από τις ενοχές και τη ντροπή για τα συναισθήματα του απέναντι του.


Το βιβλίο ξεκινάει με τον θάνατο του πατέρα του και συνεχίζεται ανάποδα, με τη ζωή του πατέρα του μέσα στην οικογένεια. Με τη ζωή του μικρού Karl Ove (Knausgaard). Έξι τόμοι γεμάτοι λεπτομέρειες από την ζωή ενός συγγραφέα που πριν από λίγα χρόνια δεν γνωρίζαμε καν την ύπαρξη. Σελίδες και σελίδες με ανεξάντλητες περιγραφές μικρών και φαινομενικά ανούσιων περιστατικών και γεγονότων, περιγραφές και των παραμικρών κινήσεων του συγγραφέα, από το άναμμα του τσιγάρου του μέχρι το πλύσιμο του προσώπου του στο πατρικό του σπίτι. Λεπτομέρεια μετά τη λεπτομέρεια που όμως αντί να κάνει την ανάγνωση του βιβλίου βαρετή, το διανθίζει βάζοντας τον αναγνώστη ακριβώς στο κέντρο της πλοκής, δίνοντας του τα κατάλληλα όπλα για να καταλάβει απόλυτα τα συναισθήματα και τις αισθήσεις του συγγραφέα, από το στέγνωμα δηλαδή του στόματος του πριν ακουμπήσουν τα χείλη του την ζεστή κούπα του καφέ μέχρι τον τρόμο του μικρού Karl Ove στη θέα του νερού που φεύγει από τη μικρή τρύπα του νιπτήρα. 


Στις χιλιάδες σελίδες αυτού του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος βλέπουμε τον Karl Ove μικρό, μαθαίνουμε για τους φόβους του, την κοινωνική συστολή του, την αγάπη του για τη μητέρα του, την προβληματική σχέση με τον πατέρα του, την πρώτη του ερωτική επαφή, τις ερωτικές του αποτυχίες, την επικίνδυνη σχέση του με το αλκοόλ, τις μικρότητες της σκέψης του, την ελπίδα του για συγγραφική επιτυχία, τη γνώμη του για τους Σουηδούς, την επικίνδυνη έλξη που του προκαλεί μια έφηβη μαθήτρια του, τον εγωισμό του, τις ανασφάλειες του, τις ικανότητες του ως πατέρας, και πολλές ντροπιαστικές λεπτομέρειες της ζωής του που οι περισσότεροι από εμάς δεν θα ήθελαν να αποκαλυφθούν όσο εκείνοι βρίσκονται εν ζωή. Με την έκδοση του μυθιστορήματος του, η καθημερινότητα του σταμάτησε να του ανήκει. Αυτό για έναν άνθρωπο που αναφέρει ξανά και ξανά το πόσο φοβάται το βλέμμα των τρίτων θα πρέπει να ήταν τρομακτικό. Αλλά πέρα από το τι σήμαινε για εκείνον αυτό το ξεγύμνωμα ολόκληρης της ζωής του μπροστά σε χιλιάδες αναγνώστες αυτό που αξίζει να σχολιάσουμε είναι το γεγονός ότι αυτή η συνηθισμένη ζωή ενός άσημου επίδοξου συγγραφέα, ζωή που δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτή του οποιουδήποτε μέσου ανθρώπου, μπόρεσε να στηρίξει έξι τόμους ενός μυθιστορήματος καθηλώνοντας χιλιάδες αναγνώστες μπροστά στις σελίδες του και προκαλώντας αναπάντεχο αριθμό πωλήσεων. 


Ο Knausgaard, καταφέρνει να διηγηθεί στον αναγνώστη μια ιστορία ενός κοινού ανθρώπου, με αρχή, μέση και τέλος μέσα από την περιγραφή όλης της γκάμας των συναισθημάτων των δικών του αλλά και την αίσθηση που έχει για τα συναισθήματα των άλλων. Ξέρει επίσης τι ακριβώς πρέπει να περιγράψει ώστε χωρίς να γίνεται βαρετός να δημιουργεί στο χαρτί το απαραίτητο σκηνικό για την πλοκή του ενώ συγχρόνως ξέρει να μεταμορφώνει τον απόλυτα κοινό και συνηθισμένο μικρόκοσμο του σε άξια λόγου μυθιστοριογραφία. Ακόμα και όταν ο Knausgaard εμφανίζεται υπεροπτικός, έως και αντιπαθής, ο αναγνώστης έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει τις σκέψεις του οικειοποιώντας τις, και κατά κάποιο τρόπο χρησιμοποιώντας τις για να αποενοχοποιηθεί ο ίδιος. Το βιβλίο αυτό πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τα αισθήματα της ενοχής και της ντροπής του συγγραφέα. Κάθε σελίδα του αποτελεί μια κοπιαστική ανάβαση στον Γολγοθά, μια πάλη με τον εαυτό του συγγραφέα, μια προσπάθεια να ξεπεράσει τον φόβο της τιμωρίας για όλα αυτά που τολμά να κοινοποιήσει. Μοιάζει με τη μάχη ενός μικρού κακοποιημένου παιδιού που ντρέπεται να αποκαλύψει το μυστικό του γιατί μέσα του υπάρχει ο φόβος ότι ο μόνος ένοχος είναι ο ίδιος. Ειδικά ο τρόμος που νιώθει ο Knausgaard, όταν έρχεται σε αντιπαράθεση με την εναντίωση του θείου του σε όλο αυτό το έργο και την αμφισβήτηση από αυτόν της αλήθειας των γεγονότων που περιγράφονται, είναι ο τρόμος κάθε κακοποιημένου παιδιού που οδηγεί ακόμα και στην αμφισβήτηση της ικανότητας αντίληψης του πραγματικού. Το γεγονός όμως ότι ο Knausgaard αποκαλύπτει όλες τις σκοτεινές πτυχές της ζωής του και χρησιμοποιεί τα αληθινά ονόματα των συμπρωταγωνιστών του, προσθέτει κάτι πικάντικο στο βιβλίο, χωρίς όμως να αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του. Ο Knausgaard θεωρεί εξίσου σημαντικό να γράψει μια ακριβή περιγραφή των γεγονότων με το να γράψει ένα καλό λογοτεχνικό έργο και δεν θέλει να θυσιάσει κανέναν από τους δύο στόχους του για να ενισχύσει τον άλλο. Το καταφέρνει όμως; Νομίζω ότι σε όλους τους τόμους πλην του τελευταίου, ναι. 


Πριν από λίγες μέρες τελείωσα τον τελευταίο τόμο του «Ο Αγώνας μου» με τίτλο The End (δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα η μετάφραση του στα ελληνικά). Αυτός ο τόμος θα μπορούσε να αποτελεί ένα τεράστιο επίμετρο στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Δεν δίνει την εντύπωση ενός ολοκληρωμένου λογοτεχνικού έργου όπως σου έδιναν οι προηγούμενοι. Αποτελείται περισσότερο από αποσπασματικές σκέψεις και φόβους σχετικά με την έκδοση των βιβλίων του, σκέψεις που επαναλαμβάνονται αρκετές φορές σε αυτόν τον τόμο με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μην είναι σίγουρος αν αυτή η επανάληψη γίνεται σκόπιμα, με σκοπό να δοθεί μια έμφαση σε αυτές ή απλώς οφείλονται στην προχειρότητα και βιασύνη του συγγραφέα. Το ίδιο θα σχολίαζα και για τον τρόπο που είναι διαρθρωμένος αυτός ο τόμος. Το βιβλίο ενώ ξεκινάει ως συνέχεια των προηγούμενων, βρίσκοντας τον Knausgaard να ζει με την οικογένεια του στο Malmo της Σουηδίας, μια παραλιακή πόλη απέναντι από την Κοπεγχάγη που συνδυάζει το βιομηχανικό τοπίο με τα λιθόστρωτα σοκάκια, εξελίσσεται όσο περνούν οι σελίδες σε ένα δοκίμιο σχετικά με τις θηριωδίες του Χίτλερ, την επίδραση της παιδικής και εφηβικής ζωής στον ψυχισμό του, τις συνθήκες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που επέτρεψαν την επικράτηση των ακραίων απόψεων του, τις επιπτώσεις της ραγδαίας εκβιομηχάνισης σε Γερμανία και Αυστρία, τη φτώχια και την ανεργία στη Βιέννη, πόλο έλξης τότε μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος και πολιτιστικού κέντρου της Ευρώπης, ένα δοκίμιο που τραβάει πολύ και κουράζει τον αναγνώστη που δεν είναι προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, καθώς μέχρι πριν από λίγες σελίδες διάβαζε για τη ζωή του Knausgaard, έχοντας μπροστά του την περιγραφή μιας οικογένειας με τρία παιδιά, βομβαρδισμένο σαλόνι με παιχνίδια, λερωμένα πατώματα με παιδικές τροφές τσιγάρα στο μπαλκόνι με αχνιστό καφέ, βόλτες προς και από τον παιδικό σταθμό και αμέτρητα πλυντήρια ρούχων. Δεν ξέρω τι σκοπό ακριβώς ήθελε ο Knausgaard να εξυπηρετήσει πετώντας αυτό το δοκίμιο ακριβώς στη μέση του βιβλίου και επεκτείνοντας το για περίπου 500 σελίδες. Δεν μπορώ καν να δω πως ο Knausgaard συνδέει τον «αγώνα» του με τον αγώνα του Χίτλερ. Η παράθεση αυτή θεωρώ ότι δεν λειτουργεί, κόβει εντελώς τον ειρμό του βιβλίου ενώ δεν καταφέρνει να αποτελέσει μεταβατικό σύνδεσμο από το πρώτο μέρος στο τρίτο και τελευταίο στο οποίο ο Knausgaard περιγράφει τα προβλήματα μανιοκατάθλιψης που αντιμετωπίζει η γυναίκα του. Τα τρία κομμάτια του βιβλίου λειτουργούν μεν χωριστά αλλά όχι μαζί. Διαβάζοντας το βιβλίο έχω την αίσθηση ότι κάποια πράγματα μπήκαν βιαστικά μέσα, στριμώχτηκαν μιας και δεν θα υπήρχε επόμενος τόμος. Τα προβλήματα της γυναίκας του θα μπορούσαν κάπως να ενσωματωθούν στο πρώτο μέρος του βιβλίου και το κομμάτι με το Χίτλερ να αποτελεί ένα πρόσθετο κεφάλαιο στο τέλος, το οποίο θα μπορούσε να διαβαστεί ανεξάρτητα. Αν όμως αυτό συνέβαινε δεν ξέρω πόσοι από τους αναγνώστες θα του έδιναν μια δεύτερη ματιά. Κάθε κείμενο έχει τον χώρο του και τον αναγνώστη του. Δεν είμαι σίγουρη ότι η πλειοψηφία των αναγνωστών του έργου του Knausgaard είχαν ανάγκη να διαβάσουν παράλληλα με αυτό και μια εκτεταμένη ανάλυση του φαινόμενου του Χίτλερ η οποία μάλιστα δεν βασίζεται σε μια ιστορική ή επιστημονική έρευνα αλλά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μεν αλλά παραληρηματική ματιά σε αυτό το ντροπιαστικό κομμάτι του εικοστού αιώνα. 


Δύσκολο να εκφράσω μια ολοκληρωμένη άποψη για αυτό το έργο. Είναι τόσο άνισο, μου προκάλεσε τόσα θετικά αλλά και αρνητικά συναισθήματα που στο τέλος έμεινα να αμφιταλαντεύομαι χωρίς να μπορώ να καταλήξω σε μια ετυμηγορία. Θα έλεγα πάντως ότι είναι ένα έργο το οποίο αξίζει την προσοχή μας. Έχει ροή, σε παρασύρει στον ρυθμό του, αγγίζει μέσα από τις καταστάσεις που αναφέρει μια ευρύτατη γκάμα ανθρώπινων συναισθημάτων, συνδυάζει αποτελεσματικά την περιγραφή με τη δράση, καταφέρνει να διαχειριστεί ικανοποιητικά έναν τεράστιο όγκο προσωπικών εμπειριών ενσωματώνοντας τες σε μια μυθιστορηματική γραφή και εγείρει ερωτήματα υπαρξιακά, κοινωνικά και ηθικά μέσα από όλο αυτό τον συρφετό καταστάσεων που ο Knausgaard συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του. Μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκα την ανάγνωση του στο μεγαλύτερο μέρος, νιώθοντας ότι διαβάζω ένα πραγματικό μυθιστόρημα που κάτι έχει να μου πει και όχι ότι διαβάζω την απλή ημερολογιακή καταγραφή της ζωής του συγγραφέα. Ένα μετα-μοντέρνο, μετα-ρεαλιστικό (με ελεύθερη χρήση των όρων), αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που μάλλον χρειαζόταν λίγη δουλειά παραπάνω αλλά παρόλα αυτά προσθέτει στη λογοτεχνία του σήμερα ένα μικρό διαφορετικό λιθαράκι. Δεν το μετάνιωσα που το διάβασα.

Monday, August 26, 2019

Michel Houellebecq - Σεροτονίνη



Πιστός στο προκλητικό του ύφος ο Μισέλ Ουέλμπεκ στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Σεροτονίνη» αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ζωή του Φλοράν – Κλώντ – Λαμπρούστ, ενός μεσήλικα Γάλλου απόφοιτου της Γεωπονικής που εργάζεται στο υπουργείο Γεωργίας, όντας μπουχτισμένος από τα πάντα, ακόμα και από τις γυναίκες και αποτελειωμένος από το σύγχρονο αντικαταθλιπτικό χάπι Captorix το οποίο όχι απλώς δεν εκπλήρωσε την αποστολή του, την επίτευξη δηλαδή μιας μεγαλύτερης ευφορίας και την έστω και τεχνητή απόδοση νοήματος στην ζωή του Φλοράν, αλλά του στέρησε και την δυνατότητα της σεξουαλικής διέγερσης, υποβιβάζοντας τον στο είδος του ανθρώπου που σέρνει με το ζόρι το σαρκίο του μέρα με την μέρα, μέσα σε ένα Παρίσι σε φανερή παρακμή, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους λιγότερο ή περισσότερο χαπακωμένους ή απλώς και μόνο αφοσιωμένους στην προσωπική τους μιζέρια και τις οφθαλμαπάτες τους. 

Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το σκάσει από την ανυπόφορη ζωή του αναζητά τον παλιό του συμφοιτητή και μάλλον μοναδικό του φίλο Αιμερίκ, ο οποίος είναι ο μόνος από την σχολή που αντί να κυνηγήσει managerial θέσεις προσπαθεί να αξιοποιήσει το αντικείμενο των σπουδών του ασχολούμενος με αγροτικές εργασίες. Μένει σε έναν πύργο τον οποίο προσπαθεί να μετατρέψει σε ξενοδοχείο, ασχολείται με τα ζώα του, ξενυχτάει κάνοντας λογαριασμούς για το πώς μπορεί να επιβιώσει οικονομικά σε μια Γαλλία που δεν έχει πλέον ανάγκη τους αγρότες της και με την αφορμή της επίσκεψης του Φλοράν ακούει ξανά μουσική από το ακριβό ηχητικό του σύνολο μια συνήθεια την οποία πριν την επίσκεψη του Φλοράν είχε αφήσει στο παρελθόν μαζί με τα νεανικά του όνειρα. 

Μέσα από την επίσκεψη του Φλοράν στον Αιμερίκ ο Ουέλμπεκ θίγει το πρόβλημα του γεωργικού τομέα της Γαλλίας αναφέροντας το αδιέξοδο των αγροτών που παλεύουν να διατηρήσουν προνόμια τα οποία δεν μπορούν να ενταχτούν στην καπιταλιστική, παγκοσμιοποιημένη Γαλλία. Άλλωστε ακριβώς για αυτή τη νύξη του Ουέλμπεκ, το βιβλίο θεωρήθηκε προφητικό (κίτρινα γιλέκα) όπως στο παρελθόν είχε θεωρηθεί το βιβλίο του «Υποταγή» μετά το χτύπημα στην εφημερίδα Charlie Hebdo από παρακλάδι της Αλ Κάιντα. 

Ο Ουέλμπεκ μέσα από τον κυνικό και μισάνθρωπο Φλοράν σκιαγραφεί έναν άνθρωπο μόναχικό, μέσα σε μια κοινωνία που γεννάει κυνικούς και μισάνθρωπους ανθρώπους, έναν άνθρωπο για τον οποίο ποτέ κανείς δεν θα νοιαστεί πέρα από τον ψυχίατρο του, έναν άνθρωπο που ο αναγνώστης θα ήθελε να πάρει αγκαλιά ξεπερνώντας την επιφανειακή αποστροφή που προκαλεί η συμπεριφορά του. Ο Ουέλμπεκ δημιουργεί έναν Φλοράν ικανό να αγαπά και να πονάει, καταδικασμένο όμως από τον ίδιο του τον εαυτό να δυναμιτίζει τις σχέσεις του και να διώχνει όσους θα μπορούσαν να τον αγαπήσουν. Γεμίζει τον ήρωα του μίσος και αδιαφορία, τον γεμίζει απελπισία, τον μετατρέπει ακριβώς σε αυτό που φοβάται ο σύγχρονος άνθρωπος ότι μπορεί να καταλήξει ο ίδιος. 

Η γραφή του Ουέλμπεκ σε όλα τα βιβλία του διαθέτει μια δύναμη που τον κατατάσσει στους αξιόλογους ευρωπαίους συγγραφείς της εποχής μας. Η προκλητικότητα που αποπνέει το έργο του είναι αυθεντική, δεν αποτελεί αυτοσκοπό, είναι το αποτέλεσμα της μετουσίωσης των ιδεών του συγγραφέα σε ένα εκρηκτικό μείγμα γραφής. Είμαστε σίγουροι όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο του Ουέλμπεκ ότι καθόλου δεν τον νοιάζει η άποψη μας γι αυτό. Δεν θέλει καν να την ακούσει. Η «Σεροτονίνη» αποτελεί ένα από τα πιο ώριμα βιβλία του Ουέλμπεκ –(αν και εμένα το αγαπημένο μου παραμένει το «Η δυνατότητα ενός νησιού», μπορεί λόγω του ότι ήταν το πρώτο που είχα διαβάσει), ακριβώς λόγω της ευαισθησίας που εκπέμπει μέσα από την κυνική γραφή του. Στα περισσότερα βιβλία του Ουελμπέκ ή τουλάχιστον σε αυτά που έχω διαβάσει είναι εμφανής η ενασχόληση του με την φθορά, τα γηρατειά και τον θάνατο. Στο «Σεροτονίνη» ο Φλοράν προσπαθεί να διώξει τον φόβο του θανάτου και την υπαρξιακή αγωνία του μέσα από τον θυμό του προς όλους και όλα. Δεν ξέρω αν σε μια άλλη κοινωνία ο Φλοράν θα ήταν χαρούμενος, δεν ξέρω αν αυτό που βασανίζει τον άνθρωπο από τότε που υπάρχει είναι αποτέλεσμα του έξω κόσμου ή αν απλώς ο Θεός μας έφτιαξε ανικανοποίητους, διχασμένους, ανίκανους να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε. Θεός ή διάολος, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αποτελούν έναν τρόπο να προσπαθήσουμε να γλυτώσουμε από την μοίρα αυτή.  Ο Ουέλμπεκ απλώς επιλέγει τον διάολο.







Monday, June 17, 2019

Margaret Atwood - Alias Grace (Η άλλη Γκρέις)

Μερικά βιβλία πρέπει να τα αφήσεις να «σταθούν» λίγο πρώτα στον χρόνο πριν σιγουρευτείς για την γεύση που σου έχουν αφήσει. Αυτό ισχύει και για το «Η άλλη Γκρέις» της Margaret Atwood. Το βιβλίο διηγείται την πραγματική ιστορία της Grace Marks που κατηγορήθηκε στα μέσα περίπου του 19 αιώνα ότι μαζί με τον James Mc Dermot σκότωσε τον Thomas Kinnear και την Nancy Montgomery,  τον ιδιοκτήτη δηλαδή και την οικονόμο του σπιτιού στο οποίο εργαζόντουσαν ως υπηρετικό προσωπικό. 

Η Atwood παρουσιάζει το έγκλημα στη αρχή του βιβλίου χωρίς αυτό να αποδυναμώνει καθόλου την πλοκή του. Το έγκλημα έγινε, ο ένας ένοχος εκτελέσθηκε και η Grace κατέληξε στην φυλακή. Αυτό που μένει τώρα να εξιστορηθεί δεν είναι η ιστορία του εγκλήματος καθαυτή αλλά η εσωτερική ιστορία της Grace. Ποια είναι αυτή η νέα κοπέλα που δεν δίστασε μαζί με τον συνένοχο της να σκοτώσει με βάναυσο τρόπο και χωρίς κανένα δισταγμό ή λιποψυχία δύο ανθρώπους; Ποιο σκοτάδι ήταν αυτό που την οδήγησε σε αυτή τη πράξη; Τι κρύβει η ψυχή μιας γυναίκας δολοφόνου; Πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι η Grace είναι όντως η δολοφόνος και όχι απλώς το θύμα του κατά πολύ μεγαλύτερου της Mc Dermot και μιας κοινωνίας που πολύ εύκολα στοχοποιεί όποια γυναίκα διαφέρει από την εικόνα που αυτή η κοινωνία έχει σχηματίσει ως πρότυπο για αυτήν; Πόσο απίθανο είναι η μικρή Grace με το αγγελικό πρόσωπο να έχει πέσει θύμα σε ένα κυνήγι μαγισσών; Και έχει τέλος πάντων κάποια σημασία για την ιστορία μας αν όντως η Grace έκανε ή όχι το έγκλημα για το οποίο κατηγορείται; 

Η ιστορία της Grace αποκαλύπτει μια ταλαιπωρημένη ψυχή, ένα κακοποιημένο κορίτσι, μια ύπαρξη-θύμα των κοινωνικοοικονομικών καταστάσεων. Η Grace που ζει στην Βόρεια Ιρλανδία σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, σε μια οικογένεια με έναν βίαιο και μέθυσο πατέρα, δεν έχει καμία έξοδο διαφυγής. Μεταναστεύοντας με την οικογένεια της στον Καναδά, αποικία τότε της Βρετανίας γνωρίζει από νωρίς την απώλεια, την σκληρότητα των ανθρώπων, το ψέμα, την υπεροχή των αντρών, το δίκαιο των πλούσιων και την ανέλπιδη και δύσκολη επιβίωση των φτωχών. Όλα αυτά πριν την ηλικία των 16, πριν την ηλικία που θα κατηγορηθεί για το έγκλημα που θα καθορίσει το μέλλον της. 

Η ιστορία της θα τραβήξει το ενδιαφέρον ενός νεαρού ψυχίατρου του Simon Jordan, προερχόμενου από μια πρόσφατα χρεωκοπημένη οικογένεια ο οποίος ευελπιστεί να αποκαταστήσει την χαμένη οικονομική άνεση του, μέσω της νέο εμφανιζόμενης επιστήμης της ψυχιατρικής. 

Η Atwood χειρίζεται άψογα το θέμα της, χωρίς να μπαίνει σε συναισθηματισμούς, κρατώντας αποστάσεις από τους χαρακτήρες της, διηγούμενη παράλληλα τις δυο ιστορίες, της μικρής Grace και της Grace ως γυναίκας κρατούμενης και αντικείμενο παρατήρησης του Simon, και εναλλάσσοντας την διήγηση σε πρώτο πρόσωπο της Grace με την διήγηση του Simon. Η φωνή της Grace ακούγεται ανατριχιαστικά κοντά μας κάνοντας τον αναγνώστη να την συμπαθήσει αφήνοντας όμως – και εδώ νομίζω ότι γίνεται εμφανές το ταλέντο της Atwood – μια νότα ανοίκεια, λίγο παγωμένη, μια νότα έξω από το πεντάγραμμο της κανονικότητας, κάτι που μας οδηγεί σε μια αμφιβολία για την αθωότητα της, σε ένα «ίσως», σε μια Grace που μπορεί και να είναι κάτι λιγότερο ή περισσότερο από αυτό που βλέπουμε με μια πρώτη ματιά. 

Η ανερχόμενη επιστήμη της ψυχιατρικής συναντά μια κοινωνία με οπισθοδρομικές αντιλήψεις όσον αφορά τις γυναίκες, τους ψυχικά άρρωστους, τους φτωχούς, τους μαύρους, τη μαγεία, τα δικαιώματα των ανθρώπων και την πίστη στην επιστήμη. Βρισκόμαστε πριν από την γέννηση του Φρόιντ σε μια εποχή που πίστευαν ότι οι ψυχικά ασθενείς μπορούν να θεραπευτούν με την μέθοδο της ψυχρολουσίας και του ηλεκτροσόκ. Στο βιβλίο συνυπάρχει η τάση για πρόοδο με την πίστη σε προκαταλήψεις και ανορθολογισμούς. Η ιστορία της Grace εκτυλίσσεται πριν από τον Αμερικάνικο εμφύλιο που θα επηρεάσει ριζικά και τον κοντινό Καναδά. Τα δικαιώματα των ανθρώπων δεν αναγνωρίζονται, πόσο μάλλον τα δικαιώματα των γυναικών. Οι γυναίκες θεωρούνται επιρρεπείς στην υστερία και εξαρτιόνται σχεδόν αποκλειστικά από τους άντρες. Η Grace δεν έχει καμία ελπίδα δικαίωσης παρά μόνο μέσα από τα μάτια του «προοδευτικού» γιατρού. 

Η σχέση του Simon με την Grace είναι φυσικά άνιση. Εκείνος ελεύθερος, ωραίος, σε ηλικία γάμου εξιτάρεται από την πρόκληση που αποτελεί η αποκωδικοποίηση του ψυχισμού της Grace για αυτόν. Η Grace είναι ένα είδος πειραματόζωου. Η αγγελική μορφή της, η αμφιβολία που εγείρει η μικρή της ηλικία και ο κλειστός χαρακτήρας της την καθιστούν για τον Simon ένα τέλειο αντικείμενο παρατήρησης, μία κλειστή σφαίρα, που περικλείει μέσα της το κλειδί για την επαγγελματική του επιτυχία, την ικανοποίηση της επιστημονικής του περιέργειας αλλά και την αποκατάσταση του χαμένου οικογενειακού του στάτους. Η Grace από την άλλη δεν έχει επιλογή. Οι επιβεβλημένες επισκέψεις του γιατρού στην αρχή της προκαλούν κάποιο φόβο. Νοιώθει ότι πρέπει να προστατέψει ένα μυστικό, να προστατέψει τον εαυτό της από αυτόν τον όμορφο νεαρό που την επισκέπτεται κάθε μέρα. Μέσα στο περιοριστικό και σκληρό κόσμο της φυλακής όμως ο Simon είναι και μια αχτίδα ελπίδας, μια μικρή επαφή με τον έξω κόσμο, είναι κάποιος που της φέρνει φρούτα και της φέρεται καλύτερα από ότι οι άλλοι. 

Το «Η άλλη Γκρέις» είναι ένα πολύ απλό βιβλίο με μια πολύ συνηθισμένη υπόθεση. Η Atwood καταφέρνει να προσθέσει την κατάλληλη νότα που θα το κάνει ένα βιβλίο εξερεύνησης. Αφήνει στον αναγνώστη μια αίσθηση αβεβαιότητας για την σταθερότητα της ανθρώπινης ψυχής. Ψαχουλεύει μέσα στον κόσμο των φαντασμάτων μας και μας προκαλεί μια μικρή ανασφάλεια για το πόσο καλά ξέρουμε τον ίδιο τον εαυτό μας. Πέρα από αυτό όμως είναι ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί κάνοντας μας να απολαύσουμε το ψάξιμο χωρίς να μας παρέχει έτοιμες τις απαντήσεις. 







Thursday, May 2, 2019

Jonathan Coe - Μέση Αγγλία


O όρος Μέση Αγγλία με τον οποίο τιτλοφορεί το νέο του βιβλίο ο Τζόναθαν Κόου, δεν αναφέρεται σε κάποιο γεωγραφικό τμήμα της Αγγλίας, αλλά αποτελεί έναν πολιτικοοικονομικό διαχωρισμό των Άγγλων, που περιλαμβάνει την μέση και χαμηλότερη-μέση τάξη των ετερόφυλων, άσπρων, συντηρητικών Άγγλων που ζουν κατά πλειοψηφία εκτός Λονδίνου και που παρόλο του ότι δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό σχηματισμό, ασπάζονται πατριωτικές και ηθικοπλαστικές απόψεις λόγω των οποίων η κοινωνική αυτή ομάδα αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στο δημοψήφισμα για το Brexit ρίχνοντας την ψήφο της, κατά πλειοψηφία, υπέρ της αποχώρησης. 

Ο Τζόναθαν Κόου, χρησιμοποιώντας και εδώ τους ήρωες του βιβλίου του « Η Λέσχη των Τιποτένιων», οι οποίοι έχουν μπει πλέον ηλικιακά στην «τρυφερή» δεκαετία των πενήντα, περιγράφει αποτελεσματικά την κοινωνική κατάσταση της Αγγλίας πριν και μετά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. 

Ένας συγγραφέας ο Μπέντζαμιν, ένας δημοσιογράφος, ο Νταγκ, η μικρή ακαδημαϊκός Σόφι και ο σύζυγος της Ιαν, ο Τσάρλι ο κλόουν, ο συντηρητικός Κόλιν πατέρας του Μπέντζαμιν, η έφηβη Κοριάντερ θυμωμένη μεν με την τάξη της, ανίκανη όμως να παράγει ορθό πολιτικό λόγο και σαφές όραμα για το μέλλον και πολλοί άλλοι συμμετέχουν στην σκιαγράφηση μιας κοινωνίας στα πρόθυρα της διάλυσης αφού οι απόψεις μέσα σε αυτήν αμφιταλαντεύονται ανάμεσα στις αρχές και τους φόβους που γέννησαν την Ευρωπαϊκή Ένωση και σε αυτές που θα προωθούσαν μια ανεξάρτητη Αγγλία, ελεύθερη από τα δεσμά της Ευρώπης και έτοιμη να αναζητήσει την αναγνώριση που της αξίζει ως η μεγάλη πολιτική και κοινωνική δύναμη που συνήθιζε να είναι στο παρελθόν. 

Ο Κόου μέσα από τις καθημερινές καταστάσεις των ηρώων του και πολιτών της ευρωπαϊκής διχασμένης Αγγλίας αφήνει να φανεί ξεκάθαρα η σχιζοειδής κατάσταση της κοινωνίας, τα οικονομικά αδιέξοδα που οδήγησαν ακόμα και προοδευτικά τμήματα του πληθυσμού στην αμφισβήτηση του θεσμού της ενωμένης Ευρώπης, τον κρυφορατσισμό μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων, τον πουριτανισμό μιας κοινωνίας που κάποτε αποτέλεσε την πηγή του Διαφωτισμού, τον εγκλωβισμό των διανοούμενων μέσα σε ένα πλαίσιο πολιτικής ορθότητας που μερικές φορές θυμίζει καταστάσεις ολοκληρωτικών καθεστώτων και γενικά την δύναμη του οικονομικού παράγοντα στην διαμόρφωση των συνειδήσεων και την αδυναμία των οικονομικά ασθενέστερων τμημάτων του πληθυσμού να σταθούν ιδεολογικά απέναντι στην πολιτική του μίσους και του αποκλεισμού. Στο βιβλίο του Κόου διαγράφεται καθαρά η απελπισία του προδομένου πολίτη, η οποία όμως αντί να τον στρέψει ενάντια στο καθεστώς που την δημιούργησε τον οδηγεί σε έναν άγονο και επικίνδυνο αυτο-εγκλωβισμό στην ιδέα ενός «όμορφου παρελθόντος». 

Αυτό που θα ξεχώριζα σε αυτό το βιβλίο του Κόου είναι το πόσο καλά κατάφερε να αποτυπώσει όλες αυτές τις κοινωνικές και πολιτικές αποχρώσεις στις καθημερινές καταστάσεις των ηρώων του. Ιδιαίτερα ο τρόπος που η Σόφι απομονώνεται ακαδημαϊκά ως αποτέλεσμα ενός σχόλιου προς μια trans μαθήτρια της (το οποίο παρεξηγήθηκε τρελά) και ο τρόπος που αυτό δίνει πάτημα στον σύζυγο της να εκφράσει την συμφωνία του με επιχειρήματα του συντηρητικού κομματιού της κοινωνίας που νοιώθει ότι απειλείται από την πολιτική ορθότητα των αριστερών καθώς και τον φόβο του ότι εκείνοι, οι ετερόφυλοι Άγγλοι στριμώχνονται από όλες αυτές τις μειονότητες, τους ομοφυλόφιλους και τους ξένους, που έρχονται και τους παίρνουν τις δουλειές, λογοκρίνοντας τους μέσα στην δική τους χώρα, δείχνει με τον καλύτερο τρόπο, πόσο βαθιές είναι οι ρίζες του προβλήματος. 

Τα προβλήματα της χώρας γίνονται προβλήματα της Σόφι και του Ίαν, καθώς γίνονται ορατές με αφορμή το Brexit οι διαφορές που χωρίζουν αυτούς τους δυο ανθρώπους που προέρχονται μεν από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις αλλά που μέχρι χθες πίστευαν ότι βρισκόντουσαν ιδεολογικά στην ίδια πλευρά. Αυτό όμως δείχνει σαφέστατα ότι αυτά τα προβλήματα προϋπήρχαν, αυτές οι νοοτροπίες δεν είχαν εξαφανιστεί ποτέ, η Αγγλία και οι πολίτες της κάθε Αγγλίας μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δεν άλλαξαν ριζικά. Έσπρωξαν απλώς τους φόβους τους κάτω από το χαλί, μέχρι να μπορέσει να σηκωθεί η βαριά σκιά που είχε πέσει πάνω από την Ευρώπη μετά τις φρικαλεότητες του Χίτλερ. Οι φόβοι τους δεν καταπολεμήθηκαν, η πηγή του κακού δεν εντοπίστηκε για να εξοντωθεί. Οι άνθρωποι δεν έγιναν πιο ίσοι, πιο ελεύθεροι, πιο ευτυχισμένοι. Απλά συσπειρώθηκαν απέναντι σε ένα πιθανό κακό. 

Η ασφάλεια που παρέχουν τα εβδομήντα χρόνια από την έναρξη του πολέμου, σβήνουν τον φόβο της επανάληψης των εγκλημάτων. Η οικονομική ανέχεια κάνει τους ανθρώπους να θέλουν να κοιτάξουν την πάρτη τους. Οι μετανάστες είναι ανεπιθύμητοι, η Ε.Ε είναι ανεπιθύμητη, η Αγγλία θα σηκωθεί ξανά και θα φροντίσει τα παιδιά της. Ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία και οι κατώτεροι σε κοινωνική τάξη όπως έδειξε το δημοψήφισμα δεν μπορούν να δουν κάποιο άλλο δρόμο από την απομάκρυνση από την Ε.Ε. Οι υποσχέσεις για γενική ευμάρεια διαψεύστηκαν. Το μέλλον προβλέπεται δυσοίωνο αν και ο Κόου όσο προχωράει το μυθιστόρημα προσπαθεί να αφήσει ανοιχτή μια έξοδο κινδύνου. Στον κόσμο δεν είναι όλα μαύρα ή άσπρα. Υπάρχει πάντα περιθώριο για συνεννόηση, υπάρχει πάντα περιθώριο για ένα μέλλον που δεν έχουμε σκεφτεί. Το μέλλον είναι «απρόβλεπτο» και οι άνθρωποι δεν θα σταματήσουν ποτέ να «γεννάνε» όνειρα, ομορφιά, ιδέες. Οι άνθρωποι δεν θα σταματήσουν ποτέ να κοιτάνε μπροστά. Και ας μην ξέρουν που θα τους βγάλει αυτό. 

Το βιβλίο διαβάζεται ανεξάρτητα από τα προηγούμενα της «τριλογίας» («Η λέσχη των τιποτένιων», «Ο κλειστός κύκλος») αν και ο Κόου αναφέρεται συχνά στο παρελθόν των ηρώων με αποτέλεσμα να κάνει τον αναγνώστη να θέλει να ανατρέξει σε αυτά (εμένα πάντως αυτό μου συνέβη). Δεν ξέρω αν θα αντέξει στον χρόνο, με μια πλοκή βασιζόμενη κυρίως στο Brexit, μια επικαιρότητα που ακόμα δεν έχει γίνει ιστορία, αν και η χεγκελιανή κίνηση της ευρωπαϊκής ιστορίας με τις συνεχόμενες κρίσεις της του δίνει μια κάποια διαχρονικότητα. Ο Κόου μας εμφανίζει μια Ευρώπη που κλυδωνίζεται, έναν κόσμο χωρίς συγκεκριμένη ιδεολογία, έναν λαό που δεν έχει πια σε τι να πιστέψει. Είπαμε όμως: το μέλλον είναι απρόβλεπτο και εμείς είμαστε εδώ για να δούμε ποια θα είναι η συνέχεια σε αυτό το ιστορικό θρίλερ που εκτυλίσσεται στο βιβλίο του Κόου «Μέση Αγγλία». Καλή ανάγνωση. 







Friday, April 12, 2019

Σταύρος Ζουμπουλάκης - Στ' αμπέλια




Το βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη «Στ’ αμπέλια» αποτελεί μια λογοτεχνική καταγραφή των βιωμάτων του συγγραφέα, σε μια επαρχία την οποία απολαμβάνει ως παιδί και κρίνει ως ενήλικας. Συγκεκριμένα ο Ζουμπουλάκης καταγράφει τις παιδικές καλοκαιρινές του εμπειρίες στο χωριό της καταγωγής του, τις Συκιές της Λακωνίας μέσα από μια αστική παιδική ματιά, φιλτραρισμένη από τις εμπειρίες της ενηλικίωσης. 

Ο Ζουμπουλάκης δεν ωραιοποιεί τίποτα. Μιλάει για τη σκληρότητα αυτής της ζωής, για τις μικρότητες που αναπτύσσονται στις κλειστές κοινωνίες αλλά και για την αγάπη, την απλότητα και την εγγύτητα με τη γη που μας φέρνει σε επαφή με τη φθορά και τη θνητότητα μας. 

Αυτό το μικρό βιβλιαράκι μιλάει για τη διαδρομή από τη γη στο φεγγάρι. Για την απόσταση που έπρεπε να διανύσει ένας άνθρωπος γεννημένος μεν στην επαρχία το 1950 αλλά μεγαλωμένος μετέπειτα σε αστικό περιβάλλον. Οι τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής εκείνης καθώς και η καθυστερημένη εφαρμογή τους στην ελληνική επαρχία έκανε το ταξίδι μακρύτερο και όπως αναφέρει και ο ίδιος στο βιβλίο του «όσοι ειδικότερα γεννηθήκαμε σε κάποιο ελληνικό χωριό, είχαμε ένα τεράστιο πολιτιστικό πλεονέκτημα: γνωρίσαμε ….. την ιστορία της ανθρωπότητας από το ησιόδειο άροτρο μέχρι το ταξίδι στο φεγγάρι». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεταμόρφωσης που υφίστανται οι άνθρωποι που μετακινούνται από το χωριό στην πόλη είναι η σταδιακή ανικανότητα της μητέρας του να σφάξει τα πουλερικά που ερχόντουσαν από το χωριό, κάτι το οποίο στο παρελθόν έκανε χωρίς δεύτερη σκέψη. 

Ο Ζουμπουλάκης χρησιμοποιεί έναν λόγο απλό, που αντικατοπτρίζει αυτή τη μίξη των πολιτισμών. Οι τοπικοί όροι συνδυάζονται με την όμορφη αφήγηση χωρίς να κουράζουν ή να βαραίνουν το κείμενο. Η αγάπη του για τα βιβλία, κληρονομημένη από τον πατέρα του τον βοηθάει να ενσωματώσει την όμορφη πλευρά της υπαίθρου και να μετουσιώσει τις εμπειρίες του σε μια ιδεολογία με βάση τον άνθρωπο. Η αισθητική του ματιά πάνω στη φύση δείχνει ότι ο μικρός Σταύρος που έπαιζε στ’ αμπέλια μπορεί να δει τον τόπο του ως «ωραίο» ή «άσχημο» και όχι μόνο ως «εύφορο» ή «άφορο» όπως υποστηρίζει ότι βλέπουν τον τόπο τους οι κάτοικοι της επαρχίας. 

Το βιβλίο αυτό δεν αποτελεί κάποια αναπόληση του αγροτικού τρόπου ζωής, αποτελεί απλώς την εξιστόρηση της προσωπικής διαδρομής ενός ανθρώπου από το απλό στο σύνθετο. Και κατά κάποιο τρόπο αποτελεί μια περιγραφή της ενηλικίωσης του Έλληνα της σύγχρονης εποχής. 

εκδ.Πόλις 2018 σελ. 89



Sunday, March 31, 2019

Agatha Christie - «Ανοιξιάτικη Απουσία» - (Οι δυο ζωές μας – θα μπορούσε να ήταν…)

Την Agatha Christie οι περισσότεροι την γνωρίζουμε από την αστυνομική λογοτεχνία. Προσωπικά την γνώρισα μέσα από τα κίτρινα βιβλιαράκια των εκδόσεων Λυχνάρι, που μου έκαναν παρέα τα ζεστά καλοκαίρια στο νησί των Σπετσών όπου συνηθίζαμε οικογενειακώς να περνάμε τις διακοπές μας. Ο Ηρακλής Πουαρό και η Μις Μαρπλ που ξεπήδησαν μέσα από αυτά, αποτελούν πλέον ήρωες που λειτουργούν αυτόνομα, μη έχοντας ανάγκη πλέον την δημιουργό τους. Μπορούν να θεωρηθούν αρχέτυπα για πλήθος άλλους ήρωες που ακολούθησαν το παράδειγμα τους ψάχνοντας να ανακαλύψουν  τον δολοφόνο στο πρόσωπο του ενός ή του άλλου ευυπόληπτου και πέραν πάσης υποψίας χαρακτήρα.
Πριν από λίγο καιρό όμως ενώ περιφερόμουν στο πανηγύρι του Αγίου Χαραλάμπους, δίπλα από το σπίτι μου, στον πάγκο με τα βιβλία εντόπισα μια νέα σειρά τίτλων της Agatha Christie σε μετάφραση του Αυγούστου Κορτώ. Αυτό που με μπέρδεψε ήταν ότι ακριβώς κάτω από το όνομα της Agatha Christie ήταν γραμμένο το όνομα μιας Mary Westmacott. Ποια από τις δύο ήταν η συγγραφέας του βιβλίου; Μια μικρή ματιά στο εσώφυλλο μου έδωσε την απάντηση που έψαχνα. Η Agatha Christie το 1930 αποφάσισε να ξεφύγει λίγο από την αστυνομική λογοτεχνία και να δοκιμάσει την πένα της σε έξι μυθιστορήματα χωρίς θύμα, ύποπτο και δολοφόνο. Θέλοντας να πειραματιστεί χωρίς το βάρος που θα της πρόσθετε το όνομα της, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο.
Το βιβλίο η «Ανοιξιάτικη Απουσία» διηγείται την ζωή μιας γυναίκας, της Τζόαν Σκάνταμορ,  μητέρας με τρία παιδιά και έναν καθώς πρέπει γάμο, μέσα από το πρίσμα δύο διαφορετικών οπτικών. Και οι δύο οπτικές ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο, στην ίδια την Τζόαν δηλαδή, αλλά υιοθετούνται μέσα από μια εντελώς διαφορετική διαδικασία.
Η  πρώτη οπτική αντιστοιχεί ουσιαστικά στο βλέμμα που δεν βλέπει, το βλέμμα που θολωμένο από την ρουτίνα δεν εξετάζει, δεν απορεί, δεν έχει χρόνο να διυλίσει, το βλέμμα το οποίο ξεπερνάει η ίδια η πραγματικότητα αφήνοντας το νεκρό, άδειο, πειθήνιο. Η ζωή πολλές φορές μας κυνηγάει, χωρίς να μας αφήνει να πάρουμε ανάσα, μας αναγκάζει να την δεχτούμε, φοβούμενοι τον άγνωστο εαυτό που μπορεί να αντικρύσουμε αν σταματήσουμε και δώσουμε βαρύτητα σε ένα «ίσως», ένα «μπορεί», ή ένα «γιατί». Πόσο συνηθισμένο είναι να ζούμε την ζωή μας χρόνια ολόκληρα, πιστεύοντας πραγματικά ότι όλα είναι «όπως πρέπει», και ότι αυτά τα τσιμπήματα που μας ξυπνάνε κάποια βράδια είναι απλώς τερτίπια της ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας μας;.
Η δεύτερη οπτική είναι αυτή που δημιουργείται όταν αναγκαζόμαστε να υποστούμε την επιρροή του σταματημένου χρόνου, του χρόνου που δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε καθώς μας αναγκάζει να υπάρξουμε μόνοι μας, εμείς και ο εαυτός μας, χωρίς καμιά βοήθεια, χωρίς κανέναν αντιπερισπασμό που θα μπορούσε να αποτρέψει την καθαρή ματιά σε ό,τι έχουμε ζήσει. Ο χρόνος ακυρώνει απόλυτα αυτό το «κάτι» που θα μπορούσε να μας γλυτώσει από το να αντικρούσουμε γυμνή την ζωή που τόσα χρόνια πασχίζαμε να σκεπάσουμε.
Η ίδια γυναίκα, δύο διαφορετικές ζωές. Η Αγκάθα Κρίστι χειρίζεται άριστα τη ζυγαριά που ταλαντεύεται ανάμεσα στις δύο αυτές ζωές της Τζόαν.
Η Τζόαν γυρνάει από τη Βαγδάτη στο Λονδίνο, μετά από  μια επίσκεψη στην κόρη της που διαμένει εκεί με τον σύζυγο της. Ατυχή γεγονότα θα την καθηλώσουν σε ένα μικρό πανδοχείο στη άκρη της ερήμου, χωρίς παρέα, χωρίς βιβλία, χωρίς καν κάποιο επιτραπέζιο παιχνίδι που θα μπορούσε να ξεγελάσει τον αμείλικτο χρόνο. Το μυαλό στην απομόνωση, εκεί που ο χρόνος σταματάει,  μπορεί να γίνει φίλος ή εχθρός. Η Τζόαν τις ημέρες της αναμονής της, αναγκάζεται να κάνει αυτόν τον αναστοχασμό που έχει αμελήσει τόσα χρόνια μέσα στο αδιάκοπο κυνήγι των υποχρεώσεων. Η έρημος και ο σταματημένος χρόνος την αναγκάζουν να βγει έξω από τον χρόνο και να κοιτάξει την ζωή της από μακριά, σχεδόν σαν να ίπταται πάνω από αυτήν, σχεδόν σαν να την έβλεπε με τα μάτια ενός πουλιού που πετώντας από πάνω από τους ανθρώπους βλέπει μόνο κινήσεις χωρίς να πιάνεται στα δίχτυα των ειπωμένων λέξεων. Η απόσταση αλλοιώνει ή διασαφηνίζει τα γεγονότα; Η ζέστη της ερήμου δημιουργεί αντικατοπτρισμούς, όπως και η έλλειψη ερεθισμάτων οδηγεί σε οπτικές παραισθήσεις. Η απουσία του χρόνου μπορεί να δημιουργήσει την παραίσθηση ότι η ζωή μας είναι εντάξει αλλά και η περίσσια του μπορεί να μας αποπροσανατολίσει ζαλίζοντας μας.
Το σίγουρο είναι ότι η Τζόαν γυρνώντας στο Λονδίνο θα πρέπει να επιλέξει ποια είναι η πραγματικότητα που προτιμάει να δει, επιλογή που πρέπει να κάνει ο καθένας μας άλλωστε όταν έρθει αντιμέτωπος με τις αλήθειες της ζωής του. Πόσοι από εμάς αλήθεια έχουν το θάρρος να τις δουν και ακόμα περισσότερο να τις αντιμετωπίσουν;

Το βιβλίο το αγόρασα με σκοπό να το χαρίσω στην αδερφή μου που ξέρω πόσο της αρέσει η Agatha Christie. Έτσι από την έννοια μου ότι δεν θα προλάβω να το διαβάσω, το διάβασα σε μια μέρα. Ο χρόνος τα καθορίζει όλα τελικά. 


«Ήταν όντως αλήθεια; Ή μήπως όχι; Δεν ήθελε να είναι αλήθεια.
Έπρεπε να αποφασίσει -να καταλήξει…
Ο ήλιος -σκέφτηκε η Τζόαν -, την είχε βαρέσει ο καυτός ήλιος. Είναι γνωστό ότι η ηλίαση προκαλεί παραισθήσεις…
Να τρέχει μέσα στην έρημο… να σωριάζεται στα τέσσερα…να προσεύχεται…
Είχαν όντως συμβεί όλα αυτά;
Ή μήπως η μόνη πραγματικότητα ήταν αυτή που βίωνε τώρα εδώ;
Τρέλα -σκέτη τρέλα ήταν τα όσα είχε πιστέψει. Πόσο βολικό, πόσο ευχάριστο, το να επιστρέφεις στην Αγγλία και να νιώθεις ότι δεν έλειψες ούτε μια μέρα. Πως όλα ήταν ίδια κι απαράλλαχτα όπως τα ‘χες μέσα στο μυαλό σου…
(…………………)
                              Ποιο σχήμα όμως; Ποιο; Έπρεπε να καταλήξει σε κάποιο.»



Sunday, March 24, 2019

Hermann Broch-The Death of Virgil (Ο Θάνατος του Βιργιλίου)

Ο Herman Broch, γεννήθηκε το 1886 στη Βιέννη και είναι γνωστός κυρίως για δύο έργα του, το ένα είναι η τριλογία του «Οι υπνοβάτες» που εκδόθηκε το 1931, στην οποία σκιαγράφησε την ηθική πτώση της γερμανικής κοινωνίας και το δεύτερο, το ποιητικό – λογοτεχνικό – φιλοσοφικό αριστούργημα με τίτλο «Ο θάνατος του Βιργιλίου», το οποίο εκδόθηκε συγχρόνως στα γερμανικά και στα αγγλικά το 1945 και αφηγείται τις τελευταίες 18 ώρες του ποιητή Βιργίλιου.


Ο Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων, Ρωμαίος ποιητής του πρώτου αιώνα προ Χριστού, έγραψε με εντολή του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, την Αινειάδα, ένα έπος που περιγράφει τις περιπέτειες του Αινεία, πολεμιστή στην Τροία ως σύμμαχος των Τρώων, από την πτώση της Τροίας μέχρι την άφιξη του στην Ρώμη την οποία και ίδρυσε. Ο Βιργίλιος, μεταφέρεται μετά από πρόσκληση του Οκταβιανού Αύγουστου, από την Αθήνα στο αρχαίο Βρινδήσιον (σημερινό Μπρίντιζι) για να φιλοξενηθεί στο παλάτι. Η αφήγηση ξεκινάει με το τέλος αυτού του ταξιδιού, με την άφιξη των πλοίων στο λιμάνι. Η περιγραφή του στόλου που κυλάει πάνω στα νερά της Αδριατικής εισάγει τον αναγνώστη στην ποιητική μαγεία του μυθιστορήματος. Η πλεύση του πλοίου καθώς και του ασθενή Βιργιλίου πάνω στα ακίνητα νερά περιγράφεται με τρόπο που μας δίνει ακριβώς την εικόνα της εισβολής του «ανθρώπινου» στην «θανάσιμη μοναξιά της θάλασσας». Ο Βιργίλιος αδύναμος και κλινήρης αφήνεται να μεταφερθεί στον τελικό του προορισμό, έχοντας ήδη παραιτηθεί από την δική του βούληση, μεταφέρεται με βούληση του Αυγούστου, αφήνοντας σταδιακά τον έλεγχο του κορμιού και της ψυχής του σε αυτούς που βρίσκονται σταθερά ακόμα μέσα στην γήινη πραγματικότητα.


Το βιβλίο «Ο θάνατος του Βιργιλίου» αποτελεί μια ποιητική φιλοσοφία με την έννοια ότι ο Broch μέσα από έναν αξεπέραστο λυρισμό καταφέρνει να περάσει στον αναγνώστη την φιλοσοφική του θεώρηση για το σύμπαν, τον άνθρωπο, την ζωή και το θάνατο. Το βιβλίο διαβάζεται σαν έναν τεράστιο ποίημα. Ο λόγος κυλάει και ο αναγνώστης μπορεί απλώς να παραδοθεί στην ομορφιά του, να «ακούσει» τις λέξεις και να παρασυρθεί από τον ρυθμό της γλώσσας. Κάτω όμως από αυτόν τον ρυθμό διακρίνεται μια βαθιά φιλοσοφική οπτική του κόσμου, που οδηγεί σε μια πλατωνική όσο και φαινομενολογική ερμηνεία της ύπαρξης. Το βιβλίο αφουγκράζεται τον εσωτερικό μονόλογο του ετοιμοθάνατου Βιργιλίου. Παρακολουθούμε δηλαδή την συνειδησιακή ροή του Βιργιλίου ο οποίος βρισκόμενος την περισσότερη ώρα σε μια κατάσταση μεταξύ συνειδητότητας και ονείρου, παρέχει στον συγγραφέα το τέλειο όργανο - μονοπάτι για να παρεισφρήσει στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, στην υπερβατικότητα δηλαδή της πέρα από τον λόγο ψυχής. 


Αυτή είναι η δυσκολία αλλά και ο σκοπός της τέχνης σύμφωνα με τον Broch. Η τέχνη ως σύμβολο – αναπαράσταση της μοίρας του ανθρώπου, αναζητά το σκοτάδι μέσα από το οποίο ξεπηδάει προσωρινά το «εγώ», λίγο πριν ξαναγυρίσει και αφομοιωθεί από το ίδιο αυτό σκοτάδι. Η τέχνη γίνεται αθάνατη όταν καταφέρει να ανακαλύψει την «είσοδο και έξοδο της ψυχής», βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχή να συνειδητοποιήσει «την ισορροπία του εγώ και του κόσμου». O Broch μέσα από το ταξίδι του Βιργιλίου προς το θάνατο και μέσα από τις αμφιβολίες του Βιργιλίου όσον αφορά την αξία του έργου του (της Αινειάδας) αναδεικνύει το ρόλο της τέχνης ως την εν δυνάμει ερμηνευτική δύναμη του σύμπαντος μέσα από την ικανότητα της να ανακαλύπτει την ουσία πίσω από τα φαινόμενα. Η τέχνη βοηθάει τον άνθρωπο μέσα από την «αυτό – συνείδηση» να διευρύνει το όρια της πραγματικότητας. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το βιβλίο του Broch αποτελεί μια ποιητική φαινομενολογία του σύμπαντος.


Βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη πραγματικής τέχνης είναι η τέχνη να προχωράει πέρα από τον απλό εξωραϊσμό της πραγματικότητας. Η τέχνη σύμφωνα με τον Broch πρέπει να μπορεί να αναγάγει την ύπαρξη σε ένα αληθινό σύμβολο της ουσίας των πραγμάτων. Πριν τη δημιουργία του έργου πρέπει να προηγηθεί η αντίληψη του δημιουργού. Η τέχνη για να είναι αιώνια πρέπει να έπεται της αντίληψης. Τα σύμβολα της πρέπει να γεννιούνται από την αληθινή και όχι από την επιφανειακή αντίληψη της πραγματικότητας. Στην αντίθετη περίπτωση η τέχνη μειώνεται σε απλή τέχνη του όχλου που αδυνατεί να βοηθήσει τον άνθρωπο στην αναζήτηση του για το πραγματικό, ξεγελώντας τον απλώς, χρησιμοποιώντας την επιφανειακή ομορφιά ως μέσο εύκολης διασκέδασης και απομάκρυνσης από την πραγματική ουσία. Μέσα από αυτή τη λειτουργία της «μη- τέχνης», μέσα από την ανακήρυξη της ομορφιάς σε αυτοσκοπό, η πραγματικότητα αντικαθίσταται από «κενές φόρμες και άδεια λόγια» χωρίς να έχει επιτευχθεί ο πραγματικός σκοπός της τέχνης που είναι η αποκάλυψη της πλήρης ουσίας του κόσμου.


Ο Βιργίλιος αναφέρει τον έρωτα - αγάπη (love στην αγγλική μετάφραση) ως την ουσία της πραγματικότητας όπως ο Πλάτωνας αντίστοιχα έβλεπε στον έρωτα τον δρόμο προς τις «ιδέες». Στόχος του έρωτα για τον Πλάτωνα ήταν το απόλυτα ωραίο, στόχος του Βιργιλίου είναι το ωραίο ως ουσία. Το ωραίο ως απόλυτη ιδέα και για τους δυο. Ο έρωτας μπορεί να φέρει την αθανασία μέσω της αναπαραγωγής αλλά και μέσω της τέχνης που πηγάζει από αυτόν. Η τέχνη και στους δύο πρέπει να εκπληρώνει τον ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στο σύμβολο και στην ουσία.


Ο Broch μας κατακλύζει από ποιητικές εικόνες – έννοιες: η ποίηση πηγάζει από το σκοτάδι, η αλήθεια έχει ανάγκη την απόλυτη τυφλότητα (πρέπει να σβήσει ο κόσμος για να γίνει αντιληπτή η πραγματική ουσία), η φωνή της αλήθειας ξεπερνάει τις σκιές, τις υπερβαίνει, μπαίνει τόσο βαθιά όσο και ψηλά, αυτό είναι το μόνο που μπορεί να τους δώσει «φως». Η ποίηση πηγάζει από την ανάγκη του ανθρώπου να πλησιάσει, να καταλάβει, να αναγνωρίσει το θάνατο. Το νόημα της ζωής μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο μέσα από το νόημα που αποκαλύπτει ο θάνατος. 


Η αληθινή τέχνη δημιουργεί την πραγματικότητα όπως και η πραγματικότητα δημιουργεί την τέχνη. Ο κόσμος υπάρχει μέσα από τον νου και την αντίληψη του ποιητή. Ο ποιητής δίνει ύπαρξη στον κόσμο σκεπτόμενος αυτόν. Λέει ο Βιργίλιος στον Αύγουστο, στον απολαυστικό διάλογο που εξελίσσεται στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου κατά την επίσκεψη του τελευταίου: « Ω, Αύγουστε, όλη η πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ανάπτυξη της αντίληψης», για να πάρει ως απάντηση, σε μια προσπάθεια του Αυγούστου να αποτρέψει τον Βιργίλιο από το να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να καταστρέψει την Αινειάδα, ότι η «Ρώμη υπάρχει ως αντίληψη του Αινεία». 


Ο Βιργίλιος θεωρώντας ότι το έργο του δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της πραγματικής τέχνης, τουλάχιστον όχι όπως αυτές καλύπτονται από τα έργα των Ελλήνων τραγικών ποιητών, έχει αποφασίσει να καταστρέψει το χειρόγραφο της Αινειάδας που βρίσκεται δίπλα στο νεκροκρέβατο του. 


Ο θάνατος δίνει στον Βιργίλιο την συνειδητοποίηση της ζωής και της δημιουργίας του. Ο επικείμενος θάνατος του, φέρνοντας μαζί του το αμετάβλητο των πραγμάτων, δημιουργεί την αμφιβολία για ό,τι έχει υπάρξει ως τώρα. Ο θάνατος που δεν συγχωρεί κουβαλάει μαζί του τον φόβο του λάθους, της ανεπάρκειας, της υπαιτιότητας και της ενοχής. Η Αινειάδα αντιπροσωπεύει αυτή την ενοχή. Την ενοχή του καλλιτέχνη μπροστά στο τι θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει. Την ενοχή του καλλιτέχνη που νιώθει ότι προσπάθησε να πάρει την θέση των θεών ως «ποιητής» και «κριτής». Τον φόβο της αποκάλυψης της αλήθειας, του γεγονότος δηλαδή ότι δεν υπήρξε ποτέ πραγματικός ποιητής, ότι ποτέ δεν μπόρεσε να αποκαλύψει την ουσία του κόσμου. 


Ο Βιργίλιος βλέπει την γλώσσα και την ζωή ως σύμβολα. Το σύμπαν είναι το «όλον», αποτελεί το σημαινόμενο της θνητής ζωής. Είναι άχρονο, η αρχή και το τέλος, το «ένα», το εγώ μέσα στα σκοτάδια του, ανέγγιχτο από την τέχνη, ανέγγιχτο από την ομορφιά, μόνο ως ύπαρξη που περικλείει όλα τα νοήματα. Το απόλυτο σημαινόμενο, η απόλυτη «ιδέα», το αρχέτυπο. Ο Βιργίλιος πορευόμενος προς το θάνατο και συνειδητοποιώντας την ύπαρξη του μέσα στο απόλυτο, βιώνει το φόβο του ποιητή που νιώθει ότι πλησιάζει στο θεϊκό. Αμφιβάλει. Η επιθυμία του να εξαϋλωθεί, να μην υπάρχει πια ως ο εαυτός του τον κάνει να επιθυμεί την καταστροφή του έργου του, πιστεύοντας ότι η ύπαρξη αυτού εμποδίζει τον δρόμο του προς το θάνατο. Ο Βιργίλιος θέλει να υπάρχει πια μόνο ως σημαινόμενο, ως κάτι χωρίς όνομα, άρρητο, να υπάρχει στο βάθος της ύπαρξης, εκεί που προσπαθεί να εισβάλει η τέχνη. Για να απαλλαγεί από την ταυτότητα του και την θνητότητα του πρέπει να απαλλαγεί πρώτα από την δημιουργία του, το έργο του, από την υλική υπόσταση της σκέψης του, από την καταγραφή και ονομασία της εσωτερικής του ουσίας, από το όνομα του στο χαρτί, από τις λέξεις -σύμβολα. Η Αινειάδα, η δημιουργία του έχει πλέον αυτόνομη υλική ύπαρξη, παρόλο που αποτελεί μέρος του εαυτού του και βρίσκεται πάνω από αυτόν. Η επιθυμία του Βιργιλίου να καταστρέψει την γλώσσα και την υλική υπόσταση της δημιουργίας του θα μπορέσει να ικανοποιηθεί μόνο μέσα από τον απόλυτο θάνατο και το τέλος της ύπαρξης στο σύνολο της.


Στο βιβλίο «Ο θάνατος του Βιργιλίου» η πραγματικότητα περιγράφεται ως υπαρκτή μόνο μέσα από την συνείδηση του υποκειμένου. Στην ενότητα «Φωτιά – η κάθοδος» ο Βιργίλιος ονειρεύεται μέσα στον βαθύ του εμπύρετο ύπνο. Καθώς το όνειρο αρχίζει και χάνεται ο συγγραφέας αναρωτιέται: «με το σβήσιμο του ονείρου, μήπως εξαφανίζεται και εκείνος ο οποίος το ονειρεύεται;» Θα μπορούσαμε να πούμε εμείς: με το θάνατο μας μήπως εξαφανίζεται και η ύπαρξη του κόσμου; Ο Βιργίλιος πλησίασε κι αντιλήφθηκε το τέλος της ύπαρξης μέσα από το όνειρο του. Μόνο πέρα και έξω από την συνειδητότητα μπορεί ο άνθρωπος να αντιληφθεί το κενό. Ο ύπνος για τον Ευριπίδη ήταν ένας πρόσκαιρος θάνατος, ο ύπνος του Βιργιλίου φέρνει την συνειδητοποίηση του θανάτου. Μόνο μέσα από την απώλεια της συνείδησης ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί το κενό. Ο άνθρωπος σε πλήρη συνείδηση δίνει στο θάνατο και στο κενό ύπαρξη και μόνο με την σκέψη του. Η προθετικότητα του υποκειμένου δεν αφήνει το κενό να υπάρξει. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί το κενό. Το κενό υπάρχει μόνο χωρίς αυτόν. Ο θάνατος υπάρχει μόνον σε αυτόν που δεν τον έχει μέσα του. 


Θνητό σύμφωνα με τον Βιργίλιο είναι «αυτό που δεν περιέχεται σε εμάς και που δεν μας περιέχει». Ο θάνατος ορίζεται δηλαδή σε σχέση με την ύπαρξη μας. Αθάνατο κατ’ επέκταση είναι ό,τι υπάρχει μέσα μας. Θνητός, λέει ο Broch είναι ο άνθρωπος που είναι αδιάφορος σε εμάς. Αθάνατη είναι η ολότητα, θνητό είναι αυτό που είναι έξω από εμάς. Ο θάνατος υπάρχει μέσα μας, όχι δίπλα μας. Με το θάνατο μέσα μας είμαστε αθάνατοι. Εμείς εμπεριέχουμε τον θάνατο. 


Προχωρώντας την αφήγηση ο κύκλος του ταξιδιού κλείνει με τον ίδιο τρόπο που άνοιξε. Το ταξίδι του θανάτου γίνεται με τα πλοία που οδηγούν τον Βιργίλιο στον προορισμό του. Η ύπαρξη οδεύει στο όλον πλέοντας πάνω στο ακίνητο νερό. Η περιγραφή του ταξιδιού προς τον θάνατο αποτελεί το απόλυτο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Στην τελευταία ενότητα «Αέρας – η επιστροφή» ξεκινάει η αντίστροφη πορεία της ύπαρξης, η επιστροφή δηλαδή στο τίποτα. Ο προορισμός είναι το ατελείωτο σκοτάδι, - όχι η απουσία του φωτός- , αλλά η ύπαρξη του απόλυτου σκότους. Ο Βιργίλιος θα φτάσει στην ενότητα του χώρου, της ύλης και του χρόνου. Η συνείδηση του θα ενωθεί με το σύμπαν. 


Ο Broch μας έχει ήδη προετοιμάσει για το τέλος της ύπαρξης σε ένα υπέροχο απόσπασμα στην δεύτερη ενότητα του βιβλίου που ανέφερα και πριν (Φωτιά – η κάθοδος) όπου μέσα στο όνειρο του ο Βιργίλιος φτάνει στον πυθμένα της ύπαρξης, εκεί που υπάρχει η απόλυτη σιωπή, η απόλυτη ακινησία, η βουβή κραυγή. Το ορατό εξαφανίζεται μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, οι άνθρωποι εξαϋλώνονται, τα στόματα εξαφανίζονται. Μέσα από το όνειρο του Βιργιλίου, ο Broch περιγράφει το τέλος της ύπαρξης ως μια νύχτα, πέρα από τον χρόνο, τον χώρο και τον λόγο (this was a night, timeless, spaceless, the most empty blackness, an empty night without form and without content …).


Στο ταξίδι ο Βιργίλιος συνοδεύεται από αγαπητούς φίλους. Ένας από αυτούς ο Πλώτιος, κωπηλατεί με την πλάτη γυρισμένη στον προορισμό τους, τον οποίο απαγορεύεται να αντικρίσει, το πλοιάριο γλιστράει πάνω στο νερό αφήνοντας πίσω την οικία πραγματικότητα, η ψυχή ανυπομονεί να ελευθερωθεί πενθώντας όμως συγχρόνως για την πολυδιάστατη ύπαρξη που αφήνει πίσω της. Τα πρόσωπα των φίλων του σταδιακά χάνονται, μένει μόνο η εσωτερική του ουσία, η φύση δίνει την τελευταία της παράσταση μέσα σε μια έκρηξη ομορφιάς, τα αστέρια στον θόλο του ουρανού λάμπουν μέσα στο φως της ημέρας, η ομορφιά καταργεί την οποιαδήποτε ενοχή, ένας παράδεισος χωρίς αμάρτημα. Το φως με το σκοτάδι εναλλάσσονται


Ο κόσμος υπάρχει χωρίς αρχή και τέλος, σε μια μη γραμμική συνέχεια όπου όλα γεννιούνται και πεθαίνουν συγχρόνως. Το σύμβολο ενώνεται με το αρχέτυπο του, η λέξη πλέον υπάρχει πέρα από τον λόγο. Εκεί το ταξίδι του Βιργιλίου τελειώνει για να αρχίσει όμως πάλι από την αρχή μέσα από το χάος αφού ο χρόνος δεν υπάρχει για εκείνον πια.


Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια αναγνωστική εμπειρία, ο Broch καταφέρνει με λόγια να μας περιγράψει τον χωρίς-λόγο κόσμο, τον άνθρωπο χωρίς συνείδηση, το φόβο του θανάτου, και το θάνατο σαν την απόλυτη αρχή. Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου αφήνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι είδε μια κινηματογραφική ταινία, διάβασε ένα ποίημα και συγχρόνως διάβασε ένα μυθιστόρημα για το θάνατο του Βιργιλίου. Έμεινα καταγοητευμένη.

Στρατής Τσίρκας-Η χαμένη άνοιξη / Αρης Μαραγκόπουλος-Η μανία με την άνοιξη



Το βιβλίο του Μαραγκόπουλου «Η Μανία με την Άνοιξη» που είναι εμπνευσμένο από την «Χαμένη Άνοιξη» του Τσίρκα, μπορεί να διαβαστεί και αυτόνομα αλλά αποκτάει άλλη δυναμική όταν ο αναγνώστης το διαβάσει ως προέκταση της «Χαμένης Άνοιξης». Αυτό που ενώνει τα δύο βιβλία πέρα από την «Φλώρα», βασική ηρωίδα και των δύο, είναι η ενασχόληση τους με τις ανοιχτές πληγές της μετεμφυλιακής και μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας και η προσδοκία για μια πολιτική και κοινωνική «άνοιξη» που δεν λέει να έρθει. Διαβάζοντας τα δύο βιβλία σε συνέχεια ο αναγνώστης νιώθει ότι κάτω από τις λέξεις και πέρα από την απογοήτευση για τις χαμένες ευκαιρίες τα δύο βιβλία εκπέμπουν μία ελπίδα, μια πίστη στον άνθρωπο που πέρα από την πολιτική μπορεί να διακρίνει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, έχοντας την δυνατότητα έτσι κάποτε, κάποια στιγμή και με τις σωστές συνθήκες να μπορέσει να ξεπεράσει τα εμπόδια και να δημιουργήσει μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία.



Μετά την καταπληκτική του τριλογία «Ακυβέρνητες πολιτείες» ο Τσίρκας αποφάσισε να βάλει μπρος μια δεύτερη τριλογία που θα την ονομάσει «Δίσεκτα χρόνια» με σκοπό να καλύψει τα «δίσεκτα χρόνια» της Ελληνικής ιστορίας που ξεκινούν από τα «δεύτερα» Ιουλιανά του ‘65 και φτάνουν μέχρι την περίοδο της μεταπολίτευσης. Δυστυχώς ό θάνατος του Τσίρκα άφησε την τριλογία ανολοκλήρωτη. Μοναδικό αποδεικτικό της πρόθεσης του αποτελεί το πολύ όμορφο μυθιστόρημα του «Η χαμένη Άνοιξη», αυτό δηλαδή που προοριζόταν να είναι και το πρώτο της τριλογίας.


Δεν θα πω πολλά γι’ αυτό το βιβλίο γιατί με πιάνει ένα άγχος όταν πιάνω στο στόμα μου συγγραφείς αυτού του μεγέθους. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι διαβάζοντας το με κατέλαβε μια μελαγχολία και μια λύπη για αυτό που μας στέρησε ο θάνατος του Τσίρκα. Πολύ θα ήθελα να είχαν υπάρξει τα επόμενα δύο βιβλία της τριλογίας. Η δύναμη με την οποία έχει γραφτεί η «Χαμένη Άνοιξη» με κάνει να πιστεύω ότι η περιγραφή των χρόνων της δικτατορίας από την πένα του Τσίρκα θα άνοιγε έναν καινούριο δρόμο στην μοντέρνα πεζογραφία της Ελλάδας.


Το τόλμημα του Μαραγκόπουλου, να χρησιμοποιήσει την Φλώρα στο δικό του βιβλίο κάνοντας ένα χρονικό άλμα και τοποθετώντας την στην δεκαετία του 90 σε ένα νησί της Ελλάδας, αναζωπύρωσε την ελπίδα μου ότι μια τέτοια ιστορία και μια τέτοια προσωπικότητα σαν της Φλώρας δεν θα έμενε θαμμένη μαζί με τον αρχικό της δημιουργό.


Η Φλώρα του Μαραγκόπουλου είναι πια εξήντα χρονών, ώριμη και συνειδητοποιημένη κάτι που δεν μπορείς να πεις για την Φλώρα του Τσίρκα την νεαρή Αμερικανίδα, που τριγυρνάει στο κέντρο της Αθήνας μαζεύοντας εραστές, συχνάζοντας όπου υπάρχει ένα ποτήρι τσίπουρο και αδιαφορώντας παντελώς για τις πολιτικές συνθήκες γύρω της. Η Φλώρα του Τσίρκα είναι συγχρόνως μια επαναστατημένη αλλά και μια θυματοποιημένη γυναίκα. Έχει την δύναμη της σεξουαλικότητας της, βρίσκεται ένα βήμα πάνω από την καταπιεσμένη Ελληνίδα γυναίκα της δεκαετίας του 60, αλλά αυτή τη δύναμη αντί να την χρησιμοποιήσει για να απελευθερωθεί από τα δεσμά της πουριτανικής κοινωνίας, την στρέφει εναντίον του εαυτού της. Η ίδια η σεξουαλικότητα της την φθείρει. Δεν έχει την πνευματικότητα ακόμα να την χειριστεί υπέρ της. Τέτοιο δώρο, η ακομπλεξάριστη και χωρίς αναστολές ικανότητα απόλαυσης του έρωτα αναλώνεται σε άντρες που είναι ανίκανοι να το δεχτούν, καταπιεστικούς και εκμεταλλευτές, δεξιούς και αριστερούς, -δεν έχει σημασία η πολιτική ιδεολογία όταν μιλάμε για πουριτανισμό-, Έλληνες και ξένους. Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για μία Φλώρα. Ακόμα και ο Αντρέας, σύντροφος που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από χρόνια στη Σοβιετική Ένωση βιάζεται να την περιορίσει και να την βάλει σε καλούπι πριν καν προλάβει να την γευτεί. Σε όλο το βιβλίο ένιωθα ότι η Φλώρα πρέπει να φύγει από αυτή τη πόλη που πνίγεται μέσα στα ίδια της απωθημένα, είτε αυτά είναι ηθικά, σεξουαλικά είτε πολιτικά. Η Φλώρα στα μάτια μου αντιπροσωπεύει την χαμένη άνοιξη.


Η Φλώρα που δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική ζει την περίοδο πριν τα Ιουλιανά του ‘65 στην Αθήνα, μια πόλη μέσα σε οργασμό πολιτικών γεγονότων. Θέλει δεν θέλει, είναι μάρτυρας ενός σάπιου συστήματος και η συστηματική της στοχοποίηση από διάφορους άντρες του περιβάλλοντος της, που θέλουν να την χρησιμοποιήσουν ως πηγή πληροφόρησης την φέρνει μπροστά στην συνειδητοποίηση της αδυναμίας της. Η Φλώρα δεν είναι διατεθειμένη να πουλήσει την ψυχή της. Διαψεύδοντας όλους τους άντρες που πιστεύουν ότι μια γυναίκα ελεύθερης σεξουαλικής ηθικής είναι εύκολος στόχος εξαγοράς η Φλώρα φεύγει. Ο Τσίρκας πεθαίνει και εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ πια τίποτα για την τύχη της.


Τουλάχιστον ένας ανυποψίαστος αναγνώστης έτσι θα πίστευε αν δεν είχε την τύχη να συναντήσει την «Μανία με την Άνοιξη» του Μαραγκόπουλου.


Τρεις δεκαετίες περίπου μετά βρίσκουμε την Φλώρα να ζει σε ένα ελληνικό νησί, δεν μαθαίνουμε ποιο, δεν έχει νόημα να μάθουμε, αφού το νησί αυτό δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύει θα μπορούσαμε να πούμε το φαντασιακό των περισσότερων αριστερών που πέρασαν από τον Εμφύλιο, ασπάστηκαν το όραμα του κουμμουνισμού και κατέληξαν να ζουν στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Το βιβλίο ξεκινάει με την περιγραφή μιας βίαιης επίθεσης χωρίς θύματα. Μία επίθεση σε κάποιο κτίριο, σε κάποια γραφεία, στην Αθήνα της μεταπολίτευσης, η εικόνα δεν είναι καθαρή. Θα ξεκαθαρίσει λίγο αργότερα όταν ο υπαίτιος αυτής της επίθεσης μαζί με μια ανομοιογενή παρέα θα μεταφερθούν σε ένα ελληνικό νησί (αυτό που αναφέρω πιο πάνω) χρησιμοποιώντας αυτή τη μετακίνηση ως προσωρινή παύση-αναστοχασμό της πρακτικής της βίας.


Από εκεί και πέρα το βιβλίο θα μπορούσε να πέσει σε τετριμμένη ηθικολογία, παρουσιάζοντας τους ήρωες να χαλαρώνουν και να στοχάζονται πάνω σε διάφορα θέματα μέσα σε ένα σκηνικό καλοκαιρινής ραστώνης που συνήθως ευνοεί τέτοιου είδους αμπελοφιλοσοφίες.


Σε αντίθεση όμως με αυτό ο Μαραγκόπουλος σταδιακά πλέκει τον ιστό που θα τυλιχτεί γύρω από κάθε έναν από τους ήρωες του βιβλίου φέρνοντας τους αντιμέτωπους με την πραγματικότητα αυτού του νησιού, αλλά πάνω από όλα με τα δικά τους πιστεύω. Οι δύο ήρωες του βιβλίου έχουν μεταφερθεί στον κόσμο που ονειρεύονται ως ιδανικό και οι άλλοι δύο ακολουθούν. Στο νησί που βρίσκονται δεν ισχύουν οι κοινωνικοί κανόνες της υπόλοιπης χώρας. Οι άνθρωποι είναι χαρωποί, δεν έχουν τον άγχος της παραγωγικότητας, δεν έχουν την πίεση του χρόνου που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της καπιταλιστικής κοινωνίας, μοιράζονται πράγματα, διασκεδάζουν και μοιάζουν ευτυχισμένοι. Η Φλώρα, βασική φιγούρα του νησιού μαγνητίζει αλλά και απωθεί τον Σανιδόπουλο, ήρωα και άλλων βιβλίων του Μαραγκόπουλου, αριστερή φιγούρα που θα μπορούσαμε να αντιπαραθέσουμε στον Αντρέα του Τσίρκα, τουλάχιστον όσον αφορά την πορεία της αυτοεξορίας τους από την Ελλάδα για πολιτικούς λόγους και την επιστροφή τους μετά σε αυτήν. Το νησί όμως έχει τα δικά του κρυμμένα τέρατα τα οποία θα αρχίσουν σταδιακά να γίνονται αντιληπτά από τους τέσσερις φίλους μας, όχι όμως με την ίδια ένταση από τον καθένα.


Στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου η Φλώρα πλέον έχει αποκτήσει δύναμη, ωριμότητα και ελευθερία. Έχοντας περάσει από αρκετές δυσκολίες έχει καταφέρει να είναι πλήρως αποδεκτή από τους κατοίκους του νησιού και όχι μόνο. Έχει αποκτήσει εξουσία πάνω σε αυτούς. Τους γοητεύει η δύναμη που δίνει σε κάποιον η απουσία του φόβου. Η Φλώρα έχει την σιγουριά του ανθρώπου που δεν έχει πια τίποτα άλλο να χάσει. Και αυτή η σιγουριά όταν δεν συνοδεύεται από πολιτική σύνεση μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνη.


Η Φλώρα ώριμη πλέον και σεξουαλικά συνειδητοποιημένη σωματοποιεί τη ζωή ως δύναμη και ως βία. Η ωμή βία, η πρωτόγονη απόλαυση πέρα από περιορισμούς, η ένταση της τιμωρίας πέρα από ηθική. Η Φλώρα πέρα από κάθε ηλικία, γλυκιά, αιώνια, άφθαρτη και ανίκητη. Η ζωή που χτυπά χωρίς αριστοτελικές μεσότητες. Το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό. Η δύναμη που παλεύει να δημιουργήσει μια νέα ζωή, μέσα από το παράδοξο της απαξίωσης της. Η Φλώρα θα νικηθεί μόνο μέσα από την κοινωνική απόρριψη. Όσο έχει τον κόσμο μαζί της δεν είναι μια απλή θνητή. Αλλά και οι θεοί κάνουν λάθη, με την διαφορά ότι εκείνοι έχουν την δυνατότητα να τα διορθώνουν.


Στην «Μανία με την Άνοιξη» αναφύονται σημαντικά θέματα που έχουν απασχολήσει την κοινωνία μας την εποχή της μεταπολίτευσης με σημαντικότερο το δικαίωμα της άσκησης βίας από τους πολίτες όταν η εξουσία δεν έχει καταφέρει ή δεν έχει θελήσει να βάλει τα πράγματα στην θέση τους. Μέσα από την ιστορία αυτού του νησιού λοιπόν καταλαβαίνουμε ότι το ουσιαστικό θέμα το οποίο θίγεται εδώ είναι η ανικανότητα της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής να ξεπεράσει με ικανοποιητικό τρόπο τα τραύματα του εμφυλίου και της δικτατορίας και να μεταβεί ομαλά σε μια δημοκρατική κοινωνία αποδεκτή από το σύνολο των πολιτών. Ποιος όμως δίνει το δικαίωμα στην πολίτη-τιμωρό να προσπαθήσει να φέρει την πολυπόθητη δικαιοσύνη και τί δικαιοσύνη είναι αυτή όταν πατάει στις πλάτες αθώων ανθρώπων βασιζόμενη σε θεμέλια καθαρά αντιδημοκρατικά; Πάνω σε ποια ιδεολογική βάση μπορεί να στηριχτεί η αυθαίρετη και ανά περίπτωση χρήση βίας από τον απλό πολίτη; Από την άλλη, ποια είναι η δύναμη του απλού πολίτη απέναντι σε ένα διεφθαρμένο κράτος, όταν ακόμα και η ψήφος του είναι απλώς άλλο ένα κομμάτι χαρτιού που λειτουργεί ως συγχωροχάρτι για τις βρώμικες πρακτικές των πολιτικών; Και αν όχι η βία, ποιος είναι ο τρόπος για να προστατευτούν τα βασικά δικαιώματα των φτωχών, των καταπιεσμένων και των ανελεύθερων ανθρώπων;


Αυτή η κουβέντα ποτέ δεν τελειώνει. Είναι ο Σίσυφος του καιρού μας.


Τουλάχιστον μέχρι να βρούμε την απάντηση θα πρότεινα να διαβάσουμε αυτά τα δύο σπάνια βιβλία, που αποπνέουν «άνοιξη» μέσα στον ιδεολογικό χειμώνα των καιρών μας.

Τζ. Κ. Ρόουλινγκ - Ο Χάρι Πότερ


Εδώ και ενάμιση μήνα, μετά από επίμονη παράκληση των παιδιών μου, διαβάζω τα βιβλία του Χάρι Πότερ. Σε απουσία αυτής της παράκλησης δεν νομίζω ότι ποτέ θα ερχόμουν σε επαφή με τα βιβλία της Ρόουλινγκ, αφού τα λίγα που είχα ακούσει για αυτά με έκαναν να πιστεύω ότι ανήκουν στα εύπεπτα, ευπώλητα βιβλία που απομακρύνουν τους σημερινούς νέους από την καλή λογοτεχνία. Ναι, έχω τέτοιες αρτηριοσκληρωτικές απόψεις, υποκειμενισμούς, κολλήματα, και πρήζω τα παιδιά μου, κυνηγώντας τα να διαβάζουν, αντί να κάθονται να κοιτάνε με τις ώρες την οθόνη του κινητού τους.
Μετά από τις ατελείωτες ώρες ανάγνωσης των 4.000 σελίδων που απαρτίζουν αυτήν την σειρά βιβλίων έχω να πω ότι εντυπωσιάστηκα από την ικανότητα της Ρόουλινγκ να υφάνει τόσο αποτελεσματικά αυτήν την ιστορία με τους μαθητευόμενους μάγους, τα ξωτικά, τους δράκους και πληθώρα άλλων φανταστικών όντων, βάζοντας τα να κινούνται σε έναν κόσμο  πιο ανθρώπινο από αυτόν που ζούμε εμείς σήμερα. Ο κόσμος του Χάρι Πότερ μας ξαναθυμίζει τις αξίες που χάνουμε σιγά σιγά, καθώς αλλοτριωνόμαστε σε μια κοινωνία που το ύψιστο αγαθό είναι ο ατομισμός και το χρήμα. Χρειάζονται οι μικροί μαθητευόμενοι μάγοι για να θυμίσουν σε εμάς και να μάθουν στα παιδιά μας τι σημαίνει αλτρουισμός, τι σημαίνει τιμιότητα, δέσμευση, ισότητα και δικαιοσύνη.  Οι μικροί μάγοι στο βιβλίο της Ρόουλινγκ αντιμετωπίζουν και πολεμάνε τον ρατσισμό, τον ολοκληρωτισμό, τον φόβο του θανάτου και την επιθυμία για κυριαρχία.
Η Ρόουλινγκ μιλάει για κανονικά παιδιά στον δικό μας κόσμο, μεταμορφώνει τους ήρωες σε μάγους με αποκλειστικό σκοπό να τους αποστασιοποιήσει από τον κόσμο μας ώστε οι μικροί αναγνώστες νομίζοντας ότι διαβάζουν ένα παραμύθι να διαβάζουν για την ίδια την ζωή που ζουν. Τα παραμύθια πάντα ήταν ένας τρόπος να εισάγουν τα παιδιά στην σκληρή πραγματικότητα και τα διλλήματα της ζωής, αυτό κάνει και η Ρόουλινγκ και το κάνει καλά.
Στο Χάρι Πότερ δεν υπάρχουν υπερήρωες, η μαγεία δεν καταργεί την ανθρώπινη υπόσταση και τις ανθρώπινες εσωτερικές αδυναμίες. Οι μάγοι της Ρόουλινγκ είναι ευάλωτοι σαν τους ανθρώπους. Το μαγικό ραβδί μπορεί να τους επιτρέψει να υψώσουν ένα αντικείμενο στο ταβάνι ή να βάψουν την γενειάδα του αντιπάλου τους μοβ αλλά δεν μπορεί να τους απαλλάξει από την αίσθηση της απώλειας που  νοιώθουν όταν χάνουν αγαπημένα τους πρόσωπα, από τον φόβο του δικού τους του θανάτου, τον φόβο του άγνωστου, τον φόβο του εαυτού τους όταν δεν είναι σίγουροι αν είναι το ίδιο ικανοί με τους άλλους, την ζήλεια, το άγχος για τις επικείμενες εξετάσεις, και την ανασφάλεια για έναν αγώνα Κουίντιτς (παιχνίδι των μάγων που παίζει σημαντικό ρόλο για το status των μαθητών του μαγικού σχολείου). Ο Ρον, ο κολλητός φίλος του Χάρι Πότερ θα χάσει τον αγώνα γιατί φοβάται το βλέμμα των άλλων. Είναι καλός μόνο όταν δεν τον βλέπουν. Την ανασφάλεια του την ξεπερνάει μόνο όταν νομίζει ότι έχει πιεί ένα μαγικό φίλτρο που τον κάνει ανίκητο. Σε αυτόν τον αγώνα ο Ρον διαπρέπει. Η Ρόουλινγκ δείχνει στα παιδιά μας ότι όλα είναι στο μυαλό τους. Όλες οι δυνάμεις του κόσμου είναι μέσα σε αυτό το στρογγυλό κεφαλάκι. Αν τα παιδιά πιστέψουν στον εαυτό τους  μπορούν να αλλάξουν το αποτέλεσμα. Ο Πότερ διακινδυνεύει να χάσει έναν αγώνα γιατί στέκεται να βοηθήσει τους άλλους αντί να βάλει σκοπό την νίκη.  Τα παιδιά θα πολεμήσουν μαζικά για ένα καλύτερο αύριο ακόμα και όταν τους δοθεί η ευκαιρία να κοιτάξουν μόνο τον εαυτό τους εξασφαλίζοντας την προσωπική τους ασφάλεια. Στο βιβλίο αναφέρεται πολλές φορές η σημασία του συνολικού καλού σε αντιπαράθεση με το ατομικό συμφέρον.
Οι πιο επικίνδυνοι εχθροί των καλών μάγων είναι οι Παράφρονες. Η βασική ικανότητα των Παράφρονων είναι ότι μπορούν να εκμηδενίσουν τον αντίπαλο τους ρουφώντας του την ψυχή. Το όπλο τους είναι ο ίδιος ο ψυχισμός των θυμάτων. Χρησιμοποιούν τα αρνητικά συναισθήματα για να εξοντώσουν τον εχθρό τους. Ο μόνος τρόπος να τους νικήσει κάποιος είναι να σκεφτεί κάτι καλό. Όσο πιο ευχάριστη είναι η σκέψη που θα έρθει στο μυαλό του τόσο πιο δυνατή είναι η άμυνα εναντίων των Παραφρόνων. Ο μόνος τρόπος να μην χάσουμε την ψυχή μας είναι να αντιστεκόμαστε με την σκέψη. Η σκέψη η δική μας είναι το όπλο για την καταστροφή αλλά και για την σωτηρία μας. Η Ρόουλινγκ χρησιμοποιεί την ανθρώπινη ψυχολογία για να δημιουργήσει εχθρούς και ήρωες. Δεν υπάρχουν φανταστικά όντα, όλα έχουν κάποια σχέση με την ψυχή μας και την ψυχολογία μας. Νομίζω γι΄αυτό οι χαρακτήρες της λειτουργούν τόσο καλά στο παιδικό αναγνωστικό κοινό.  
Η Ρόουλινγκ φτιάχνει ένα παραμύθι με ανθρώπινους ήρωες. Όλοι τους έχουν μέσα τους κομμάτια από το καλό αλλά και από το κακό. Ακόμα και ο πιο κακός ήρωας, αυτός που ενσωματώνει το απόλυτο κακό, έχει μέσα του μια πληγωμένη καρδιά που τον έκανε να σκληρύνει και να μην αισθάνεται.  Και ο Χάρι, που αντιπροσωπεύει την αγάπη αυτού του κόσμου, που έζησε μόνο και μόνο από την προστασία που του πρόσφερε η αγάπη και η αυτοθυσία της μητέρας του, έχει μέσα του κομμάτι του κακού. (προσοχή spoiler) Ο Χάρι Πότερ και ο Βόλντεμορτ μοιράζονται κάτι. Ένα κομμάτι της ψυχής του Βόλντεμορτ έχει μπει μέσα στον Χάρι Πότερ και όπως φαίνεται, ο μόνος τρόπος να εξολοθρεύσει ο Χάρι τον Βόλντεμορτ είναι να σκοτώσει τον ίδιο τον εαυτό του. Όλα είναι συνδεδεμένα στον κόσμο που ζούμε. Το καλό και το κακό είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Βόλντεμορτ για τον Χάρι Πότερ ήταν «φύση συγγενική και εχθρός θανάσιμος». Νομίζω ότι η Ρόουλινγκ θέλει να μας πει ότι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσουμε αυτά που μας πληγώνουν στον έξω κόσμο είναι να τα βγάλουμε από μέσα μας, να διορθώσουμε το κομμάτι της ψυχής μας που ανταποκρίνεται σε αυτά. Να διορθώσουμε το κομμάτι της ψυχής μας που τρέφει αυτά που μας πληγώνουν. Τότε μόνο θα είμαστε ελεύθεροι, όταν θα έχουμε νικήσει την πάλη με τον εαυτό μας.
Και τέλος ο θάνατος. Στο Χάρι Πότερ η κινητήρια δύναμη της πλοκής  είναι ο φόβος του θανάτου. Οι δύο μεγάλοι μάγοι, τα δύο άκρα του ηθικού φάσματος, ο Ντάμπλντορ και ο Βόλντεμορτμορτ κινητοποιούνται από τον φόβο του θανάτου και την ανάγκη τους για αθανασία. Ο Ντάμπλντορ μετά την προσπάθεια του να συγκεντρώσει «τους τρεις κλήρους του θανάτου» που θα τον έκαναν «κύριο του θανάτου»,  φτάνοντας στην ωριμότητα του θα συνειδητοποιήσει ότι αληθινός «κύριος του θανάτου» δεν είναι αυτός που «το βάζει στα πόδια μπροστά στον θάνατο» αλλά αυτός που «ξέρει ότι πρέπει να πεθάνει και αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν απείρως χειρότερα πράγματα στον κόσμο των ζωντανών από το να πεθάνεις».  Ο Χάρι Πότερ πρέπει να αντιμετωπίσει τον θάνατο για να σώσει τον κόσμο των μάγων από τον ολοκληρωτισμό του κακού.  Τον θάνατο τον νικάει κάποιος με την ζωή που ζει και όχι με την αθανασία. Τον θάνατο τον νικάς με την αγάπη και την προσωπική ηθική. 
«Πονάει» (ο θάνατος); Ρωτάει ο Χάρι Πότερ. Για να πάρει την επικούρεια απάντηση «Ο θάνατος; Καθόλου. Είναι πιο γρήγορο και πιο εύκολο από το  να σε πάρει ο ύπνος». (Επίκουρος: «Να συνηθίσεις την ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας· διότι κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι ακριβώς η στέρηση της αίσθησης.)
Το βιβλίο είναι στημένο σωστά, χρησιμοποιώντας την σωστή αναλογία δράσης – σκέψης. Λειτουργεί αποτελεσματικά σε όλους τους αναγνώστες, από τους μικρούς μέχρι τους μεγάλους. Οι χαρακτήρες της Ρόουλινγκ ακολουθούν τον αναγνώστη και μετά το πέρας της ανάγνωσης. Είναι οι άνθρωποι δίπλα μας. Είμαστε εμείς που φοβόμαστε το σκοτάδι, πηδάμε τα εμπόδια και αφήνουμε το βραβείο σε κάποιον άλλο για να κερδίσουμε άλλον έναν φίλο που θα έχουμε βοηθήσει. Η ασπίδα μας είναι η καλοσύνη μας.
Η γλώσσα του βιβλίου είναι απλή, επομένως κατανοητή στα παιδιά. Εγώ θα αποζητούσα μια γραφή λίγο πιο καλλιεργημένη, που θα μπορούσε να ανεβάσει το βιβλίο σε άλλη κατηγορία πέρα από την παιδική λογοτεχνία. Μου έλειπε δηλαδή όταν το διάβαζα, αυτό το κάτι που σε κάνει να απολαμβάνεις την κάθε πρόταση που διαβάζεις. Από την άλλη, αυτή η γλώσσα έκανε τα παιδιά μου να μην μπορούν να αφήσουν το βιβλίο από τα χέρια τους. Μπορεί οτιδήποτε άλλο να τα είχε κουράσει. Σε αυτήν την εποχή που η τεχνολογία έχει τουλάχιστον προσωρινά μειώσει την δύναμη που ασκεί η λογοτεχνία στους μικρούς αναγνώστες, αυτό που κατάφερε η Ρόουλινγκ αποτελεί έναν άθλο. Χαίρομαι που τα παιδιά μου διάβασαν ένα τόσο όμορφο βιβλίο. Και το διάβασαν ξανά και ξανά. Το διάβασαν όπως διαβάζεις κάτι που αγαπάς.





Thursday, March 7, 2019

Anthony Doerr - About Grace


Anthony Doerr. Ο συγγραφέας του «All the light we cannot see», που βραβεύτηκε με το βραβείο Pulitzer, σίγουρα δεν είναι συγγραφέας του «ενός βιβλίου». Έχοντας ήδη ενθουσιαστεί από αυτό το βιβλίο, διάβασα πρόσφατα το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «About Grace». Ένα βιβλίο για το χρόνο, το χιόνι, την μοίρα και την συγχώρεση. Στο About Grace ο Doerr αφηγείται την ιστορία ενός μετεωρολόγου που έχει την ικανότητα ή αδυναμία στα όνειρα του να βλέπει γεγονότα που πρόκειται να συμβούν. Την ικανότητα αυτή την είχε από μικρός. Ένα όνειρο στο οποίο προέβλεψε το ατύχημα ενός άντρα που ποτέ δεν είχε ξαναδεί τον έκανε να χάσει τον ύπνο του για πολύ καιρό.
Στην ενήλικη ζωή του, ένα όνειρο τον έκανε να γνωρίσει την μελλοντική του γυναίκα. Ένα ακόμα όνειρο όμως λίγο καιρό μετά τον έκανε να την χάσει. Το όνειρο προέβλεπε ότι κάτι κακό θα συνέβαινε στην κόρη που είχαν αποκτήσει μαζί, την Grace. Είδε τον εαυτό του χωμένο κάτω από το νερό να προσπαθεί να την σώσει χωρίς όμως να το καταφέρνει. Αφού τα όνειρα του διαδραματίζονταν στο μέλλον ακριβώς όπως τα είχε δει, σκέφτηκε ότι ο μόνος τρόπος να ανατρέψει το όνειρο ήταν να φύγει μακριά της. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να τροποποιήσει το γεγονός. Μπορούσε να κοροϊδέψει την μοίρα. ‘Η τουλάχιστον να προσπαθήσει.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ο David Winkler εμφανίζεται σαν ένας τραγικός ήρωας που παλεύει να απαλλαγεί από το βάρος που του δημιουργεί το ότι «γνωρίζει». Σε πολλά σημεία του βιβλίου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα για το αν τελικά ο ίδιος προκαλεί την μοίρα του δημιουργώντας τα όνειρα ή αν τα όνειρα είναι απλώς το «διάβασμα» της μοίρας.
Το βιβλίο αποτελεί έναν στοχασμό για τον ρόλο που παίζουμε στην αλληλουχία των γεγονότων της ζωής μας. Στοχασμό πάνω στην αναγκαιότητα της μοίρας, στον έλεγχο που έχουμε πάνω στο κάθε τι που θα μας συμβεί. Και κατ’επέκταση στοχασμό στο τι ακριβώς είναι η ζωή μας.


Ο αγώνα του Winkler είναι τιτάνιος. Θα θυσιάσει την ζωή που έχει με τους ανθρώπους που αγαπάει προσπαθώντας να ξεφύγει από ένα μέλλον που θεωρεί προδιαγεγραμμένο. Θα φύγει μακριά αλλάζοντας εντελώς τις προδιαγραφές της ύπαρξης του. Αφήνοντας τον τόπο του, την Αλάσκα το χιόνι που τόσο αγαπάει και τον δυτικό τρόπο ζωής θα βρεθεί στο θερμό κλίμα του Ισημερινού, παλεύοντας με τα χέρια του για την επιβίωση του. Η φυγή του μπορεί να θεωρηθεί και ένας τρόπος εξαγνισμού, μία έκκληση προς τον Θεό, μία ανθρωποθυσία. Η δικιά του θυσία, ο δικός του μόχθος μπορεί να χρησιμεύσει ως κυματοθραύστης της μοίρας ως η δύναμη που θα ορθώσει εμπόδια σε αυτό το ανώτερο που ελλοχεύει στα όνειρα του.

Too good to be true, though. Γιατί οι δυνάμεις της ύπαρξης δεν γνωρίζουν γεωγραφικούς περιορισμούς. Το φορτίο του ο Winkler το κουβαλάει μαζί του γιατί το φορτίο του είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Έτσι δεν συμβαίνει με όλους μας; Ο Winkler καταφέρνει να δημιουργήσει σχέσεις δυνατές στον τόπο αυτοεξορίας του. Μέχρι που τα όνειρα έρχονται πάλι. Δυνατά και ανελέητα. Αλλά αυτή τη φορά αποφασίζει να τα αντιμετωπίσει.

Ο Winkler είναι ένας ήρωας αρχαίας τραγωδίας που σε αντίθεση με τους κλασικούς ήρωες παίρνει την μοίρα στα χέρια του. Το πεπρωμένο του δεν τον λυγίζει. Εκείνος το δημιουργεί. Είναι ένας μοντέρνος ήρωας που καταφέρνει να κουβαλήσει το φορτίο που του μοιράστηκε και να το τοποθετήσει μπροστά στην μοίρα λέγοντας: Είδες; Είμαι πιο δυνατός από εσένα. Είμαι Άνθρωπος.
Όλες οι σελίδες του βιβλίου μεταφέρουν τον αναγνώστη σε ένα μαγικό χώρο. Εκεί που τα έντομα είναι όμορφα, εκεί που κάθε νιφάδα χιονιού αξίζει παρατήρηση. Που ο κόσμος όλος είναι σαν μία δαντέλα, φτιαγμένη με τέτοια τέχνη και προσοχή ώστε σε κάνει να στέκεσαι στην κάθε μικρή λεπτομέρεια. Το όμορφο χιόνι, αγνό, άσπρο, βρώμικο, πατημένο. Το νερό στη βάση κάθε ύπαρξης. Σύσταση του κόσμου. Συνδετικός κρίκος. Το νερό μας πνίγει και μας καθαρίζει συγχρόνως. Το νερό στα όνειρα του Winkler και σε κάθε βήμα της ζωής του. Ενώνει τον χρόνο, τον τόπο ακόμα και την ξύπνια με την κοιμισμένη διάσταση της ζωής.


Θα το ξαναδιάβαζα. Σίγουρα.