Thursday, September 23, 2021

ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ - Η ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑ

“Έκπτωτε Άγγελε (Anschel) της Πράγας, έχω κάνει ακρότητες για εσάς. Έχω αυνανιστεί, έχω μεθύσει με κείμενα σας. Έχω σκεφτεί να πηδήσω από μπαλκόνι αγκαλιά με τα βιβλία σας. Έχω τσακωθεί άγρια με συναδέλφους στο Πανεπιστήμιο, σε συνέδρια και συμπόσια, ειδικά μ’όσους μηρυκάζουν τα θέσφατα διαφόρων μετρ καφκολογίας, ακόμα και γκόμενο έχω χτυπήσει άσχημα στο κεφάλι με τα ημερολόγια σας. Ντρέπομαι. Μέχρι και τον αστρολογικό σας χάρτη έχω σχεδιάσει.» (σελ. 224)


Με έναυσμα την αγάπη του για τον Κάφκα, ο Φάινς δημιουργεί ένα μυθιστόρημα, το οποίο διαβάζεται άνετα και από τους μη συμφιλιωμένους με το έργο του σημαντικού τσεχοεβραίου συγγραφέα. Αποσπάσματα από τα βιβλία του Κάφκα χρησιμοποιούνται ως οικοδομικά υλικά στο κτίσιμο ενός λογοτεχνικού ψηφιδωτού, τοποθετούμενα με ακρίβεια μέσα σε ένα κείμενο-ψυχογράφημα του ίδιου του Κάφκα, του έργου του αλλά και της σκοτεινής εποχής τού πρώτου τέταρτου του 20ου αιώνα. Ο Φάινς καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έργο με αυτόνομη αξία χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τον άυλο χώρο που δημιουργείται ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη του.

Πολλοί έχουν μιλήσει για τη δυναμική σχέση αναγνώστη – συγγραφέα, μια σχέση -πρόκληση και για τους δυο. Για τον πρώτο, πολλές φορές η αποκρυπτογράφηση του χαρακτήρα τού δημιουργού ενός πολυαγαπημένου έργου τον κάνει να αισθάνεται ότι ανοίγει επιπλέον πόρτες στην κατανόηση του κειμένου και για τον δεύτερο ο τρόπος που το έργο του γίνεται δεκτό από τους αναγνώστες μπορεί να του αποκαλύψει κρυφά συναισθήματα του, έννοιες και κίνητρα που μπήκαν μέσα στο βιβλίο από μια πλάγια οδό, τα οποία ο ίδιος δεν αντιλήφθηκε καν.

Ο Φάινς καλύπτει το κενό ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, γεννώντας έναν χαρακτήρα, την Ερευνήτρια, η οποία ενσωματώνει τον θαυμασμό, τον θυμό, τη ζήλεια και κάθε άλλο συναίσθημα που έχει γεννηθεί στον αναγνώστη-Φάινς προς τον συγγραφέα φάντασμα, που ο θάνατος δεν τον εμποδίζει να δημιουργεί ξανά και ξανά, μέσα από την ικανότητα της αέναης σημειολογικής μεταμόρφωσης της λογοτεχνίας.

«Ωστόσο κάθε πρωί ξυπνούσα, όταν κοιμόμουν, όσο κοιμόμουν, όπως κοιμόμουν, με το ίδιο αναπάντητο ερώτημα: ανασύνθεση ή αποσύνθεση;

Δηλαδή ανασυνθέτεις το παρελθόν του ερευνητικού σου αντικειμένου για να το φέρεις ανάγλυφα και πειστικά στο παρόν, ή αποσυντίθεσαι εσύ στη θέση του ώστε να επιστρέψεις στο παρελθόν του, να ψηλαφίσεις όσο πιο απτά γίνεται την εποχή του, τα πρόσωπα που το διαμόρφωσαν, τις σκέψεις και τις εικόνες που το βασάνιζαν ή το γαλήνευαν;»(σελ. 227)

Προσπαθώντας να εκφράσω την αίσθηση που μου έδωσε το μυθιστόρημα «Η Ερευνήτρια» μου έρχεται στο μυαλό το βιβλίο του Max Porter με τίτλο «Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά», καθώς, όπως ακριβώς εκεί η θλίψη του θανάτου μετουσιώνεται σε ένα κοράκι που επισκέπτεται την οικογένεια που πενθεί, έτσι και εδώ, όλα αυτά που έχει αισθανθεί ο συγγραφέας μέσα από την πολυετή και πολύπεπίπεδη ανάγνωση των βιβλίων του Κάφκα, έχουν αποκτήσει μια νέα, δική τους υπόσταση που κινεί όλο αυτό το μυθιστόρημα μέσα από τη μορφή μιας εμμονικής ερευνήτριας.

Η εντυπωσιακά όμορφη γραφή του Φάινς ικανοποιεί τόσο τις αισθητικές όσο και τις πνευματικές απαιτήσεις του αναγνώστη και τον παρακινεί να αναζητήσει και τα υπόλοιπα βιβλία του ιδίου με την προσδοκία παράτασης της αναγνωστικής απόλαυσης που του προκαλεί.

«Εξάλλου, ανέκαθεν ήμουν η δίψα τού μακριά για το κοντά, ένα μακριά διψασμένο για κοντά, απελπισμένο για κοντά, ανεξέλεγκτο για κοντά, πέραν του κοντά, εκεί όπου το κοντά έχει απολέσει την εγγύτητα του, τη γειτνίαση του, το πλησίασμα του.» (σελ 73)

Η αναφορά στη ζωή και το έργο του Κάφκα ανανεώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη για αυτό, και προκαλεί για μια δεύτερη ή και τρίτη ανάγνωση, αναζητώντας σε αυτές τις επιπλέον προσεγγίσεις, την πηγή της αναγνωστικής εμπειρίας στην οποία μόλις έχει γίνει μάρτυρας. Γιατί ακριβώς αυτό βλέπω εγώ στο βιβλίο του Φάινς. Τη λεκτική αποτύπωση της ασυνείδητης διεργασίας που συντελείται κατά την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου. Χαρακτήρες των βιβλίων του Κάφκα μπλέκονται με τους υπαρκτούς ανθρώπους του περιβάλλοντος του, με την Πράγα του πρώτου τέταρτου του 20ου αιώνα και με την απεικόνιση όλων αυτών στον εγκέφαλο του Φάινς.

Να αναφέρω και μια λεπτομέρεια. Μου άρεσε ο τρόπος που παρατίθενται οι σημειώσεις με τις επεξηγηματικές λεπτομέρειες στο τέλος του βιβλίου χωρίς να υπάρχει πουθενά μέσα στο κείμενο αναφορά σε αυτές. Με αυτόν τον τρόπο το κείμενο διαβάζεται σε συνεχή ροή και η επιλογή ανάγνωσης ή όχι των επεξηγήσεων αφήνεται αποκλειστικά στον αναγνώστη.

Σκοπεύω να ξεσκονίσω τα βιβλία του Κάφκα που ξεκουράζονται στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, αυτή τη φορά έχοντας στο μυαλό μου, τη ματιά της ερευνήτριας, ένα σκοτεινό δωμάτιο και την ανυποψίαστη Ευρώπη μια ανάσα πριν πέσει πάνω της το μεφιστοτελικό κακό.

φωτογραφία από το διαδίκτυο

[Μικρή σινεφίλ παράκαμψη. Όπως θα χτυπάγατε το κεφάλι σας στον τοίχο αν βλέπατε τη φιλόδοξη μεταφορά της Δίκης (1962) στο σελιλόιντ από τον μεγαλοφυή Όρσον Ουέλς, έτσι θα βουλιάζατε γλυκά στον δαιμόνιο Ένοικο (1976), ίσως την πιο καφκική ταινία που έχω δει, μια ταινία που γύρισε ένας βραχύσωμος, ταλαντούχος και ερωρομανής Πολωνοεβραίος που διέσχισε σαν αγρίμι τους δύο μεγάλους ολοκληρωτισμούς του προηγούμενου αιώνα-μιλάω προφανώς, για τον Ρομάν Πολάνσκι.] (σελ.204)


Εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗ












Friday, May 28, 2021

Ο Αδάμ, η Κλάρα και το τέρας του Φρανκεστάιν - (Ιαν ΜακΓιούαν, Καζούο Ισιγκούρο και Μαίρη Σέλλεϋ)



Στο «Φρανκεστάιν» της Μαίρης Σέλλεϋ το τέρας αποκτά σταδιακά και επώδυνα, συνείδηση της διαφορετικότητας του. Ο Αδάμ, αντιθέτως, στο «Μηχανές σαν και εμένα» του Ίαν ΜακΓιούαν, δείχνει να αντιλαμβάνεται ως ανωτερότητα τη διαφορετικότητα του. Η Κλάρα στο βιβλίο του Καζούο Ισιγκούρο, «Η Κλάρα και ο Ήλιος» συγκρατημένη στις εκδηλώσεις της, χωρίς να εκφράζει δυσφορία αλλά ούτε και ικανοποίηση, φέρνει στο μυαλό του αναγνώστη, τον σχεδόν μη ανθρώπινο αυτοέλεγχο του μπάτλερ στο γνωστό βιβλίο του Ισιγκούρο «Απομεινάρια μιας ημέρας».

Με διαφορετικό τρόπο μεν αλλά με κοινό παράγοντα την περιέργεια για την ουσία της ανθρώπινης φύσης και τη δυνατότητα αναπαραγωγής αυτής σε ένα άλλο είδος, τα τρία βιβλία σκαλίζουν διαχρονικά φιλοσοφικά ερωτήματα. Τρεις κορυφαίοι συγγραφείς δημιουργούν τρεις διαφορετικές εκδοχές ανθρώποειδών, αναδεικνύοντας μέσα από αυτές την πολυπλοκότητα της φύσης και της συμπεριφοράς του ανθρώπου.

Ο Αδάμ του ΜακΓιούαν, φρεσκοαγορασμένος και απαλλαγμένος από τη ντροπή που έδωσε ο συνονόματος του στην ανθρωπότητα, κάθεται γυμνός στη κουζίνα του Τσάρλι και περιμένει, σαν ένα άδειο σακί, να «γεμίσει» με τα χαρακτηριστικά που θα τον κάνουν να μοιάζει περισσότερο με άνθρωπο και λιγότερο με μηχανοκίνητο ρομπότ. Ο Αδάμ θα γίνει «σχεδόν» άνθρωπος», προγραμματισμένος να μαθαίνει και να τελειοποιείται. Στην πορεία θα δείξει να έχει ανθρώπινα αισθήματα, φτάνοντας ακόμα και στο να ερωτευτεί τη νεαρή Μιράντα, που κατοικεί στο γειτονικό διαμέρισμα. Δημιούργημα του Alan Turing ο οποίος ζει και βασιλεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο των 80s, αποκτά συναισθήματα μέσα από ένα λογισμικό που συνεχώς αυτό-διορθώνεται. Η επαφή του με την ποίηση Χαικού και τα έργα του Σαίξπηρ, τον κάνει να πιστέψει ακράδαντα ότι σε μια μελλοντική κοινωνία η λογοτεχνία θα είναι περιττή. Η περιγραφή τυχαίων γεγονότων, τραγικών ή κωμικών, η περιγραφή παρεξηγήσεων και ανορθολογικής συμπεριφοράς θα είναι αδύνατη και άνευ σημασίας στον κόσμο της απόλυτης επικοινωνίας, της εξαφάνισης του προσωπικού και της επικράτησης του ορθολογικού. Οι ανθρώπινες παρεξηγήσεις και τα ορθολογικά λάθη της σκέψης θα εξαφανιστούν. Μαζί με αυτά θα εξαφανιστεί και η φαντασία του λογοτέχνη.

Το τέρας του Φράνκεσταιν κάνει μόνο του τα πρώτα του βήματα στον κόσμο των ανθρώπων, βάζει ρούχα γιατί κρυώνει, μαθαίνει να μιλάει μέσα από την παρατήρηση, μαθαίνει ποιος είναι κοιτάζοντας την αρυτίδωτη επιφάνεια του νερού και αποκτάει συνείδηση της ύπαρξης του μέσα από το βλέμμα των ανθρώπων. Η Σέλλεϋ, γράφοντας το βιβλίο στις αρχές του 19ου αιώνα πριν υπάρξει η υποψία της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, κατασκευάζει έναν χαρακτήρα πιο «ανθρώπινο» και λιγότερο μηχανιστικό από τους χαρακτήρες του ΜακΓιούαν και του Ισιγκούρο. Το τέρας του Φρανκεστάιν έχοντας την ανθρώπινη ανάγκη της κοινωνικής ένταξης και αναγνώρισης, λυγίζει κάτω από το βάρος της διαφορετικότητας του και αναρωτιέται για τη φύση του.

«Ήμουν λοιπόν ένα τέρας, ένα μίασμα πάνω στη γη, το οποίο όλοι προσπαθούν να αποφύγουν;»

Οι τερατώδεις πράξεις του καθοδηγούνται από πάθος. Σκοτώνει από έλλειψη αγάπης, τα εγκλήματα του είναι μια έκκληση προς τους ανθρώπους. Αυτό που τον τρέφει είναι η εκδίκηση. Μία πράξη δηλαδή απόλυτα ανορθολογική και ασύμβατη με τις αρχές της τεχνητής νοημοσύνης.

Η Κλάρα τοποθετημένη στη βιτρίνα κεντρικού δρόμου, μαθαίνει τη σωστή συμπεριφορά που θα τη βοηθήσει να πουληθεί ως Τεχνητή Φίλη σε κάποιο μοναχικό παιδάκι. Μέρος της εκπαίδευσης της είναι και η αναγνώριση της θέσης της ως ένα ον υποταγμένο στους ανθρώπους, κάτι που μηδενίζει τις όποιες οντολογικές αναζητήσεις θα μπορούσε να έχει. Σε αντίθεση με το δημιούργημα του Φρανκεστάιν η Κλάρα δεν εκφράζει κανένα συναίσθημα, εμείς όμως που διαβάζουμε το βιβλίο αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα που «ταιριάζουν» στις καταστάσεις που ζει και συμπονούμε. Η δική μας συμπόνια δίνει στην Κλάρα μια ανθρώπινη διάσταση. Η ανυπαρξία έκφρασης συναισθημάτων από την πλευρά της Κλάρα, αναδεικνύει την αναγκαιότητα τους. Η Κλάρα στο βιβλίο του Ισιγκούρο λειτουργεί ως μια μαύρη τρύπα χαμένων συναισθημάτων.

Ο Φρανκεστάιν αποκαλεί το δημιούργημα του δαιμονικό θεωρώντας το ηθικά υπόλογο για τις πράξεις του. Δεσμεύεται όμως κάτι μη-ανθρώπινο από τους νόμους της ηθικής; Μπορεί να κριθεί με βάση αυτή ή την υπερβαίνει; Ο Αδάμ λειτουργώντας βάσει μιας «ηθικής» ενσωματωμένης στα κυκλώματα του, λαμβάνει μερικές επώδυνες για κάποιους αποφάσεις. Είναι οι αποφάσεις του ηθικά κατακριτέες; Ως δημιούργημα της τεχνολογίας, δεν έχει την ικανότητα της ανθρώπινης ευελιξίας , της ερμηνείας των καταστάσεων και της κρίσης ανά περίπτωση. Ο Αδάμ πιστεύει ότι πάντα υπάρχει ένας μόνο «σωστός» τρόπος.

Είναι ο Αδάμ «δαιμονικός» όταν σπάει το χέρι του Τσάρλι για να τον αποτρέψει να πατήσει το «κουμπί θανάτου/απενεργοποίησης» του ή απλώς ασκεί νόμιμη αυτοάμυνα; Έχει δικαίωμα στη ζωή ένα τεχνητό δημιούργημα του ανθρώπου;

Η Κλάρα συμφωνεί να συμμετέχει σε κάποια σχέδια της μητέρας της Τζόσι, που ακροβατούν στα όρια της ανθρώπινης ηθικής. Έχει ευθύνη η Κλάρα που συναινεί σε αυτά ως μια Τεχνητή Φίλη, προγραμματισμένη από τον άνθρωπο να τον υπηρετεί; Συμβιβάζεται η θέση του ανθρώπου ως θύμα και ως δημιουργός ταυτόχρονα; Και ποιος έχει την ευθύνη τελικά για τις πράξεις του δημιουργήματος;

Σε αυτό το θολό τοπίο, άνθρωποι και ανθρωποειδή κινούνται κάτω από έναν Αριστοτελικό «κινούν ακίνητο» ήλιο (η ακίνητη ουσία στο "Μετά τα Φυσικά") που λειτουργεί ως ζωογόνος δύναμη, προσωποποίηση του θείου και προσφορά ελπίδας θυμίζοντας μας τον ήλιο της Βεατρίκης, έναv ήλιο που μόνο αυτή μπορεί να κοιτάξει κατάματα..

Η Κλάρα καταφέρνει να αντικρύσει τον ήλιο μέσα από την αντανάκλαση επτά φύλλων γυαλιού αρχικά, και άλλων τριών μετέπειτα (αριθμοί με έντονη σημειολογική βαρύτητα) συνειδητοποιώντας ότι ο ήλιος εμφανίζεται σε κάθε ένα από αυτά τα φύλλα με διαφορετικό πρόσωπο. Η Κλάρα ανακαλύπτει/δημιουργεί το θείο, και ελπίζει ότι αυτό θα γιατρέψει την Τζόσι, την ανθρώπινη φίλη της, από μια ασθένεια που έχει προκληθεί από θεραπείες γονιδιακής τελειοποίησης.

«Η αντανάκλαση του ήλιου, μέσα από ένα έντονο πορτοκαλί χρώμα, δεν με τύφλωνε πια και καθώς μελετούσα πιο προσεκτικά το πρόσωπο του μέσα στο τετραγωνισμένο πλαίσιο, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι δεν κοιτούσα μία μόνο εικόνα, ότι στην πραγματικότητα υπήρχε σε κάθε επιφάνεια γυαλιού μια διαφορετική εκδοχή του προσώπου του, και ότι αυτή που στην αρχή θεωρούσα ως μία, ήταν τελικά επτά διαφορετικές εικόνες, η μία πάνω στην άλλη[…}»


Ο Αδάμ από την άλλη, περιγράφει τη δική του υπερβατική επαφή με το φως μέσα από τη διαδικασίας φόρτισης του, βρίσκοντας το φως όχι από τον ήλιο αλλά από τα ηλεκτρόνια που περνούν μέσα από ένα ηλεκτρικό καλώδιο.

« Δεν έχεις ιδέα, πως είναι να αγαπάς ένα συνεχές ρεύμα. Όταν το έχεις απόλυτη ανάγκη, όταν κρατάς το καλώδιο στο χέρι σου και τελικά συνδέεσαι, θες να βροντοφωνάξεις για την ομορφιά του να είσαι ζωντανός. Η πρώτη επαφή – είναι σαν να σε διαπερνάει το φως. Και μετά η αίσθηση καταλαγιάζει σε κάτι πολύ βαθύ. Ηλεκτρόνια, Τσάρλι. Οι καρποί του σύμπαντος. Τα χρυσά μήλα του ήλιου»


Το τέρας του Φρανκεστάιν, αναγκασμένο να κρύβεται την ημέρα και να κυκλοφορεί τη νύχτα, θαμπώνεται από το ευεργετικό φως του ήλιου αποδίδοντας του «ιερές» ιδιότητες.


«Απαλά δάκρυα, μούσκεψαν τα μάγουλα μου, και έστρεψα με ευγνωμοσύνη τα υγρά μάτια μου προς τον ευλογημένο ήλιο, που με έστεψε με τόση ευτυχία.»

Τρία πλάσματα κάτω από τον ήλιο, μοιρασμένα σε τρία βιβλία που βάζουν τον άνθρωπο στη θέση του Θεού. Τρεις πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, όντα με και χωρίς ανθρώπινη υπόσταση, αδυνατούν να ενταχθούν κάπου, καταδικασμένα να περιφέρονται αιώνια σαν τις σκιές της Θείας Κωμωδίας, σε αναζήτηση μιας δικής τους limbo. Έξω από κάθε κατάταξη, θρησκευτική ή φυσική, «καθ’ εικόνα και ομοίωση», αλλά απαλλαγμένα από τα δεσμά του Ρουσσώ και των πρωτόπλαστων, πληρώνουν την ύβρη του ανθρώπου με την αργή ή αιφνίδια καταστροφή τους.

Πολύ ενδιαφέροντα αναγνώσματα, τα απόλαυσα και τα τρία με τον δικό τους τρόπο, με κορυφή φυσικά το βιβλίο της Σέλλεϋ, το οποίο τίμησα με μια δεύτερη ανάγνωση. Ο Ισιγκούρο, μου έδωσε μια απόλαυση «αργής ωρίμανσης», η Κλάρα είναι «δύσκολη» σαν ένας κλειδαμπαρωμένος φίλος ενώ ο ΜακΓιούαν έγραψε ένα βιβλίο το οποίο κυλάει σαν τα ηλεκτρόνια που φορτίζουν τον Αδάμ, αναδεικνύοντας για άλλη μια φορά τη μαεστρία του πολυγραφότατου αυτού συγγραφέα.

_____________________________

Η μετάφραση των αποσπασμάτων είναι δική μου, καθώς έχω μόνο το πρωτότυπο κείμενο στην κατοχή μου. Μην κατηγορηθούν οι επίσημοι μεταφραστές των βιβλίων για πιθανές ανακρίβειες.

Saturday, February 6, 2021

Max Porter - Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτέρα- Λάννυ

"Ξαπλώνω ανήσυχος, έχοντας την εικόνα του γιου μου ξαπλωμένου στο παγωμένο γρασίδι να ψιθυρίζει σ'ένα δέντρο. Τι νομίζεις ότι χρειάζεται περισσότερη υπομονή, μια ιδέα ή  μια ελπίδα; Τι του συμβαίνει;"


Η σχέση μου με τα βιβλία είναι ιδιαίτερη. Όχι απαραίτητα με το διάβασμα, αλλά σίγουρα με τα βιβλία. Συνήθως όταν πέφτω πάνω σε ένα βιβλίο, ξέρω μέσα σε λίγα λεπτά αν μου κάνει ή δεν μου κάνει. Μια ματιά στο εξώφυλλο και τον τίτλο και άλλες δυο, τρεις στο κείμενο μέσα από ένα γρήγορο ξεφύλλισμα. Αν πίστευα σε μια υπερβατική πραγματικότητα θα έλεγα ότι οι επιλογές μου στα βιβλία είναι απόρροια της ύπαρξης της.

Ε λοιπόν, έτσι ακριβώς έγινε η πρώτη γνωριμία μου με το βιβλίο του Max Porter «Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά» πριν από κανένα χρόνο. Και δεν το συμπάθησα. Παρόλο που φαινομενικά όλα ήταν τέλεια. Ο εκδοτικός οίκος από τους αγαπημένους (Πόλις), με πάντα καλές επιλογές, αισθητικά υπέροχο εξώφυλλο, απίστευτη αίσθηση του χαρτιού (λίγη μυρωδιά παραπάνω δεν θα έβλαπτε) ο τίτλος αρκετά "πιασάρικος" και η μεταφράστρια του συγκεκριμένου βιβλίου, Ιωάννα Αβραμίδου, πάντα εξαίσια σε ό,τι αναλαμβάνει.

Το βιβλίο το συνάντησα πολλές φορές. Το έπιανα, το χάζευα και πάντα επέλεγα κάποιο άλλο.

Έλα όμως που η ζωή ευτυχώς, επιτρέποντας την τυχαιότητα, δεν μας αφήνει να περιοριστούμε αυστηρά και μόνο στις επιλογές που κάνουμε αλλά μας φέρνει κατακέφαλα αυτά που μπορεί να έχουμε απορρίψει, σαν να μας λέει με τον τρόπο της: «μην είσαι χαζή – δες και αυτό – μην κρίνεις πριν δοκιμάσεις, σαν υπεροπτικό ον, πιστεύοντας ότι έχεις το αλάθητο του Πάπα ». Αυτό άλλωστε κάνει τη ζωή, ζωή και εμάς φανατικούς ακόλουθους της.

"ΦΡΙΚΙΟ, είπε βήχοντας ο ένας τους βάζοντας τα γέλια.

Συνεχίσαμε τον δρόμο μας.

Δεν ήξερα τι να πω και τότε ο Λάννυ ρώτησε, Πιστεύεις ότι το είπαν για μένα ή για σένα;"

Το βιβλίο δεν το επέλεξα τελικά ποτέ, αλλά πριν από λίγο καιρό, μια φίλη μού χάρισε το «Λάννυ» του ίδιου συγγραφέα, το δεύτερο βιβλίο του δηλαδή, για το οποίο μέχρι τότε ούτε είχα δει, ούτε είχα ακούσει τίποτα (μάλλον είχα κλείσει τα αυτιά μου στον συγκεκριμένο συγγραφέα). Μου τόνισε δε, ότι της το πρότειναν από το βιβλιοπωλείο που συχνάζω, γεγονός που το ανέβασε στην εκτίμηση μου αφού μέχρι τώρα όλες οι προτάσσεις που έχουν έρθει από εκεί έχουν αποδειχτεί εξαιρετικές.

Για να μην πολυλογώ λοιπόν, μιας και ήδη το έκανα παραπάνω και με το παραπάνω, το βιβλίο μού άρεσε πολύ. Οι αρχικοί μου ενδοιασμοί μετατράπηκαν σε ενθουσιασμό καθώς προχωρούσα το διάβασμα και έμπαινα ολόψυχα μέσα σε αυτό το μικρό χωριό, με τον γέρο-Άκανθο, το υπερβατικό μυθολογικό πνεύμα, γέννημα θρέμμα του τόπου αυτού, που βρίσκεται παντού χωρίς όμως να βρίσκεται πουθενά, φύλακας της παιδικότητας, φύλακας του Λάννυ, μια ελπίδα για αυτόν τον κόσμο που αργοπεθαίνει. Από εκεί πέρασα στο πρώτο του βιβλίο που αποτελεί μια ωδή στη θλίψη, ένα σπαρακτικό αλλά και τόσο ελπιδοφόρο κείμενο, μια ομορφιά στο χαρτί. Πως περιγράφεις την απώλεια μιας μητέρας; Μα ακριβώς έτσι όπως το κάνει ο Porter. Βάζοντας της φτερά.

Διαβάζοντας λοιπόν ανάποδα τον Max Porter, δηλαδή διαβάζοντας πρώτα το δεύτερο βιβλίο του (στα ελληνικά) και μετά το πρώτο του (στα αγγλικά) μπήκα στο μαγικό του σύμπαν. Είναι πρωτότυπος χωρίς να το επιδιώκει, χωρίς δηλαδή αυτό να είναι αυτοσκοπός. Με έναν μαγικό ρεαλισμό του εικοστού πρώτου αιώνα και μια απίστευτη αντίληψη της βαθύτερης ουσίας των πραγμάτων και των συναισθημάτων τα οποία εκφράζει μέσα από έναν ποιητικό λόγο (ναι μπορείς να απομονώσεις κομμάτια και να τα κάνεις ποιήματα) έχοντας ως βασικά υλικά τη γη, τον αέρα, τον μύθο και την παιδικότητα δίνει μια νέα πνοή στην αγγλική λογοτεχνία, μια ανανέωση απαραίτητη στη σημερινή λογοτεχνία, ένα νέο αίμα που μεταγγίζει και πλουτίζει τον κόσμο των βιβλίων.

Και τα δύο βιβλία πραγματεύονται συναισθήματα απογυμνωμένα από οτιδήποτε μπορεί να τους αφαιρεί την αυθεντικότητα και την ουσία τους, καθώς και προβλήματα του σύγχρονου κόσμου όπως η κλιματική καταστροφή, οι οικογενειακές και κοινωνικές σχέσεις, οι προκαταλήψεις και η σημασία της τέχνης ως προέκταση, έκφραση αλλά και δημιουργό του εαυτού μας. Ο Porter κατάφερε να αποστάξει παιδικότητα στην πολυπλοκότητα, να λειάνει το ακατέργαστο της και να μεταμορφώσει την άγνοια σε γνώση. Τα βιβλία του αποτελούν μια αισθητική όαση στην ασχήμια της σημερινής εμπορικής κοινωνίας.

Αν τελικά επιλέξετε να διαβάσετε τα βιβλία του, ή μάλλον αν η θεά τύχη σας έκανε να πέσετε πάνω στο blog μου και επιλέξετε μετά να διαβάσετε τα βιβλία του, τότε σας συστήνω να τα διαβάσετε στις βόλτες σας, στο σαλόνι σας, στο κρεβάτι σας, σχεδόν σαν ένα φάρμακο, αρκετές φορές την ημέρα.

“We all used to get a lot of trouble from Mum for flecking the mirror with toothpaste.

For a few years we flecked and spat and over-brushed and our mirror was a white-speckled mess and we all took guilty pleasure in it.

One day Dad cleaned the mirror and we all agreed it was excellent. Various other things slipped. We pissed on the seat. We never shut drawers. We did these things to miss her, to keep wanting her."