Wednesday, February 1, 2023

Leonardo Padura - Personas Decentes






«Μας αξίζουν διακοπές από κάθε τι άσχημο, κακό, γαμημένο,  διαστροφικό, από τη στεναχώρια που μας κυνηγάει, την πραγματικότητα αυτού που δεν υπάρχει
, από αυτό που τέλειωσε, από αυτό που δεν σε περιλαμβάνει. Τι ιστορία και η δική μας, μαλάκα, κοίτα πως μας έχουν γαμήσει! Ε λοιπόν, σήμερα, ακριβώς αυτή τη στιγμή, μας αξίζει να είμαστε ευτυχισμένοι.»



Σε αναμονή της μετάφρασης του τελευταίου βιβλίου του Παδούρα "Personas Decentes" από τον Κώστα Αθανασίου, τον Έλληνα μεταφραστή του, γράφω λίγα λόγια για την δική μου εντύπωση, διαβάζοντας το βιβλίο στα ισπανικά.

Μετά το «Σαν σκόνη στον άνεμο», ο Παδούρα, βγάζει από το συρτάρι τον αγαπημένο μας ντετέκτιβ και πρώην αστυνομικό, Μάριο Κόντε. Πρωταγωνιστής στα περισσότερα βιβλία του Παδούρα, ο Κόντε αποτελεί μια πολύ πετυχημένη φιγούρα, αγαπητή στο αναγνωστικό κοινό.  Αγαπητός, αν και πρώην αστυνομικός σε μια χώρα που δεν φημίζεται για την καλοσύνη και την ακεραιότητα της αστυνομίας της, όπως άλλωστε και οι περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής , ο Κόντε, είναι κάτι παραπάνω από αυτό που χαρακτηρίζει το επάγγελμα του. Κατέχει την ευαισθησία και την καλλιέργεια που διαχωρίζει έναν Σέρλοκ Χόλμς από έναν σερίφη της Δύσης συνδυάζοντας με αυτή μια αξιοθαύμαστη και γεμάτη ενσυναίσθηση ψυχοσύνθεση. 

Πολύ χάρηκα όταν τον ξανασυνάντησα στο τελευταίο βιβλίο του Παδούρα, λίγο πιο γερασμένο αλλά ακόμα αρκετά ακμαίο ώστε να μην μπορεί να αντισταθεί στα καλέσματα της Ταμάρα, της συντρόφου του που ενώ κρατά έναν περιθωριακό ρόλο στα αστυνομικά του Παδούρα, υπάρχει ως κινητήρια δύναμη και ως αχίλλειος πτέρνα του βασικού του ήρωα.

Το “Personas decentes” είναι ένα πολύ καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο μεταφέρει τον αναγνώστη σε μια Κούβα που αρχίζει να βγαίνει από το κουβούκλιο της και να εκτίθεται στον καπιταλιστικό κόσμο της Βόρειας Αμερικής. Στο βιβλίο αυτό ο Παδούρα μας περιγράφει μια χώρα που έχοντας υποφέρει από την επιβολή μια κρατικής ιδεολογικής ορθότητας και από έναν ασφυκτικό εγκλεισμό, νομίζει τώρα ότι ένα άνοιγμα προς τον «απαγορευμένο» βορρά θα φέρει τέλος σε όλα τα δεινά. Η Κούβα που βλέπουμε σε αυτό το βιβλίο, είναι μια Κούβα σε έκσταση. Μια κοινωνία που βρίσκεται σε ένα ατελείωτο πάρτι, μαγεμένη από την επίσκεψη του Αμερικανού πρόεδρου Ομπάμα, μαγεμένη από τον ερχομό ροκ συγκροτημάτων, τη μουσική των οποίων οι κουβανοί πριν από κάποια χρόνια δεν μπορούσαν ούτε να σιγομουρμουρίσουν χωρίς να κοιτάξουν τριγύρω τους με φόβο. Μια χώρα που έχει αρχίσει να αποζητά τη σωτηρία από αυτούς που της επέβαλαν την πείνα. Ένας λαός που έχοντας ζήσει εκτός από την φτώχια, την ιδεολογική ανελευθερία, απευθύνεται για τη σωτηρία του σε όποιον δείχνει να μπορεί να τον τραβήξει πέρα από όλα αυτά. Η επιθυμητή, μαγική Δύση των Beatles και των Rolling stones αυτή τη στιγμή μοιάζει με έναν σωτήρα. Μήπως όμως τελικά η Δύση δεν μπορεί να παραδώσει όλα αυτά που ονειρεύεται ένας μέσος Κουβανός; 

Ο Κόντε φοβάται αυτήν την ασυγκράτητη έκφραση χαράς του λαού. Είναι επιφυλακτικός και ακολουθεί πάντοτε το ένστικτο του, το οποίο όπως τον βοηθάει στη λύση πολλών αστυνομικών υποθέσεων, έτσι και τώρα, τον οδηγεί σε μια σωστή εκτίμηση της κοινωνικής κατάστασης. Μπορεί το βάρος του κουμμουνισμού να τσάκισε την ατομική ελευθερία των πολιτών, αλλά και μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών στην πολιτική της χώρας δεν θα φέρει τη λύτρωση. Ο Παδούρα μέσα από τα μυθιστορήματα του που μυρίζουν Κούβα, κάνει και την πολιτική του δήλωση. Όχι αυτήν τη δήλωση που θα ήθελε η δύση αλλά ούτε αυτή που θα ικανοποιούσε το καθεστώς της χώρας του. Βλέπει τις αδικίες, έχει ζήσει την καταπίεση, βλέπει τη φτώχια της χώρας του και βλέπει και τη φτώχια στα καπιταλιστικά καθεστώτα. Περιγράφει. Και νομίζω ότι δεν του αρέσει καμία από τις δύο καταστάσεις.


Όταν μπήκε στο μπαρ Γλυκιά Ζωή, ήδη ο Μανόλο τον περίμενε, ακουμπισμένος στη γωνία της μπάρας που προοριζόταν για τον Κόντε. Μπροστά στον ντυμένο με πολιτικά αστυνομικό, ίδρωνε μια μπύρα μέσα σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι.
-Έχω ένα τέταρτο που σε περιμένω- τον επίπληξε ο πρώην συνάδερφος του.
-Μη γκρινιάζεις Μανόλο, μέχρι και μπύρα πήρες. Θυμάσαι την εποχή που για πιείς μια lager έπρεπε να πας σε παράνομο μπαρ;
-Το θυμάμαι… όπως θυμάμαι και τη φασαρία που έκανες σε ένα από αυτά.
-Κοίτα, έχουμε περάσει αρκετά περίεργες καταστάσεις στη μικρή μας χώρα… παρεμπιπτόντως, εσύ δεν είσαι που δεν έπινες ποτέ;
-Είναι που με κάλεσε ο Yoyi… ξέρεις πόσο κοστίζει εδώ μια μπύρα;
-Τρία δολάρια
-Εβδομήντα πέντε κουβανέζικα πέσος… περισσότερο από όσο πληρώνομαι για δύο μέρες δουλειάς.. και στους αστυνομικούς δεν έχουν κάνει καμία αύξηση.
-Αυτός είναι ο πραγματικός κόσμος σήμερα, σύντροφε-είπε ο Κόντε φιλοσοφώντας και ο Μανόλο αντέδρασε.
-Λοιπόν αυτός ο κόσμος είναι γαμημένος… Κοίτα όλους αυτούς-έδειξε προς το σαλόνι, αρκετά γεμάτο ήδη αλλά όχι όσο θα γέμιζε μετά τις έντεκα το βράδυ. -. Δεν ξέρω πως, αλλά πάντως ζουν καλύτερα από ότι εγώ.


Στο «Personas Decentes» ο Παδούρα για άλλη μια φορά εναλλάσσει δύο διαφορετικές περιόδους αφήγησης, μία που αναφέρεται στο παρόν, με ήρωα τον Μάριο Κόντε και κέντρο της ιστορίας τη βάρβαρη δολοφονία ενός πρώην κυβερνητικού παράγοντα και μια άλλη που αναφέρεται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα με ήρωα έναν αστυνομικό που ερευνά τις δολοφονίες δύο εκδιδόμενων γυναικών. Οι αφηγήσεις αυτές ενώ αρχικά φαίνεται απλώς να συνδέονται μέσω της παρόμοιας θεματολογίας τους, καταλήγουν προς το τέλος να εγκιβωτιστούν ή μία μέσα στην άλλη ολοκληρώνοντας την εικόνα και φέρνοντας τον ένοχο στα χέρια του Μάριο Κόντε.

Ο Παδούρα σε όλα του τα βιβλία, κάνει πολλές αναφορές στην τέχνη, πάντα με αναδρομές στο παρελθόν και στην ιστορία. Πίνακες που εξαφανίζονται, αντικείμενα με αρχαιολογική αξία, εβραίοι, διώξεις και ναζί έχουν τον ρόλο τους στα περισσότερα του έργα. Μας έχει συνηθίσει σε παγκόσμια πνευματικά ταξίδια, με κέντρο πάντα της αφήγησης, την Κούβα. Ενός νησιού που σαν ένας ευάλωτος έφηβος, ανοίγεται στον κόσμο γυμνό με κίνδυνο να θυματοποιηθεί αλλά και με όλες τις δυνατότητες σε αναμονή.

Επιδέξιος χειριστής του λόγου, ο Παδούρα για άλλη μια φορά μας έδωσε ένα ωραίο βιβλίο από αυτά που δεν αφήνεις εύκολα από τα χέρια σου. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα εμποτισμένο με τον αέρα και την ιστορία της Κούβας και συγχρόνως μια κοινωνική μαρτυρία. 



«Ο Κόντε θυμήθηκε ότι κάνα δύο χρόνια πριν, βρισκόμενος σε ένα κοντινό κτήριο, είχε τη δυνατότητα να δει τα όρια του νησιού περίπου από την ίδια γωνία. Και θυμήθηκε ότι εκείνη τη στιγμή, η απόδειξη του εγκλεισμού τους τον είχε πονέσει. Τώρα αντιθέτως, ένιωθε αγωνία, παρά την προσπάθεια του νησιού να ανοίξει τις πόρτες του, παρόλο που εκείνος υποψιαζόταν, ότι στην πραγματικότητα, όλο αυτό ήταν για άλλη μια φορά, μια παραίσθηση, σαν το όνειρο του Καλντερόν»

______________________________

Σημείωση: Μετέφρασα τα αποσπάσματα από τα ισπανικά (λόγω του ότι δεν υπάρχει ακόμα η ελληνική μετάφραση) με όσο καλύτερο τρόπο μπορούσα , πολύ πιθανόν να μην αντικατροπτίζουν το ύφος του συγγραφέα. 

Sunday, January 8, 2023

Tatiana Tibuleac - Το καλοκαίρι που η μητέρα μου είχε μάτια πράσινα (El verano en que mi madre tuvo los ojos verdes)


Γνώρισα τη Marion Ochoa de Eribe, τη μεταφράστρια της ισπανικής έκδοσης του βιβλίου για το οποίο γράφω εδώ, την εβδομάδα που πέθανε η μητέρα μου από καρκίνο. Η Marion, φίλη ενός καλού φίλου, είχε έρθει μαζί του στην Ελλάδα. Λίγους μήνες μετά μου έστειλε το βιβλίο αυτό μαζί με τη φίλη και συν- ταξιδιώτρια της, την Begoña.

Πολλές φορές είναι σαν η μοίρα να μας παίζει παιχνίδια. Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο άρχισα να καταλαβαίνω ότι το βιβλίο περιέγραφε τη σχέση ενός εφήβου με την καρκινοπαθή και χωρίς ελπίδα επιβίωσης μητέρα του. Και όπως οι πεταλούδες της νύχτας γυρνάνε το καλοκαίρι γύρω από την αναμμένη, στο μπαλκόνι, λάμπα, έτσι και εγώ εισπνέοντας πρώτα την εγκλωβισμένη στο κουτί του ταχυδρομείου μυρωδιά του χαρτιού, χάιδεψα την πρώτη σελίδα και ξεκίνησα το διάβασμα.

Το τέλος του έτους πλησίαζε και ο φόβος μιας χριστουγεννιάτικης γιορτής χωρίς τη μητέρα μου με έκανε να θέλω να κρυφτώ σε μια τρύπα. Αφού αυτό δεν ήταν δυνατό η δεύτερη καλύτερη λύση ήταν να ξορκίσω το κακό αντιμετωπίζοντας το.

Ο Aleksy, ο ήρωας του βιβλίου της Tibuleac μεγαλώνει σε μια εντελώς δυσλειτουργική οικογένεια. Ο πατέρας μέθυσος και αδιάφορος φεύγει με μια πολύ μικρότερη σε ηλικία γυναίκα, η μικρή κόρη πεθαίνει ξαφνικά αφήνοντας τη μητέρα συντετριμμένη και ο Aleksy βρίσκεται μόνος έχοντας χάσει μαζί με την αδερφή του και τη μητέρα του.

Το βιβλίο ξεκινάει με την αποφοίτηση του Aleksy από το σχολείο. Τελευταία μέρα και οι γονείς έχουν πάει να μαζέψουν τα παιδιά τους. Τον Aleksy τον περιμένει η μητέρα του. Καταλαβαίνουμε ότι το σχολείο αυτό δεν είναι ένα σχολείο σαν όλα τα άλλα, αλλά ένα σχολείο για παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς. Ο Aleksy είναι ένας επιθετικός έφηβος. Το παιδί που έβλεπε τη μητέρα του να παραιτείται από τα πάντα μετά τον θάνατο της αδερφής του, θέλει να βαρέσει όλον τον κόσμο.


Στις 250 σελίδες του βιβλίου η Tibuleac θα περιγράψει το καλοκαίρι που θα περάσει ο Aleksy με τη άρρωστη μητέρα του. Ο επικείμενος θάνατος και η απομόνωση της εξοχής της Γαλλίας, μέρος το οποίο διάλεξε η μητέρα για τελευταίο καταφύγιο, θα τους φέρουν πιο κοντά και θα γκρεμίσουν κάποιους από τους τοίχους που είχαν χτιστεί γύρω από τις καρδιές μάνας και γιου.

Η μητέρα με το άσπρο δέρμα και το στρουμπουλό παρουσιαστικό μικραίνει μέρα με τη μέρα μπροστά στα μάτια του Aleksy. Η σάρκα που τόσο μισεί ο Aleksy τρώγεται από την ασθένεια. Όσο η μητέρα του εξαφανίζεται, τόσο σβήνει και ο θυμός του απέναντι της.

Η απειλή του τέλους δεν αφήνει περιθώρια μνησικακίας. Ξέρουν και οι δύο ότι όλα πρέπει να συγχωρεθούν.

Η φωνή του Aleksy, που είναι και ο αφηγητής έχει μια σκληρότητα που κάνει τον αναγνώστη να διακρίνει ακόμα πιο έντονα την τραγικότητα των καταστάσεων. Είναι η φωνή ενός κακοποιημένου ψυχολογικά παιδιού που παλεύει να τα βγάλει πέρα με τον έξω κόσμο. Μου φέρνει στο μυαλό τον ήρωα του Σάλιντζερ τον Χόλντεν Κόλφιλντ, το σκληρό αντράκι που  πίσω από το προσωπείο κρύβει ένα ευαίσθητο αγόρι.

Η Tibuleac δημιουργεί ένα βιβλίο βαθιά λυρικό, για τον θάνατο, τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η παρακολούθηση της πορείας της ασθένειας της μητέρας είναι ανατριχιαστική για κάποιον που έχει ζήσει κάτι αντίστοιχο. Ο τρόπος γραφής της είναι καθηλωτικός. Κάθε πρόταση κουβαλάει ένα ασήκωτο βάρος  και όμως μέσα από τις σελίδες της ξεπηδάει μαζί με τον θάνατο η χαρά της ζωής, Μέσα από το χωρίο της Γαλλίας ξεπηδάνε τα ηλιοτρόπια, μέσα από τον Aleksy ξεπηδάνε οι ζωγραφιές, μέσα από τη μητέρα ξεπηδάει η δύναμη.

Αυτό το βιβλίο με έκανε και έκλαψα. Μετά όμως με έκανε και θυμήθηκα τη δύναμη της δικής μου μητέρας. Την αναμονή του τέλους. Το ότι ζήσαμε την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία.

«Σιωπούσαμε και οι δύο σχεδόν ουρλιάζοντας, και η δική μας σιωπή ήταν πιο βαριά από οποιονδήποτε θόρυβο. Ήξερε ότι αυτό που θα συνέβαινε στο πέρασμα της ημέρας ή αυτού του καλοκαιριού, θα διαρκούσε για πάντα.» 

Δεν ξέρω αν φταίει η χρονική σύμπτωση της ανάγνωσης του με την πρόσφατη δική μου απώλεια, που με έκανε να αγαπήσω τόσο αυτό το βιβλίο.Νομίζω πως όχι. Είναι ένα βιβλίο αξιολάτρευτο.

Η Tatiana Tibuleac (Ρουμανία-Μολδαβία) έχει εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα στα Ρουμάνικα. Το συγκεκριμένο για το οποίο γράφω, έχει μεταφραστεί στα Ισπανικά και στα Γαλλικά. Ευελπιστώ κάποια στιγμή να μεταφραστεί και στα ελληνικά.

«Μου είπε ήρεμα ότι ο καρκίνος δεν αφήνει εξωτερικά σημάδια. Ότι όλα συμβαίνουν μέσα στο σώμα, η ασχήμια, η απελπισία και ο φόβος. Ότι την ώρα του θανάτου οι καρκινοπαθείς πεθαίνουν πιο όμορφοι από ποτέ. Όπως εκείνη» 

 



 












Wednesday, December 7, 2022

Annie Ernaux - Αναμνήσεις ενός κοριτσιού



Αγόρασα το βιβλίο της Ernaux με τίτλο «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού» στα πλαίσια της απαιτούμενης ανάγνωσης για ένα εργαστήριο που παρακολουθώ. Φυσικά και είχα ακούσει πολλά για τη συγγραφέα, αφού φέτος έλαβε το Νόμπελ λογοτεχνίας, ένα γεγονός που όπως συμβαίνει συνήθως, ακολουθήθηκε τόσο από επαίνους όσο και από επικρίσεις.

Ξεκίνησα να το διαβάζω με την επιφύλαξη που έχω συνήθως για τα βιβλία που μπορούν να οριστούν ως autofiction. Ένα τέτοιο βιβλίο πολλές φορές αποκτά αξία για τον αναγνώστη αποκλειστικά και μόνο μέσα από την ιστορία που αφηγείται, ακόμα και αν στερείται ολοκληρωτικά οποιαδήποτε λογοτεχνική αξία. Η δύναμη της ιστορίας, ειδικά όταν αφορά γεγονότα που συνδέονται με ψυχολογικές καταστάσεις κοινές μεταξύ του συγγραφέα και του αναγνώστη, μπορεί να καταφέρει να παρασύρει τον τελευταίο σε συναισθηματικές αντιδράσεις που κακώς ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα της λογοτεχνικής μαεστρίας του πρώτου. Η ομορφιά της λογοτεχνίας δεν μετριέται με το ποσοστό ταύτισης του αναγνώστη με τον ήρωα της διηγούμενης ιστορίας αλλά είναι αποτέλεσμα μιας σύνδεσης που δημιουργείται ανάμεσα στο κείμενο και τον αναγνώστη, η οποία υπερβαίνει όποια λογική εξήγηση.

Γι αυτό ακριβώς θεωρώ ότι ο χαρακτηρισμός autofiction για το συγκεκριμένο βιβλίο της Ernaux το αδικεί. Η ιστορία που αφηγείται η συγγραφέας έχει αυτόνομη υπόσταση, είναι μια ιστορία που δεν «δυναμώνει» επειδή ο αναγνώστης ξέρει ότι αυτό που διαβάζει είναι ένα πραγματικό γεγονός, ένας πραγματικός βίος από έναν πραγματικό άνθρωπο αλλά στέκεται μόνη της ως μια ιστορία που έχει γραφτεί «λογοτεχνικά», παράγοντας νόημα και αισθητική απόλαυση.

Η Ernaux είναι η αφηγήτρια αλλά και το αντικείμενο της αφήγησης. Η τωρινή συγγραφέας αφηγείται την ιστορία ενός κοριτσιού για το οποίο μιλάει σε τρίτο πρόσωπο, ένα κορίτσι για το οποίο γνωρίζει τα πάντα αλλά δυσκολεύεται να αποδεχτεί ως το «εγώ» αφού είναι ένα κορίτσι το οποίο έχει τόσο λίγα κοινά με εκείνη. Μιλάει για εκείνη «με τον τρόπο των ανθρώπων που ακούμε να μιλούν για εμάς πίσω από μια πόρτα, λέγοντας «αυτή» ή «αυτός» και κείνη ακριβώς τη στιγμή έχουμε την εντύπωση ότι πεθαίνουμε».

Η Ernaux παίζει με έναν χρόνο μη γραμμικό, αλλά πολυεπίπεδο  στον οποίο μπαινοβγαίνει μέσω της προσπάθειας της να τον αποτυπώσει συγγραφικά. Μια Ανί Ε. που γράφει για την Ανί Ντ. Μια σχιζοφρενική συγγραφή, μια προσπάθεια εξορκισμού του κακού μέσω της αποκάλυψης του.

«Όσο προχωράω, η λιτότητα της αφήγησης που είχε εναποτεθεί στη μνήμη μου εξαφανίζεται. Το να φτάσω μέχρι το τέλος του 1958, σημαίνει ότι αποδέχομαι την κατεδάφιση όλων των ερμηνειών που είχα συσσωρεύσει με τα χρόνια. Ότι δεν παρασιωπώ. Δεν πρόκειται για τη δόμηση ενός μυθοπλαστικού χαρακτήρα, αλλά για την αποδόμηση του κοριτσιού που υπήρξα.» 

Ο προβληματισμός «είμαι εγώ αυτή;» χρωματίζει όλες τις σελίδες του βιβλίου. Και όπως ο αφηγητής στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ, συνειδητοποιεί την ύπαρξη ενός κρυμμένου, διαχρονικού εγώ μέσα του, το οποίο ανά πάσα στιγμή με το κατάλληλο ερέθισμα μπορεί να βγει στην επιφάνεια, όχι ως ανάμνηση αλλά ως πραγματικότητα, έτσι και η Ανί συνειδητοποιεί ότι αυτό το κορίτσι δεν είναι μια απλή ανάμνηση αλλά μια κινητήρια πραγματικότητα.

«Όμως αρκεί ένας κρότος, μια μυρωδιά που έχουμε ήδη ακούσει ή άλλοτε οσφρανθεί να επανεμφανιστούν στο παρόν αλλά και ταυτόχρονα και στο παρελθόν, υπαρκτοί χωρίς να είναι επίκαιροι, ιδεατοί χωρίς να είναι αφηρημένοι, και τότε η μόνιμη και συνήθως κρυμμένη ουσία των πραγμάτων αμέσως απελευθερώνεται, και το αληθινό μας εγώ που συχνά για χρόνια έμοιαζε νεκρό αλλά δεν ήταν εντελώς, αφυπνίζεται, εμψυχώνεται με την ουράνια τροφή που του προσφέρεται.»(Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο-Μαρσέλ Προυστ)

« Εκείνο το κορίτσι του 58 που, απ’ την απόσταση των πενήντα χρόνων, είναι σε θέση να ξαναβγαίνει στην επιφάνεια και να προκαλεί μια εσωτερική κατάρρευση, έχει λοιπόν μια κρυφή, ακατάβλητη παρουσία μέσα μου. Αν το πραγματικό είναι αυτό που δρα, παράγει αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον ορισμό του λεξικού, εκείνο το κορίτσι δεν είναι εγώ, είναι όμως πραγματικό μέσα μου-ένα είδος πραγματικής παρουσίας.» 

Αυτή όμως η «πραγματική παρουσία» αποκτά άλλη σημασία στον κόσμο του σήμερα. Η Ανί πριν το metoo με την Ανί του σήμερα δεν είναι το ίδιο κορίτσι. Μία πράξη ντροπής για κάποιον αποκτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα στο ηθικό πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας. Ο ομαδάρχης, αρραβωνιασμένος και έτοιμος να παντρευτεί, επιβάλει τη σεξουαλικότητα του πάνω σε ένα νεαρό κορίτσι και η πράξη αυτή φέρνει χλευασμό και αποδοκιμασία, όχι σε εκείνον αλλά στο νεαρό κορίτσι που χαρακτηρίζεται ως «ολίγον πουτάνα», και που «λιθοβολείται» ηθικά ακόμα περισσότερο επειδή κάνει το λάθος να τον ερωτευτεί. Καταστάσεις που τώρα θα ερμηνεύονταν εντελώς διαφορετικά καθορίζουν το κορίτσι και τη μελλοντική γυναίκα που αυτή τη στιγμή αναρωτιέται «ήμουν αυτό το κορίτσι εγώ»;

Η Ernaux αφηγείται την ιστορία ενός κοριτσιού που αν υπήρχε σήμερα θα ήταν ένα άλλο κορίτσι. Την αφηγείται γιατί την ξέρει καλύτερα από τον καθένα, είναι η μόνη που μπορεί να την κρίνει. Όλα όσα έχουν συμβεί αποκτούν νόημα και καθοδηγούν την επόμενη πραγματικότητα. Συγχρόνως, όλα όσα έχουν συμβεί σε εκείνο το κορίτσι δεν έχουν νόημα στο σήμερα. Η Ανί είναι και οι δύο της εαυτοί, και το γεγονός ότι όλα χάνουν το νόημα τους σαν να μην υπήρχαν, επικυρώνεται με την ύπαρξη του παρθενικού υμένα στη «μετά» ζωή της ηρωίδας. Εκεί που θα αρχίσει να ενώνεται το κορίτσι του «αυτή» με τη γυναίκα του «εγώ».

Το Αναμνήσεις ενός κοριτσιού περιγράφει μια ενηλικίωση, ακουμπάει την τρυφερή ηλικία της νιότης καθώς αυτή σκληραίνει και μεταμορφώνεται. Η ματιά της αφηγήτριας καταγράφει καταστάσεις που η χρονική απόσταση λειαίνει. Το κορίτσι που μεγάλωσε έμαθε να προσέχει, θα είναι όμως πάντα και το κορίτσι που χλευάστηκε σε έναν διάδρομο σε μια κατασκήνωση, επειδή ήταν κορίτσι.

Η φωνή της Σιμόν ντε Μποβουάρ θα δώσει νόημα στη ντροπή της Ανί. «Πιστεύω πως [η γυναίκα] έχει τη δύναμη να επιλέξει ανάμεσα στη διεκδίκηση της υπερβατικότητα της και στην αλλοτρίωση της ως αντικειμένου». (Το δεύτερο φύλο). Το κορίτσι πρέπει να αποτινάξει μια ντροπή που δεν είναι δική της. Η ντροπή σωματοποιείται με την αμηνόρροια και τις διατροφικές διαταραχές. Η φωνή της Σιμόν έρχεται αργά στη ζωή της.

«Ένα πράγμα βιωμένο σ’έναν κόσμο που υπήρχε πριν από το 1968,και καταδικασμένο απ’τους κανόνες αυτού του κόσμου, δεν μπορεί ν’αλλάξει ριζικά, ν’αλλάξει νόημα σ’έναν διαφορετικό κόσμο. Απομένει ένα ξεχωριστό σεξουαλικό γεγονός, του οποίου η ντροπή εξακολουθεί να είναι αδιάλυτη μες στα δόγματα του νέου αιώνα.»

Ένα βιβλίο για πολλές αναγνώσεις, με την ικανότητα να αγγίζει εμάς αλλά και τους προηγούμενους εαυτούς μας. Εμένα με άγγιξε βαθειά. Με έβαλε να ψάξω το δικό μου κορίτσι, όχι του 1958 αλλά του 1988 και να αναρωτηθώ αν του έδωσα ποτέ την ευκαιρία να πει την ιστορία του.

Μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη
Εκδ: Μεταίχμιο







Thursday, September 8, 2022

Λεονάρδο Παδούρα - Σαν σκόνη στον άνεμο

Τον Λεονάρντο Παδούρα τον γνώρισα τυχαία, όταν πριν από χρόνια αγόρασα ένα βιβλίο του στο πρωτότυπο, σε μια προσπάθεια να διατηρήσω και να βελτιώσω την ικανότητα μου να διαβάζω στα ισπανικά. Το βιβλίο ήταν το Pasado Perfecto (Havana Blue στα αγγλικά - δεν νομίζω ότι έχει εκδοθεί στα ελληνικά) που αποτελεί το πρώτο βιβλίο μιας σειράς με πρωταγωνιστή τον αστυνομικό Μάριο Κόντε. Το διάβασα ευχάριστα και το άφησα για χρόνια να ξεκουράζεται σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης μου.

Τον ξαναθυμήθηκα αρκετά χρόνια μετά, όταν έπεσε στα χέρια μου, σε ελληνική μετάφραση αυτή τη φορά, ένα άλλο βιβλίο του, αρκετά διαφορετικό από το πρώτο που είχα διαβάσει, με ελληνικό τίτλο «Οι αιρετικοί» , ένα αξιόλογο ανάγνωσμα από αυτά που σε κάνουν να αναζητήσεις επιπλέον στοιχεία για τον συγγραφέα τους.

Από τότε συνάντησα πολλές φορές το όνομα του σε λογοτεχνικές αναφορές και παρακολουθούσα την ανοδική του πορεία. Και ενώ το βιβλίο του «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» με κεντρικό θέμα τη διαφυγή του Τρότσκυ στην Κούβα και τη δολοφονία του εκεί, είναι εδώ και πολύ καιρό στη λίστα των «προς ανάγνωση» βιβλίων μου η αναβλητικότητα μου, ή η περιέργεια για το νέο του βιβλίο, με έκανε να δώσω προτεραιότητα στην ανάγνωση τού «Σαν σκόνη στον Άνεμο» που κυκλοφόρησε το 2020 στα ισπανικά και εκδόθηκε φέτος και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Στο βιβλίο του αυτό ο Παδούρα, διηγείται την ιστορία μια παρέας που ενηλικιώνεται στην Αβάνα της Κούβας τέλος του ’70, αρχές του ’80, μια παρέα φοιτητών και μελλοντικών μεταναστών, που έχοντας ως κέντρο ένα παλιό αρχοντικό που λειτουργεί ως πόλος έλξης των μελών, συναντιούνται τις περισσότερες φορές για να γιορτάσουν, με σημαντικές ή ασήμαντες αφορμές, την ύπαρξη τους. Μαζί με την φθορά που θα φέρει η οικονομική ανέχεια στην Κούβα, παρακολουθούμε και τη φθορά της παρέας των φοιτητών, των ιδανικών τους, της πίστης τους στο σύστημα αλλά και της εμπιστοσύνη του ενός για τον άλλο.


Θυμίζοντας μας το βιβλίο της Αγκάθα Κρίστη, Δέκα μικροί Νέγροι, η παρέα θα αποδεκατιστεί καθώς ο ένας μετά τον άλλον θα αποφασίσουν να κάνουν το πέρασμα στη Δύση ακόμα και αν αυτό τους καταδικάζει σε ισόβιο αποκλεισμό από τη χώρα που τους γέννησε και από ό,τι έχουν αγαπήσει σε αυτήν.

Ενώ όμως οι φίλοι διασκορπίζονται σε Ευρώπη και Αμερική το κέντρο της αφήγησης παραμένει η Κούβα και το σπίτι στο Fontanar. Καμία ιστορία δεν αυτονομείται απόλυτα. Όλες καθορίζονται από την εκκίνηση τους στην σχεδόν μαγική Αβάνα.

Ο Παδούρα, χρησιμοποιώντας τα εφόδια που του παρέχει η προηγούμενη ενασχόληση του με το νουάρ μυθιστόρημα, ντύνει την ιστορία του με μια αίσθηση μυστηρίου, καλύπτοντας την με τα γκρίζα χρώματα στα οποία μας είχε συνηθίσει στα βιβλία που πρωταγωνιστεί ο ήρωας των πρώτων βιβλίων του, ο αστυνομικός Μάριο Κόντε.

Η αφήγηση ακολουθεί τη γνωστή πλέον πατέντα της χρονικής ανακολουθίας, την οποία ο Παδούρα χειρίζεται άψογα, σε σημείο που στον αναγνώστη φαίνεται σαν η μόνη δυνατή επιλογή και απαιτώντας από αυτόν μηδενική προσπάθεια προσαρμογής.

Οι σχεδόν 700 σελίδες (στην ισπανική έκδοση) δεν κουράζουν τον αναγνώστη, αφού ο τρόπος που εξελίσσονται οι ιστορίες, η καθεμία χωριστά αλλά και όλες μαζί, δημιουργούν το απαραίτητο κίνητρο στον αναγνώστη για να διαβάσει και την επόμενη σελίδα, δημιουργώντας του προσδοκίες, απορίες και την ελπίδα ότι στο τέλος όλα θα κυλίσουν καλά.

Ο Λεονάρντο Παδούρα, πάρα τη δυνατότητα που του παρέχει η μεγάλη απήχηση που έχουν τα βιβλία του σε Αμερική και Ευρώπη, δεν άφησε τη χώρα του για να κυνηγήσει μια ζωή με περισσότερες ανέσεις. Συνεχίζει να μένει και να εργάζεται στη Κούβα. Γι’ αυτό θεωρώ ότι είναι ο κατάλληλος για να γράψει για αυτήν την κουβανέζικη παρέα, από την οποία όλοι φεύγουν ενώ θέλουν να μείνουν, στην οποία ανήκουν χωρίς όμως να θέλουν να τη σκέφτονται, και η οποία τους θυμίζει τη χώρα τους που ενώ τους πληγώνει δεν μπορούν να σταματήσουν να αγαπούν. Ο Παδούρα γράφει για την Κούβα και μέσα στις γραμμές του βλέπουμε τη νοσταλγία ενός ονείρου, την επιθυμία γι’ αυτό που δεν έγινε. Οι φίλοι έφυγαν, ο καθένας κυνηγώντας κάτι που δεν θα βρει ακριβώς όπως το θέλει. Η ζωή δεν είναι άσπρη ή μαύρη και ο παράδεισος, στην αναζήτηση του οποίου έχει καταδικαστεί ο άνθρωπος να αναλώνεται, φαίνεται μάλλον να μην υπάρχει.
 









Wednesday, August 3, 2022

Δρόσος Δημήτρης - Κατά τη διάρκεια της παράστασης ακούγονται πυροβολισμοί

Πρωτοεμφανιζόμενος μεν στον χώρο του βιβλίου αλλά με μακρά πορεία σε άλλους τομείς όπως η υποκριτική τέχνη και η δημοσιογραφία, ο Δρόσος με το βιβλίο του «Κατά τη διάρκεια της παράστασης ακούγονται πυροβολισμοί» μας προσφέρει ένα διαφορετικό ανάγνωσμα, ελαφρύ αλλά και με βάθος, ευχάριστο αλλά και προς προβληματισμό. Ένα βιβλίο αστυνομικό, θεατρικό, υπαρξιακό, κοινωνικό και κωμικό συγχρόνως. 

Η αστυνομική πλοκή του, φέρει πάνω της ένα άλλο βιβλίο, μια κοινωνική κριτική, μια θεατρική παράσταση και σίγουρα μια ιδιαίτερη λογοτεχνική κατάθεση. 

Ο Δρόσος παίζει με τη γλώσσα με μια ευχέρεια που ξαφνιάζει τον ανυποψίαστο αναγνώστη. Οι λέξεις, επιλεγμένες προσεκτικά, σε πολλά σημεία με διπλό σημαινόμενο, ανοίγουν υποσυνείδητα μονοπάτια οδηγώντας το μυαλό σε ένα επιπλέον επίπεδο από αυτό που περιγράφει ο συγγραφέας. Δύσκολο και επικίνδυνο αυτό το παιχνίδι αλλά του Δρόσου "του βγαίνει" ακόμα και αν κάποιες φορές πλησιάζει -χωρίς όμως να αγγίζει- τα όρια της υπερβολής. 

Ο Δρόσος, ηθοποιός του θεάτρου, του κινηματογράφου αλλά και της τηλεόρασης, βρισκόμενος αυτή τη φορά από την μεριά του δημιουργού και όχι του ερμηνευτή, μεταφέρει τη σκηνή του θεάτρου στην καθημερινότητα της πόλης. Στήνει θεατρικές σκηνές μέσα στην πόλη και τους αμείλικτους θεσμούς της, μέσα στα σπίτια και τους χώρους ανάπαυσης και φυσικά μέσα στον αγαπημένο του χώρο, το ίδιο το θέατρο. 

Μέρος της ζωντάνιας που αποπνέει η γραφή σε αυτό το βιβλίο, οφείλεται στο κάλεσμα του συγγραφέα προς τα άψυχα αντικείμενα. Ένας τοίχος που παραδίνεται στο γκράφιτι, μια πόρτα που ανοίγει αυτόβουλα, δύο καφέδες που γίνονται μάρτυρες και κριτές μιας συζήτησης καθώς και το σπρέι και το κινητό ενός διωκόμενου που καθυστερούν ένα κυνηγητό προσπαθώντας να βοηθήσουν, δίνουν της αίσθηση ενός μαγικού σκηνικού μέσα στο οποίο μπορεί να συμβεί το οτιδήποτε.  

Οι σκηνές του βιβλίου εναλλάσσονται, φέρνοντας κοντά διαφορετικούς ανθρώπους, όλοι πραγματικοί, αληθινοί χαρακτήρες "της διπλανής μας πόρτας" κινούμενοι όμως μέσα σε μια πιραντελλική ατμόσφαιρα, που φαίνεται να χτίζεται από έναν πλακατζή αλλά και ανελέητο σκηνοθέτη της ζωής, με αποκορύφωμα την εξαφάνιση των ορίων ανάμεσα στην πραγματικότητα και το θέατρο.

Ο συγγραφέας, έχει αφουγκραστεί με παρατηρητικότητα αρπακτικού, τις μικρές λεπτομέρειες που κάνουν τους ήρωες του, αληθινούς. Μια φράση, η περιγραφή μιας κίνησης, ένα βλέμμα, ένας βήχας, ένας δισταγμός, ακόμα και οι  εσωτερικές σκέψεις των ηρώων τούς κάνουν να αναπνέουν, σαν το δημιούργημα ενός Πυγμαλίωνα.

Ο Δρόσος ως ένας ηθοποιός που έχει ενσαρκώσει διαφορετικούς χαρακτήρες, έχει αναγκαστεί να μάθει τι είναι αυτό που κάνει την κίνησή αυτόματη και φυσική, έχει προσπαθήσει να νιώσει τι νιώθουν οι ήρωές του και έχει κλάψει και γελάσει με ξένους πόνους και χαρές. Αυτή την εμπειρία τόσων χρόνων δείχνει να  χρησιμοποιεί, με μεγάλη επιτυχία στο βιβλίο του.

Ένα πτώμα και γύρω ένα γαϊτανάκι χαρακτήρων. Σαν να τους βλέπω με τα κουστούμια τους στη σκηνή αλλά και έξω από αυτήν. 

Ο συνταξιούχος, με τη ζωή μισή ή ολόκληρη, η πιθανή φιλενάδα, η γειτόνισσα, ο επαναστάτης και ο ασφαλίτης. 

Στήνουν , ξεστήνουν, υφαίνουν την πλοκή της ζωής την απρόβλεπτη αλλά και κυκλική συγχρόνως. Ένας κύκλος που περικλείει  την εκδίκηση, τον πόνο και τη λύτρωση.

Ένας πιθανός θάνατος που γίνεται γιορτή για τους παρευρισκομένους, μια πιθανή αυτοκτονία που ανοίγει έναν δρόμο, ένας βασανισμός με μουσική, η συνύπαρξη αυτού που βάφει με αυτόν που σβήνει, και μια χαρτόκολλα στο συρτάρι, μάρτυρας νοικοκυροσύνης και σταθερότητας μέσα σε όλον αυτόν τον παραλογισμό της ζωής. 

Και στο τέλος μετά από αυτή την ανανεωτική ανάγνωση, περιλαμβάνονται στο βιβλίο δύο διηγήματα του ίδιου συγγραφέα, στα οποία επιδεικνύει την ίδια μαεστρία, ξεσκονίζει το σκηνικό της αρχαίας Ελλάδας και με την πυκνή του γραφή προσφέρει στον αναγνώστη δυο μικρές ευχάριστες και περιεκτικές ιστορίες.

Σίγουρα ένα βιβλίο που δεν περνάει απαρατήρητο. Το συστήνω ανεπιφύλακτα.


Εκδ. Κέδρος

Σελίδες: 248



 


Saturday, May 7, 2022

Αντιγόνη Κουράκου - Transfiguration


Η Αντιγόνη Κουράκου ξεκίνησε την καριέρα της ως συντηρήτρια έργων τέχνης, επάγγελμα το οποίο ασκεί έως και σήμερα. Οι σπουδές της την έφεραν σε επαφή με την κατασκευή ψηφιδωτού, τέχνη στην οποία εντρύφησε για κάποιο διάστημα μέχρι να την απορροφήσει σχεδόν αποκλειστικά η αγάπη της για τη φωτογραφία.

Στο βιβλίο της με τίτλο Transfiguration, που εκδόθηκε πρόσφατα από τον Νορβηγικό εκδοτικό οίκο βιβλίων τέχνης Skeleton Key Press, (με ιδρυτή τον  Russell Josli, τέως εκδότη του έντυπου περιοδικού φωτογραφίας Shots), εμφανίζεται μια αντιπροσωπευτική επιλογή από αρκετές φωτογραφίες του ώριμου έργου της Αντιγόνης.



Γυρνώντας τα φύλλα βλέπω ότι οι περισσότερες φωτογραφίες παίζουν με το σώμα. Το σώμα μέσα στον χώρο, το σώμα ως μέτρο, το σώμα μόνο του. Μέλη διαμελισμένα, μέλη μέσα στη φύση. Σώμα ολόκληρο, ως φόρμα, ως σκιά, ως αποτύπωμα. Οι φωτογραφίες που βλέπω εγώ, διηγούνται την ιστορία του σώματος μέσα στον κόσμο. Και κάθε φορά που τη διαβάζω, η ιστορία είναι διαφορετική.



56
Σε πολλές από τις φωτογραφίες παρατηρώ τις καθαρές γραμμές, το απόλυτο περίγραμμα, και την εκτυφλωτική αντίθεση του μαύρου με το άσπρο. Άλλες πιο απαλές, χωρίς τονικές αντιθέσεις, κυριαρχούνται από τόνους του γκρι σχεδόν ομοιόμορφους, χωρίς όμως να κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν "επίπεδες". Είναι αξιοπρόσεκτο το πως η Αντιγόνη καταφέρνει και στήνει κάποιες πολύ δυνατές φωτογραφίες χωρίς να χρησιμοποιεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά «όπλα» της ασπρόμαυρης φωτογραφίες, το contrast. Ο κορμός και τα χέρια του μοντέλου της στην φωτογραφία της σελίδας 56 κοντεύουν να ενσωματωθούν τονικά στο φόντο, και όμως βγαίνουν τόσο μπροστά, με μια κίνηση που παγιδεύει ταυτόχρονα το βλέμμα και τη σκέψη του θεατή.


42,43
Σχεδόν το ίδιο, αν και με λίγη παραπάνω αντίθεση συμβαίνει και στις φωτογραφίες 42 και 43. Με μια πρώτη ματιά βλέπω μια γυναίκα που μοιάζει σαν να είναι κρεμασμένη στον τοίχο. Κοιτώντας πιο προσεκτικά καταλαβαίνω ότι τα χέρια της σχηματίζουν μια χορευτική κίνηση και το σώμα τελικά είναι ελεύθερο. Τη μία στιγμή βλέπω εκεί τον Χριστό επί ξύλου κρεμάμενο, την άλλη τον εαυτό μου κάτω από μια κουβέρτα. Η εικόνα είναι τόσο δυνατή που με κάνει να κοιτάξω αλλού. Στη διπλανή σελίδα, η φωτογραφία ενός παραθύρου. Και εδώ τα χρώματα μουντά. Ένα παλιό σπίτι, μια κουρτίνα που αγκαλιάζει στην κυριολεξία το παράθυρο. Οι δύο φωτογραφίες υπάρχουν όπως ένα τραγούδι fado, μέσα στην ησυχία μιας πολύ βαθιάς νύχτας.


90,91-98,99





Tο μάτι του θεατή ξεκουράζεται στο γκρίζο μέχρι να κοιτάξει σελίδες όπως οι 90,91,98 και 99. Εκεί σαν να μας φυλάει ένα σκωτσέζικο ντους, η Αντιγόνη εκτοξεύει τις αντιθέσεις του ασπρόμαυρού της. Μέσα από το μαύρο ξεπροβάλει μισό χέρι, μέσα από το άσπρο ξεπροβάλει το απόλυτο σκοτάδι. Οι μορφές της αποκτούν όγκο, σκίζουν το χαρτί. Δεν μπορώ να σταματήσω να κοιτάω.




82,83
Πιο πέρα στις σελίδες 82 και 83 η γυναίκα ξεκουράζεται στο αρχαίο θέατρο κάτω από ένα δέντρο. Το δέντρο παρέχει σκιά, η γυναίκα θα μπορούσε να του παρέχει ιδέες. Δεν είναι ξεκάθαρο ποιος από τους δύο κινεί τη σχέση, αλλά το σίγουρο είναι ότι υπάρχει σχέση. Ο θεατής ηρεμεί με την αλληλεπίδραση των δύο. Διπλά ένας λευκός δίσκος παραπέμπει σε φεγγάρι μέσα σε δέντρα που και αυτά μας αφήνουν μόνο να υποψιαστούμε την ύπαρξη τους. Πάλι αντίθεση του άσπρου με το μαύρο. Οι τόνοι στις φωτογραφίες βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία.




64-65
64,65
Και ανάμεσα σε αυτόν το ορυμαγδό σωμάτων η Αντιγόνη Κουράκου μας χαρίζει τοπία. Στη σελίδα 64 τα δέντρα της καθιστούν την οποιαδήποτε παρουσία ανθρώπων περιττή. Τα δέντρα της Αντιγόνης αποκτούν υπόσταση ζωντανών σωμάτων και μεταμορφώνονται με κάθε επιπλέον κοίταγμα. Δεν θα μου έκανε εντύπωση αν την επόμενη φορά που τα δω, έχουν αρπάξει φωτιά.

Δίπλα τους, στη σελίδα 65, ένα χέρι. Μια ύπαρξη μέσα στη νεκρή φύση δηλώνει την παρουσία της. Το αποτέλεσμα είναι ανατριχιαστικό.





72,73
Φωτογραφία στη σελίδα 73. Η γυναίκα γυρνάει. Πρώτη λέξη που έρχεται στο μυαλό μου είναι η «φυγή», και όμως το σώμα είναι ταυτόχρονα έτοιμο να δεχτεί. Στην πρώτη ματιά βλέπω τον έντονο συμβολισμό. Κλειδί, πόρτα, γυναίκα που στρέφει το σώμα να μην βλέπει. Στη δεύτερη και τρίτη ματιά βλέπω τον τοίχο σε πρώτο πλάνο. Το άσπρο του χρώμα μού δίνει την αίσθηση της απόλυτης έλλειψης ήχου. Και δίπλα τα ίχνη ενός πλοίου εξισορροπούν τον ήχο υπονοώντας μια βουή. Καταπληκτική αίσθηση.





35,93,13,61
Συνεχίζοντας το ταξίδι με οδηγό την Κουράκου, ταξιδεύοντας μπρος και πίσω βλέπω τις φωτογραφίες στις σελίδες 18,35,93,102 και 103 που μου φέρνουν έντονα στο νου έργα της ιαπωνικής χαρακτικής. Η πολυεπίπεδη ματιά της Αντιγόνης, «ξύνει» την εικόνα αφήνοντας από κάτω μικρές λεπτομερείς ζάρες.

Οι μεγάλοι όγκοι αντικαθιστούνται από λεπτές ίνες φωτός. Το σώμα που εισβάλει βίαια στη φύση (σελίδα 19 και 23) δίνει την θέση του στο φύλλο/κόσμημα (σελίδα 18) και στην χορογραφία των ψαριών/σκιών. (σελίδα 102).



19,102-23,18
Η Αντιγόνη αποδίδει τη δική της εικόνα στις «ιδέες» που αντιστοιχούν στο κάθε σώμα της φύσης. Η δύναμη της φωτογραφίας της, πιστεύω βρίσκεται ακριβώς στην ικανότητα της να μεταφέρει στον θεατή ένα «νόημα», κάθε φορά μεταβαλλόμενο αλλά ποτέ ανύπαρκτο, το ανεξάντλητο δηλαδή χαρακτηριστικό όλων των έργων τέχνης.

Παραθέτοντας την δική μου «ανάγνωση» του φωτογραφικού λευκώματος της Αντιγόνης Κουράκου, θέλω απλώς να μεταφέρω τον ενθουσιασμό μου για τη δουλειά της και την ελπίδα μου να μπορέσω να δω τις φωτογραφίες που περιλαμβάνονται μέσα σε αυτό το βιβλίο, σε μια έκθεση που πιστεύω ότι θα προσέφερε στον επισκέπτη μια μεγάλη αισθητική περιήγηση.


Antigone Kourakou - Transfiguration (Skeleton Key Press)






Friday, February 18, 2022

Μισέλ Ουελμπέκ - Εκμηδένιση (με μικρά spoilers)



Δεν ένιωθε και πολλά, δηλαδή καμία οδύνη, περισσότερο ένα είδος κάπως αφηρημένου οίκτου για τον εαυτό του, κι επίσης, πιο ανησυχητικό αυτό, την αίσθηση πως άδειαζε. Ίσως αυτό να νιώθεις, σκέφτηκε, όταν έχεις ακατάσχετη αιμορραγία. 


Η ανάγνωση του νέου βιβλίου του Ουελμπέκ μου άφησε την αίσθηση ότι ο συγγραφέας μας κάνει πλάκα. Φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου, φανταζόμουν τον Ουελμπέκ να κάθεται στο σπίτι του απολαμβάνοντας τις κριτικές που σταδιακά ξεφυτρώνουν στον λογοτεχνικό τύπο σιγομουρμουρίζοντας: «το έχαψαν οι ηλίθιοι».

Παρόλο που και τα υπόλοιπα βιβλία του, κρύβανε, πίσω από την κυνική γραφή, ψήγματα ευαισθησίας, το νέο του βιβλίο είναι τόσο εμποτισμένο από αυτή, που κάνει την αύξηση της να θυμίζει την πορεία της ηφαιστειακής λάβας, η οποία ελλείψει επαρκούς ρήγματος που θα εκτονώσει την ενέργεια της, ξεσπάει σε πανηγυρικές εκρήξεις γραπώνοντας τον ανύποπτο περαστικό και λούζοντας τον ολόκληρο με την καυτή, διεισδυτική ουσία της.

Με τον ίδιο τρόπο η «Εκμηδένιση» γραπώνει τον αναγνώστη, οδηγώντας τον σε μια ρέουσα ανάγνωση, εμπλέκοντας τον στις σχεδόν εμμονικές και επίμονες (στο σύνολο του συγγραφικού του έργου) αναζητήσεις του συγγραφέα, τόσο στις υπαρξιακές, που σχετίζονται με τον θάνατο, την αθανασία, το γήρας, την αυτοκτονία, τη σεξουαλικότητα και την αρρώστια όσο και στις πολιτικο-κοινωνικές, ενσωματώνοντας μέσα στην πλοκή του, την αγωνία του για το μέλλον της ανθρώπινης κοινωνίας, την παγκοσμιοποίηση, τα κινήματα αμφισβήτησης και αντίδρασης που κινούνται στα όρια των δημοκρατικών μας ανοχών, θέματα κοινωνικά, όπως η παρένθετη μητρότητα, η δημόσια υγεία, η υιοθεσία και τόσα άλλα αμέτρητα που θίγονται μέσα σε μια πλοκή που δεν αποτελεί απλώς ένα όχημα για τη μεταφορά τους, ούτε κτίζεται με σκοπό να τα συμπεριλάβει, αλλά τα ενσωματώνει αυτόματα μέσα της, ως αναγκαία κομμάτια της ύπαρξης της. Ο Ουελμπέκ περιγράφοντας απλώς αυτό που βλέπει καταφέρνει να φιλοσοφεί. Αγγίζει την επιφάνεια και αποκαλύπτει αυτό που κρύβεται από κάτω , σαν ένα ταχυδακτυλουργός ικανός να βυθίζεται στο νερό χωρίς να δημιουργεί κανέναν κυματισμό που να προδίδει αυτή του τη διείσδυση.

Ως συγγραφέας που έχει κερδίσει με την πένα του τους χαρακτηρισμούς του κυνικού ισλαμοφοβικού μισανθρωπιστή και όχι μόνο, βρίσκεται στην προνομιούχα θέση να μπορεί να εκφράσει βαθύτατες ανθρώπινες ευαισθησίες χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί γλυκανάλατος.

Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, «ξεφλουδίζεται» από τον Ουελπέκ στη διάρκεια του βιβλίου, χάνοντας σιγά-σιγά όλη την κυνική του επιφάνεια με την οποία ήταν τυλιγμένος, και αποκαλύπτοντας στο βάθος έναν άνθρωπο βαθιά συναισθηματικό και απόλυτα τρομαγμένο. Έναν λίγο πιο εξελιγμένο θα έλεγα εγώ, Φλωριάν της «Σεροτονίνης».

Το γεγονός ότι ο Πωλ μιλάει ανοιχτά στον πατέρα του για πρώτη φορά μόνο όταν αυτός δεν μπορεί να αντιδράσει και πιθανόν ούτε να καταλάβει, χτυπημένος όπως είναι από ένα βαρύ εγκεφαλικό, δείχνει τον φόβο του απέναντι στους άλλους. Ο Πωλ θλίβεται, φοβάται, γαμάει, αποφεύγει, προσπαθεί, αγχώνεται, διστάζει ενώ συγχρόνως κρίνει, αποπαίρνει και προσβάλει. Είναι ο απόλυτος «Ουελμπεκικός» χαρακτήρας.

Ο Ουελμπέκ είναι αυστηρός και δεν συγχωρεί ανούσιες ευαισθησίες στους ήρωες του. Τους κτίζει αργά, προσθέτοντας κομμάτια όσο προχωράει η πλοκή, περνώντας από μια υπεροπτική ματιά σε μια βαθιά ψυχολογική προσέγγιση του χαρακτήρα τους και της συμπεριφοράς τους. Ο Πωλ είναι το κέντρο του μυθιστορήματος, αλλά γύρω του χτίζεται ένα δίκτυο από καλοφτιαγμένους χαρακτήρες, οι οποίοι λειτουργούν ως «κλειδιά» στην αποκάλυψη του ανθρώπινου στοιχείου του.

Το βιβλίο όπως ανέφερα πιο πάνω, κινείται σε δύο άξονες. Ο αναγνώστης πληροφορείται από την πρώτη σελίδα για κάποια βιντεάκια που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο με τη σκηνοθετημένη «εικονική» δολοφονία του υπουργού οικονομικών. Οι διαδικτυακές επιθέσεις θα συνεχιστούν και θα παρατίθενται παράλληλα με την παρακολούθηση της ζωής του Πωλ, που είναι το δεξί χέρι του υπουργού. Όσο προχωράει η πλοκή, η ισορροπία αλλάζει ανάμεσα σε αυτές τις δύο υποθέσεις και η βαρύτητα μετατίθεται από το κοινωνικό στο προσωπικό.

Άλλωστε, οι κοινωνικές καταστάσεις που περιγράφει, έχουν άμεσες επιπτώσεις στην προσωπική ζωή όλων. Μέσα από την ασθένεια του πατέρα του Πωλ αλλά και άλλου ήρωα του βιβλίου προβάλλεται το τεράστιο πρόβλημα της δημόσιας υγείας και της αντιμετώπισης των ηλικιωμένων. Η κοινωνία της ευημερίας δεν επιτρέπει στους πολίτες της να γεράσουν. Οι γέροι , οι ασθενείς και οι ανήμποροι κρύβονται σε ιδρύματα κολαστήρια αν δεν έχουν την δυνατότητα να πληρώσουν για κάτι παραπάνω. Ο καρκίνος που σαρώνει τους άνω των εξήντα δημιουργεί ασθενείς εξαρτημένους απόλυτα από ένα σύστημα που δεν μπορεί να τους αντέξει. Ο Ουελμπέκ διαλέγει να ασχοληθεί με την ασθένεια που χωρίς κανένα έλεος αναγκάζει τον άνθρωπο να κοιτάξει καταπρόσωπα τον επικείμενο θάνατο του. Ασθένεια που βιώνεται ακόμα πιο δύσκολα στην εποχή μας, τόσο λόγω της μαρτυρικής παράτασης που της δίνει η εξέλιξη της ιατρικής όσο και λόγω της αδυναμίας του σύγχρονου ανθρώπου, του γαλουχημένου με τα ιδεώδη του ατομικισμού, να δεχτεί τη σταδιακή αποσύνθεση της ύπαρξης του και την πορεία του προς ένα τέλος στερημένο από την υπόσχεση μιας μεταφυσικής συνέχειας.

“Ο αληθινός λόγος της ευθανασίας είναι στην πραγματικότητα ότι δεν αντέχουμε τους γέρους, δεν θέλουμε καν να ξέρουμε ότι υπάρχουν, γι’ αυτό τους παρκάρουμε σε ειδικά ιδρύματα μακριά από τα βλέμματα των άλλων ανθρώπων. Σχεδόν οι πάντες σήμερα θεωρούν ότι η αξία ενός ανθρώπου μειώνεται όσο αυξάνεται η ηλικία του, ότι η ζωή ενός νέου κι ακόμα περισσότερο ενός παιδιού, έχει πολύ μεγαλύτερη αξία απ΄ό,τι η ζωή ενός πολύ γέρου…» 

Στον αντίποδα η αγάπη, η συντροφικότητα και η ελπίδα που κάποιοι ακόμα συντηρούν για τη συνέχεια της ύπαρξης μας σε κάποια άλλη μορφή (αυτή η ελπίδα υπήρχε διάχυτη και στο βιβλίο του «Η δυνατότητα ενός νησιού») μπορεί να κάνουν την ασθένεια πιο υποφερτή. Ο Ουελμπέκ, το κακό παιδί της λογοτεχνίας, μας εκπλήσσει με τη βαρύτητα που αποδίδει στα ανθρώπινα συναισθήματα, φτάνοντας στο σημείο να εξισώνει τη γλυκιά επίδραση της μορφίνης με τη δύναμη της συντροφικής αγάπης.

«Κι έπειτα, συνέχισε μετά από άλλον έναν δισταγμό, υπάρχουν άνθρωποι που τους αγαπούν μέχρι την τελευταία μέρα τους, όσοι έχουν έναν ευτυχισμένο γάμο για παράδειγμα. Δεν είναι καθόλου ο κανόνας, πιστέψτε με. Εν τοιάυτη περιπτώσει, θεωρώ ότι η αντλία μορφίνης περισσεύει, η αγάπη φτάνει και με το παραπάνω, άλλωστε, αν θυμάμαι καλά, δεν σας αρέσουν και τόσο οι οροί» 

Η πλοκή του βιβλίου διανθίζεται με τα όνειρα του Πωλ, τα οποία ο συγγραφέας εισάγει απροειδοποίητα, και με αυτόν τον τρόπο, δημιουργεί στον αναγνώστη απόλυτη συνείδηση των φοβικών συναισθημάτων που καθορίζουν την ύπαρξη του ατόμου, το οποίο κάποια στιγμή συνειδητοποιεί τη σχεδόν μηδενική επιρροή που έχει σε βασικά γεγονότα της, όπως η γέννηση και ο θάνατος του. Τα όνειρα, φανερώνουν στον ορθολογικό εαυτό το κομμάτι του εγκεφάλου που δεν ορίζει, αυτό που του έχει αφήσει δώρο ο πρωτόγονος εαυτός του, αυτό που ξεφεύγει από κάθε προσπάθεια έλλογης χειραγώγησης.

Το εφιαλτικό σενάριο των κυβερνοεπιθέσεων, η αδυναμία ελέγχου του γήρατος, η δυσκολία των σχέσεων, το αδιέξοδο της πολιτικής η ασθένεια. Εκεί που νομίζεις ότι ο Ουελμπέκ τα γκρεμίζει όλα, καταλαβαίνεις πόσο λάθος κάνεις. Μέσα σε όλο αυτό το χάος, υπάρχει κάτι. Αυτό που λιγότερο περιμένεις από αυτόν. Ένας ύμνος, στον αιώνιο εχθρό του κυνισμού του, τη ζωή

Ο Ουελμπέκ γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια την «πολιτική ορθότητα» που έχει φτάσει πλέον στην εποχή μας να απειλεί την ελευθερία του λόγου, καταφέρνει να συνδυάζει την αμφισβήτηση της με τη συγγραφική μαεστρία, τον ρεαλισμό με την ποιητικότητα και τον μηδενισμό με την ελπίδα. Αν και είναι μάλλον απίθανο να καταλήξει με κάποιο βραβείο στα χέρια του, λόγω ακριβώς της «επικινδυνότητας» του, είναι σίγουρο ότι έχει ήδη κερδίσει πολύ περισσότερα μέσω της αναγνωσιμότητας του και της εκτίμησης που απολαμβάνει από το φανατικό κοινό του.

Ένα καταπληκτικού βιβλίο. Περιμένω ήδη το επόμενο του.

«Το αχανές δάσος που εκτεινόταν μπροστά τους δεν ήταν ακίνητο, ένα ελαφρύ αεράκι έκανε τα φύλλα να κουνιούνται, και αυτή η πολύ ελαφριά κίνηση ήταν ακόμα πιο γαληνευτική απ’ό,τι μια πλήρης ακινησία, το δάσος έμοιαζε να δονείται από μια ήρεμη αναπνοή, απείρως πιο ήρεμη απ’οποιαδήποτε αναπνοή ζώου, πέρα από κάθε ταραχή και από κάθε συναίσθημα, διαφορετική ωστόσο από το ανόργανο στοιχείο, πιο εύθραυστη και πιο τρυφερή, ένα πιθανό ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ ύλης και ανθρώπου, ήταν η ζωή στην πεμπτουσία της, η ήσυχη ζωή, που δεν ξέρει από μάχες και πόνους. Δεν παρέπεμπε στην αιωνιότητα, δεν ήταν αυτό το ζήτημα, όταν όμως χανόσουν στην ενατένιση της, ο θάνατος έμοιαζε πολύ λιγότερο σημαντικός.» 

Thursday, January 13, 2022

Ζαν-Πωλ Ντυμπουά - Δεν κατοικούν όλοι οι άνθρωποι τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο


Ο Πωλ Γιάνσεν, που βρίσκεται κρατούμενος σε μία φυλακή του Μόντρεαλ, είναι ένας μυθιστορηματικός ήρωας που δεν κατέχει κανένα από τα χαρακτηριστικά που θα μπορούσαν να ευθύνονται για τον εγκλεισμό του. Αυτό από μόνο του, δίνει ένα μυθοπλαστικό πλεονέκτημα στην εκκίνηση της ανάγνωσης, δημιουργεί ερωτήματα, απαιτεί απαντήσεις και αμφισβητεί την επίπλαστη αίσθηση ασφάλειας τού μέσου νομιμόφρονα πολίτη. 

Ο «συγκάτοικος» του, ο Πάτρικ αντιθέτως, ως φερόμενος δολοφόνος ενός μέλους των Hell’s Angels, γνωστής λέσχης μοτοσικλετιστών τύπου Harley, όχι απλώς ταιριάζει με τον περίγυρο του αλλά και λόγω μεγέθους θα έλεγε κάποιος πως κατέχει και μισή θέση επιπλέον, σε αυτό το μικροσκοπικό κελί των φυλακών του Μπορντώ. Στην πορεία της συγκατοίκησης τους όμως στο μικρό τους combo, ο τρομακτικός φαινομενικά Πάτρικ, θα φανερώσει πολύ πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά, συναισθήματα, φόβους και ανησυχίες από τους «κανονικούς» ανθρώπους του περιβάλλοντος του Πωλ. Μέσα στο μικρό τους κελί, θα αναρωτηθεί για το σύμπαν, θα λιγοψυχήσει με την επικείμενη επίσκεψη της μητέρας του και θα χάσει το χρώμα του μπροστά στην απειλή του ακρωτηριασμού μίας .. . τρίχας του.

«Είδα κάτι απίστευτο στη τηλεόραση. Ένα ντοκιμαντέρ για τη «Σκοτεινή Εποχή». Το ήξερες εσύ; Χέστηκα πάνω μου. Λένε πως όταν ξεκίνησε το όλο κόλπο, 300 ή 400 χιλιάδες χρόνια μετά το Μπιγκ Μπανγκ, δεν είμαι και σίγουρος για τα νούμερα, τέλος πάντων, είναι όπως με τα μηδενικά των στεγαστικών, βασικά δεν κάνει διαφορά. Σε κάθε περίπτωση, μετά τη γνωστή έκρηξη όπου γαμήθηκε το όλο σύμπαν, ο ουρανός πάγωσε ξανά και όλα βούλιαξαν στο μαύρο σκοτάδι. Μαύρο, πίσσα. Φαντάζεσαι την αίσθηση; Μηδέν ζωή, εντελώς μηδέν. Διάολε, όταν βλέπεις τέτοια πράγματα, σου κόβονται οι μαγκιές και λες μέσα σου ότι ερχόμαστε από πολύ μακριά. Την καταλαβαίνεις εσύ αυτή τη μαλακία με το άπειρο; Εγώ ποτέ δεν την κατάλαβα. Ένα πράγμα που δεν τελειώνει, όχι αυτό δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μου. Είναι υποχρεωτικό κάπου να υπάρχει ένα τέρμα. Απλά δεν φτάσαμε ακόμα εκεί. Μόνο που άμα φτάσεις εκεί, στο τέρμα, τότε υποχρεωτικά θα αναρωτηθείς: και τι είναι μετά το τέρμα; Ένα τέρμα χωρίς τέλος; Και ξανά από την αρχή». Σελ 217

Οι ήρωες του βιβλίου του Ντυμπουά , προέρχονται από διάφορα μέρη του κόσμου, συγκροτώντας το κατάλληλο ψηφιδωτό πάνω στο οποίο κινείται ο Πωλ και δίνοντας στις καταστάσεις που διαδραματίζονται ένα οικουμενικό χρώμα. Ο καθένας τους, παρά το γεγονός ότι κουβαλάει μαζί του κάτι από τις ρίζες του, είναι ένας άνθρωπος ακριβώς ίδιος με τους άλλους. Αυτό όμως που διαχωρίζει την ύπαρξη του ενός από τον άλλον είναι, ο βαθμός και ο τρόπος διείσδυσης τους σε αυτό που αποκαλούμε «κόσμο».

Η γυναίκα του Πωλ, η Γουινόνα Μαπάσε, γεννημένη από Ιρλανδό πατέρα και Ινδιάνα μάνα, ενσωματώνει στην παρουσία της, τη δύναμη της γης και του μύθου. Κουβαλάει μαζί της το βλέμμα των λύκων , εμπλουτίζει το σπίτι τους με τη Νουκ τη σκυλίτσα που έσωσε από βέβαιο θάνατο και φέρνει στη ζωή τους το νόημα που έλειπε.

Στα μάτια μου η Γοινόνα αποτελούσε την υπέροχη επιτομή δύο αρχαίων κόσμων. Από την Ιρλανδή μητέρα της είχε κληρονομήσει τη δύναμη να σκαλίζει τη γη όπως κάνει κι η ζωή, παραμερίζοντας τα εμπόδια σαν να έπρεπε να πλάσει την κάθε μέρα με τα ίδια της τα χέρια. Παιχνιδιάρα, χαρούμενη, με μια εντιμότητα ανεπίληπτη, είχε επιπλέον αυτή την πατροπαράδοτη καχυποψία απέναντι στους Άγγλους. Από τη μεριά των αυτόχθονων προγόνων της, είχε διατηρήσει την ικανότητα να συντονίζεται με τον κόσμο που δεν είναι χειροπιαστός, να ενώνεται μαζί του, διαβάζοντας τα μηνύματα του ανέμου, τα βροχερά σύννεφα, ή ακούγοντας τον τριγμό των δέντρων. Σελ 183

Ο πατέρας του Πωλ, ο Γιοχάνες, ένας Δανός Πάστορας , μετακομίζει στη Γαλλία και μετέπειτα στον Καναδά, χάνοντας σταδιακά την πίστη του, σαν ένα μπουκάλι με τρύπιο πάτο, αφήνοντας σε κάθε κομμάτι της διαδρομής του και λίγο από τον εαυτό του.

Να ξέρετε όμως ότι, όλα αυτά τα χρόνια που πέρασα εδώ, συμπεριφέρθηκα σαν ένας αφοσιωμένος και έντιμος υπάλληλος. Ακόμα και αν αυτοί οι όροι φαντάζουν σήμερα περίεργοι. Ακόμα κι αν, εδώ και καιρό η πίστη με έχει εγκαταλείψει. Ακόμα κι αν η προσευχή έχει γίνει για μένα κάτι το αδύνατο. Σύντομα θα έχετε όλο το χρόνο και όλο το περιθώριο να με κρίνετε και να με καταδικάσετε. Σας ζητώ λοιπόν να συγκρατήσετε στη μνήμη σας αυτή την πολύ απλή φράση που έλεγε ο πατέρας μου και που τη χρησιμοποιούσε για να μειώσει τη βαρύτητα των λαθών που κάνουν οι άνθρωποι: « Δεν βαραίνουν όλοι οι άνθρωποι τη γη με τον ίδιο τρόπο. «Είθε ο Θεός αν σας βλέπει, να σας έχει καλά».

Η μητέρα του, η Αννά Μαντλέν Μαρζερί, γεννημένη στην Τουλούζη, κόρη ιδιοκτητών κινηματογράφου, είναι υπέρμαχος της προοδευτικότητας και εχθρός του πουριτανισμού. Πανέμορφη και τόσο διαφορετική από τον σύζυγο – πάστορα, που γνώρισε στο Σκάγκεν, τη γενέθλια πόλη του, τον φωτογραφίζει -σε μια επίσκεψη της εκεί- μπροστά σε μια μισοβυθισμένη στην άμμο, εκκλησία. Την ίδια εκκλησία που δίνοντας του την πίστη του, σημάδεψε την πορεία της ζωής του.

"Ρε φίλε, για τη μάνα σου μιλάς. δεν μιλάνε έτσι οι άνθρωποι για τη μάνα τους, γαμώ το κέρατο μου, είναι σιχαμερό. Άκου εκεί, εντυπωσιακής ομορφιάς"! Λες και μιλάς με για καμιά μπαργούμαν απ'το Λαβάλ [...] Και αυτός ο πάστορας ήταν που ζούσε με την "εντυπωσιακή ομορφιά"; Κι αυτό, ρε φίλε, σιχαμερό είναι. Ξέρω ότι οι πάστορες έχουν δικαίωμα να το κάνουν, αλλά, διάολε, όπως και να το δεις, είναι γάμησε τα, με τη μάνα σου, έτσι που μου την έχεις περιγράψει, είναι άρρωστο ρε φίλε, αρρωστημένο. Λυπάμαι πολύ, αλλά εμείς οι καθολικοί δεν τα έχουμε συνηθίσει αυτά. Σ'εμάς  κανείς δεν γαμάει κανέναν. Οι παπάδες δεν έχουν δικαίωμα για τέτοια. Ούτε ένα γαμησάκι στο όρθιο, ούτε μια στο τόσο. Επισήμως βέβαια. Κι έρχεσαι τώρα εσύ, με τον πατέρα σου, που κάνει τη δουλίτσα του με την εντυπωσιακή σου μάνα, λίγο πριν πάει στην εκκλησία, ναι, λυπάμαι πολύ, μου ακούγεται άρρωστο όλο αυτό".

Ο φίλος του Πωλ, ο Κϊραν Ρϊντ, Κεμπεκιανός με αγγλική καταγωγή, κάνει μια δουλειά που όπως και η δουλειά του Πάστορα, είναι εντελώς αντίθετη από τη φύση του. Ως «εκτιμητής της αξίας των νεκρών» κύριο καθήκον του είναι να μεταφράζει την αξία της ανθρώπινης ζωή σε χρήματα. Υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρίας, προσπαθεί να μειώσει τις αποζημιώσεις που χρωστάει αυτή στους συγγενείς των άτυχων ασφαλισμένων της. Ο Γιοχάνες και ο Κίραν αναγκάζονται να αποτιμήσουν την αξία της ζωής των ανθρώπων, κρίνοντας από τις κρυφές και φανερές τους πράξεις και να επιβάλλουν την κατάλληλη «τιμωρία» ακολουθώντας και οι δύο τις επιταγές μια ανώτερης αρχής. Ο πρώτος, τις επιταγές της εκκλησίας και του θεού και ο δεύτερος της ασφαλιστικής εταιρείας την οποία υπηρετεί.

«Ακούγεται περίεργο, αλλά η υγεία ενός νεκρού μπορεί να επηρεάσει το ποσό της αποζημίωσης. Ένας καπνιστής θα δει την αξία του να πέφτει. Ένας που λαμβάνει θεραπεία για υπέρταση, ακόμα περισσότερο. Οροθετικός, αχ, εδώ έχουμε κατάρρευση, κυριολεκτικά. Φανταστείτε ότι στα διαγράμματα που χρησιμοποιεί ο κλάδος μου και τα σώματα των ενόρκων, ένα θύμα που είναι κοινωνικός τύπος, που βγαίνει έξω βόλτες, που συναντάει τους φίλους του, που ασχολείται με αθλητικές δραστηριότητες (αυτοί οι άνθρωποι ονομάζονται outdoorsy people), κοστίζει πιο ακριβά από έναν μοναχικό τύπο, που μένει σπίτι του και διαβάζει βιβλία ή βλέπει τηλεόραση. Βασικά, βλέπετε, η Αμερική είναι αυτός ο θαυμάσιος τόπος, αυτή η μαγική επικράτεια, όπου οι νεκροί πρέπει να είναι αθλητικοί, δραστήριοι και, κυρίως, υγιείς. Υπάρχει επίσης ένα συμπληρωματικό πριμ για τους συγγενείς των νεκρών οι οποίοι ασκούσαν ανελλιπώς αυτό που ονομάζεται «πιστή οικογενειακή σεξουαλική δραστηριότητα». (σελ172)

Η διήγηση στο βιβλίο του Ντυμπουά κυλάει απολαυστικά, εναλλάσσοντας περιγραφές από τη ζωή του Πωλ στη φυλακή, με κομμάτια της «έξω» ζωής του, δίνοντας στον αναγνώστη, σιγά σιγά, στοιχεία από την παιδική ζωή του ήρωα, την οικογένεια του, και την ενήλικη του πορεία. Το γεγονός που θα τον φέρει στη φυλακή δεν αποκαλύπτεται παρά μόνο προς το τέλος του βιβλίου, όταν πια ο Πάτρικ, έχει κερδίσει τη συμπάθεια ακόμα και του πιο δύσκολου αναγνώστη.

Ο Πωλ είναι συμπαθής γιατί νοιάζεται για τους άλλους. Ο αναγνώστης αισθάνεται ότι θα είναι εκεί δίπλα του να τον βοηθήσει σε κάθε αναποδιά. Λειτουργεί αντίθετα από τις επιταγές της εποχής μας, αντίθετα από αυτό που επιβάλλουν τα οικονομικά κριτήρια, αντίθετα από τον φοβικό νέο πρόεδρο της συνέλευσης των ιδιοκτητών στο Excelsior, συγκρότημα κατοικιών στο οποίο εργάζεται ως επιστάτης.

Ο Πωλ αγαπάει τη Γουινόνα, τη γυναίκα του, που πετάει στον ουρανό με το Beaver της , τη Νουκ που χώνει τη μουσούδα της στη μασχάλη του, τον Ριντ που παλεύει με το μισητό του επάγγελμα, τη μητέρα του που δεν μοιάζει με μαμά, τον πατέρα του που είναι πιο αδύναμος από τα κηρύγματα του και τον Πάτρικ, τον δολοφόνο που φοβάται τα ποντίκια, το κούρεμα και το ατελείωτο του κόσμου μας.

Το βιβλίο του Ντυμπουά, είναι ένα βιβλίο που προσφέρει πολύ περισσότερα από μια απλή αναγνωστική απόλαυση. Έχει αυτό το «κάτι» που κάνει τον αναγνώστη να το κουβαλάει για λίγο καιρό μαζί του, σκεπτόμενος για τη ζωή, την ηθική, την ομορφιά, την πίστη, την απιστία και το αποτύπωμα που ο καθένας μας θα αφήσει στον κόσμο που κατοικούμε όταν πλέον δεν τον κατοικεί πια.

Εκδόσεις: Δώμα
Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά
Βραβείο Goncourt 2019

Thursday, September 23, 2021

ΜΙΣΕΛ ΦΑΪΣ - Η ΕΡΕΥΝΗΤΡΙΑ

“Έκπτωτε Άγγελε (Anschel) της Πράγας, έχω κάνει ακρότητες για εσάς. Έχω αυνανιστεί, έχω μεθύσει με κείμενα σας. Έχω σκεφτεί να πηδήσω από μπαλκόνι αγκαλιά με τα βιβλία σας. Έχω τσακωθεί άγρια με συναδέλφους στο Πανεπιστήμιο, σε συνέδρια και συμπόσια, ειδικά μ’όσους μηρυκάζουν τα θέσφατα διαφόρων μετρ καφκολογίας, ακόμα και γκόμενο έχω χτυπήσει άσχημα στο κεφάλι με τα ημερολόγια σας. Ντρέπομαι. Μέχρι και τον αστρολογικό σας χάρτη έχω σχεδιάσει.» (σελ. 224)


Με έναυσμα την αγάπη του για τον Κάφκα, ο Φάινς δημιουργεί ένα μυθιστόρημα, το οποίο διαβάζεται άνετα και από τους μη συμφιλιωμένους με το έργο του σημαντικού τσεχοεβραίου συγγραφέα. Αποσπάσματα από τα βιβλία του Κάφκα χρησιμοποιούνται ως οικοδομικά υλικά στο κτίσιμο ενός λογοτεχνικού ψηφιδωτού, τοποθετούμενα με ακρίβεια μέσα σε ένα κείμενο-ψυχογράφημα του ίδιου του Κάφκα, του έργου του αλλά και της σκοτεινής εποχής τού πρώτου τέταρτου του 20ου αιώνα. Ο Φάινς καταφέρνει να δημιουργήσει ένα έργο με αυτόνομη αξία χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τον άυλο χώρο που δημιουργείται ανάμεσα στον συγγραφέα και τον αναγνώστη του.

Πολλοί έχουν μιλήσει για τη δυναμική σχέση αναγνώστη – συγγραφέα, μια σχέση -πρόκληση και για τους δυο. Για τον πρώτο, πολλές φορές η αποκρυπτογράφηση του χαρακτήρα τού δημιουργού ενός πολυαγαπημένου έργου τον κάνει να αισθάνεται ότι ανοίγει επιπλέον πόρτες στην κατανόηση του κειμένου και για τον δεύτερο ο τρόπος που το έργο του γίνεται δεκτό από τους αναγνώστες μπορεί να του αποκαλύψει κρυφά συναισθήματα του, έννοιες και κίνητρα που μπήκαν μέσα στο βιβλίο από μια πλάγια οδό, τα οποία ο ίδιος δεν αντιλήφθηκε καν.

Ο Φάινς καλύπτει το κενό ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, γεννώντας έναν χαρακτήρα, την Ερευνήτρια, η οποία ενσωματώνει τον θαυμασμό, τον θυμό, τη ζήλεια και κάθε άλλο συναίσθημα που έχει γεννηθεί στον αναγνώστη-Φάινς προς τον συγγραφέα φάντασμα, που ο θάνατος δεν τον εμποδίζει να δημιουργεί ξανά και ξανά, μέσα από την ικανότητα της αέναης σημειολογικής μεταμόρφωσης της λογοτεχνίας.

«Ωστόσο κάθε πρωί ξυπνούσα, όταν κοιμόμουν, όσο κοιμόμουν, όπως κοιμόμουν, με το ίδιο αναπάντητο ερώτημα: ανασύνθεση ή αποσύνθεση;

Δηλαδή ανασυνθέτεις το παρελθόν του ερευνητικού σου αντικειμένου για να το φέρεις ανάγλυφα και πειστικά στο παρόν, ή αποσυντίθεσαι εσύ στη θέση του ώστε να επιστρέψεις στο παρελθόν του, να ψηλαφίσεις όσο πιο απτά γίνεται την εποχή του, τα πρόσωπα που το διαμόρφωσαν, τις σκέψεις και τις εικόνες που το βασάνιζαν ή το γαλήνευαν;»(σελ. 227)

Προσπαθώντας να εκφράσω την αίσθηση που μου έδωσε το μυθιστόρημα «Η Ερευνήτρια» μου έρχεται στο μυαλό το βιβλίο του Max Porter με τίτλο «Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά», καθώς, όπως ακριβώς εκεί η θλίψη του θανάτου μετουσιώνεται σε ένα κοράκι που επισκέπτεται την οικογένεια που πενθεί, έτσι και εδώ, όλα αυτά που έχει αισθανθεί ο συγγραφέας μέσα από την πολυετή και πολύπεπίπεδη ανάγνωση των βιβλίων του Κάφκα, έχουν αποκτήσει μια νέα, δική τους υπόσταση που κινεί όλο αυτό το μυθιστόρημα μέσα από τη μορφή μιας εμμονικής ερευνήτριας.

Η εντυπωσιακά όμορφη γραφή του Φάινς ικανοποιεί τόσο τις αισθητικές όσο και τις πνευματικές απαιτήσεις του αναγνώστη και τον παρακινεί να αναζητήσει και τα υπόλοιπα βιβλία του ιδίου με την προσδοκία παράτασης της αναγνωστικής απόλαυσης που του προκαλεί.

«Εξάλλου, ανέκαθεν ήμουν η δίψα τού μακριά για το κοντά, ένα μακριά διψασμένο για κοντά, απελπισμένο για κοντά, ανεξέλεγκτο για κοντά, πέραν του κοντά, εκεί όπου το κοντά έχει απολέσει την εγγύτητα του, τη γειτνίαση του, το πλησίασμα του.» (σελ 73)

Η αναφορά στη ζωή και το έργο του Κάφκα ανανεώνει το ενδιαφέρον του αναγνώστη για αυτό, και προκαλεί για μια δεύτερη ή και τρίτη ανάγνωση, αναζητώντας σε αυτές τις επιπλέον προσεγγίσεις, την πηγή της αναγνωστικής εμπειρίας στην οποία μόλις έχει γίνει μάρτυρας. Γιατί ακριβώς αυτό βλέπω εγώ στο βιβλίο του Φάινς. Τη λεκτική αποτύπωση της ασυνείδητης διεργασίας που συντελείται κατά την ανάγνωση ενός λογοτεχνικού έργου. Χαρακτήρες των βιβλίων του Κάφκα μπλέκονται με τους υπαρκτούς ανθρώπους του περιβάλλοντος του, με την Πράγα του πρώτου τέταρτου του 20ου αιώνα και με την απεικόνιση όλων αυτών στον εγκέφαλο του Φάινς.

Να αναφέρω και μια λεπτομέρεια. Μου άρεσε ο τρόπος που παρατίθενται οι σημειώσεις με τις επεξηγηματικές λεπτομέρειες στο τέλος του βιβλίου χωρίς να υπάρχει πουθενά μέσα στο κείμενο αναφορά σε αυτές. Με αυτόν τον τρόπο το κείμενο διαβάζεται σε συνεχή ροή και η επιλογή ανάγνωσης ή όχι των επεξηγήσεων αφήνεται αποκλειστικά στον αναγνώστη.

Σκοπεύω να ξεσκονίσω τα βιβλία του Κάφκα που ξεκουράζονται στα ράφια της βιβλιοθήκης μου, αυτή τη φορά έχοντας στο μυαλό μου, τη ματιά της ερευνήτριας, ένα σκοτεινό δωμάτιο και την ανυποψίαστη Ευρώπη μια ανάσα πριν πέσει πάνω της το μεφιστοτελικό κακό.

φωτογραφία από το διαδίκτυο

[Μικρή σινεφίλ παράκαμψη. Όπως θα χτυπάγατε το κεφάλι σας στον τοίχο αν βλέπατε τη φιλόδοξη μεταφορά της Δίκης (1962) στο σελιλόιντ από τον μεγαλοφυή Όρσον Ουέλς, έτσι θα βουλιάζατε γλυκά στον δαιμόνιο Ένοικο (1976), ίσως την πιο καφκική ταινία που έχω δει, μια ταινία που γύρισε ένας βραχύσωμος, ταλαντούχος και ερωρομανής Πολωνοεβραίος που διέσχισε σαν αγρίμι τους δύο μεγάλους ολοκληρωτισμούς του προηγούμενου αιώνα-μιλάω προφανώς, για τον Ρομάν Πολάνσκι.] (σελ.204)


Εκδόσεις: ΠΑΤΑΚΗ












Friday, May 28, 2021

Ο Αδάμ, η Κλάρα και το τέρας του Φρανκεστάιν - (Ιαν ΜακΓιούαν, Καζούο Ισιγκούρο και Μαίρη Σέλλεϋ)



Στο «Φρανκεστάιν» της Μαίρης Σέλλεϋ το τέρας αποκτά σταδιακά και επώδυνα, συνείδηση της διαφορετικότητας του. Ο Αδάμ, αντιθέτως, στο «Μηχανές σαν και εμένα» του Ίαν ΜακΓιούαν, δείχνει να αντιλαμβάνεται ως ανωτερότητα τη διαφορετικότητα του. Η Κλάρα στο βιβλίο του Καζούο Ισιγκούρο, «Η Κλάρα και ο Ήλιος» συγκρατημένη στις εκδηλώσεις της, χωρίς να εκφράζει δυσφορία αλλά ούτε και ικανοποίηση, φέρνει στο μυαλό του αναγνώστη, τον σχεδόν μη ανθρώπινο αυτοέλεγχο του μπάτλερ στο γνωστό βιβλίο του Ισιγκούρο «Απομεινάρια μιας ημέρας».

Με διαφορετικό τρόπο μεν αλλά με κοινό παράγοντα την περιέργεια για την ουσία της ανθρώπινης φύσης και τη δυνατότητα αναπαραγωγής αυτής σε ένα άλλο είδος, τα τρία βιβλία σκαλίζουν διαχρονικά φιλοσοφικά ερωτήματα. Τρεις κορυφαίοι συγγραφείς δημιουργούν τρεις διαφορετικές εκδοχές ανθρώποειδών, αναδεικνύοντας μέσα από αυτές την πολυπλοκότητα της φύσης και της συμπεριφοράς του ανθρώπου.

Ο Αδάμ του ΜακΓιούαν, φρεσκοαγορασμένος και απαλλαγμένος από τη ντροπή που έδωσε ο συνονόματος του στην ανθρωπότητα, κάθεται γυμνός στη κουζίνα του Τσάρλι και περιμένει, σαν ένα άδειο σακί, να «γεμίσει» με τα χαρακτηριστικά που θα τον κάνουν να μοιάζει περισσότερο με άνθρωπο και λιγότερο με μηχανοκίνητο ρομπότ. Ο Αδάμ θα γίνει «σχεδόν» άνθρωπος», προγραμματισμένος να μαθαίνει και να τελειοποιείται. Στην πορεία θα δείξει να έχει ανθρώπινα αισθήματα, φτάνοντας ακόμα και στο να ερωτευτεί τη νεαρή Μιράντα, που κατοικεί στο γειτονικό διαμέρισμα. Δημιούργημα του Alan Turing ο οποίος ζει και βασιλεύει στο Ηνωμένο Βασίλειο των 80s, αποκτά συναισθήματα μέσα από ένα λογισμικό που συνεχώς αυτό-διορθώνεται. Η επαφή του με την ποίηση Χαικού και τα έργα του Σαίξπηρ, τον κάνει να πιστέψει ακράδαντα ότι σε μια μελλοντική κοινωνία η λογοτεχνία θα είναι περιττή. Η περιγραφή τυχαίων γεγονότων, τραγικών ή κωμικών, η περιγραφή παρεξηγήσεων και ανορθολογικής συμπεριφοράς θα είναι αδύνατη και άνευ σημασίας στον κόσμο της απόλυτης επικοινωνίας, της εξαφάνισης του προσωπικού και της επικράτησης του ορθολογικού. Οι ανθρώπινες παρεξηγήσεις και τα ορθολογικά λάθη της σκέψης θα εξαφανιστούν. Μαζί με αυτά θα εξαφανιστεί και η φαντασία του λογοτέχνη.

Το τέρας του Φράνκεσταιν κάνει μόνο του τα πρώτα του βήματα στον κόσμο των ανθρώπων, βάζει ρούχα γιατί κρυώνει, μαθαίνει να μιλάει μέσα από την παρατήρηση, μαθαίνει ποιος είναι κοιτάζοντας την αρυτίδωτη επιφάνεια του νερού και αποκτάει συνείδηση της ύπαρξης του μέσα από το βλέμμα των ανθρώπων. Η Σέλλεϋ, γράφοντας το βιβλίο στις αρχές του 19ου αιώνα πριν υπάρξει η υποψία της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης, κατασκευάζει έναν χαρακτήρα πιο «ανθρώπινο» και λιγότερο μηχανιστικό από τους χαρακτήρες του ΜακΓιούαν και του Ισιγκούρο. Το τέρας του Φρανκεστάιν έχοντας την ανθρώπινη ανάγκη της κοινωνικής ένταξης και αναγνώρισης, λυγίζει κάτω από το βάρος της διαφορετικότητας του και αναρωτιέται για τη φύση του.

«Ήμουν λοιπόν ένα τέρας, ένα μίασμα πάνω στη γη, το οποίο όλοι προσπαθούν να αποφύγουν;»

Οι τερατώδεις πράξεις του καθοδηγούνται από πάθος. Σκοτώνει από έλλειψη αγάπης, τα εγκλήματα του είναι μια έκκληση προς τους ανθρώπους. Αυτό που τον τρέφει είναι η εκδίκηση. Μία πράξη δηλαδή απόλυτα ανορθολογική και ασύμβατη με τις αρχές της τεχνητής νοημοσύνης.

Η Κλάρα τοποθετημένη στη βιτρίνα κεντρικού δρόμου, μαθαίνει τη σωστή συμπεριφορά που θα τη βοηθήσει να πουληθεί ως Τεχνητή Φίλη σε κάποιο μοναχικό παιδάκι. Μέρος της εκπαίδευσης της είναι και η αναγνώριση της θέσης της ως ένα ον υποταγμένο στους ανθρώπους, κάτι που μηδενίζει τις όποιες οντολογικές αναζητήσεις θα μπορούσε να έχει. Σε αντίθεση με το δημιούργημα του Φρανκεστάιν η Κλάρα δεν εκφράζει κανένα συναίσθημα, εμείς όμως που διαβάζουμε το βιβλίο αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα που «ταιριάζουν» στις καταστάσεις που ζει και συμπονούμε. Η δική μας συμπόνια δίνει στην Κλάρα μια ανθρώπινη διάσταση. Η ανυπαρξία έκφρασης συναισθημάτων από την πλευρά της Κλάρα, αναδεικνύει την αναγκαιότητα τους. Η Κλάρα στο βιβλίο του Ισιγκούρο λειτουργεί ως μια μαύρη τρύπα χαμένων συναισθημάτων.

Ο Φρανκεστάιν αποκαλεί το δημιούργημα του δαιμονικό θεωρώντας το ηθικά υπόλογο για τις πράξεις του. Δεσμεύεται όμως κάτι μη-ανθρώπινο από τους νόμους της ηθικής; Μπορεί να κριθεί με βάση αυτή ή την υπερβαίνει; Ο Αδάμ λειτουργώντας βάσει μιας «ηθικής» ενσωματωμένης στα κυκλώματα του, λαμβάνει μερικές επώδυνες για κάποιους αποφάσεις. Είναι οι αποφάσεις του ηθικά κατακριτέες; Ως δημιούργημα της τεχνολογίας, δεν έχει την ικανότητα της ανθρώπινης ευελιξίας , της ερμηνείας των καταστάσεων και της κρίσης ανά περίπτωση. Ο Αδάμ πιστεύει ότι πάντα υπάρχει ένας μόνο «σωστός» τρόπος.

Είναι ο Αδάμ «δαιμονικός» όταν σπάει το χέρι του Τσάρλι για να τον αποτρέψει να πατήσει το «κουμπί θανάτου/απενεργοποίησης» του ή απλώς ασκεί νόμιμη αυτοάμυνα; Έχει δικαίωμα στη ζωή ένα τεχνητό δημιούργημα του ανθρώπου;

Η Κλάρα συμφωνεί να συμμετέχει σε κάποια σχέδια της μητέρας της Τζόσι, που ακροβατούν στα όρια της ανθρώπινης ηθικής. Έχει ευθύνη η Κλάρα που συναινεί σε αυτά ως μια Τεχνητή Φίλη, προγραμματισμένη από τον άνθρωπο να τον υπηρετεί; Συμβιβάζεται η θέση του ανθρώπου ως θύμα και ως δημιουργός ταυτόχρονα; Και ποιος έχει την ευθύνη τελικά για τις πράξεις του δημιουργήματος;

Σε αυτό το θολό τοπίο, άνθρωποι και ανθρωποειδή κινούνται κάτω από έναν Αριστοτελικό «κινούν ακίνητο» ήλιο (η ακίνητη ουσία στο "Μετά τα Φυσικά") που λειτουργεί ως ζωογόνος δύναμη, προσωποποίηση του θείου και προσφορά ελπίδας θυμίζοντας μας τον ήλιο της Βεατρίκης, έναv ήλιο που μόνο αυτή μπορεί να κοιτάξει κατάματα..

Η Κλάρα καταφέρνει να αντικρύσει τον ήλιο μέσα από την αντανάκλαση επτά φύλλων γυαλιού αρχικά, και άλλων τριών μετέπειτα (αριθμοί με έντονη σημειολογική βαρύτητα) συνειδητοποιώντας ότι ο ήλιος εμφανίζεται σε κάθε ένα από αυτά τα φύλλα με διαφορετικό πρόσωπο. Η Κλάρα ανακαλύπτει/δημιουργεί το θείο, και ελπίζει ότι αυτό θα γιατρέψει την Τζόσι, την ανθρώπινη φίλη της, από μια ασθένεια που έχει προκληθεί από θεραπείες γονιδιακής τελειοποίησης.

«Η αντανάκλαση του ήλιου, μέσα από ένα έντονο πορτοκαλί χρώμα, δεν με τύφλωνε πια και καθώς μελετούσα πιο προσεκτικά το πρόσωπο του μέσα στο τετραγωνισμένο πλαίσιο, άρχισα να συνειδητοποιώ ότι δεν κοιτούσα μία μόνο εικόνα, ότι στην πραγματικότητα υπήρχε σε κάθε επιφάνεια γυαλιού μια διαφορετική εκδοχή του προσώπου του, και ότι αυτή που στην αρχή θεωρούσα ως μία, ήταν τελικά επτά διαφορετικές εικόνες, η μία πάνω στην άλλη[…}»


Ο Αδάμ από την άλλη, περιγράφει τη δική του υπερβατική επαφή με το φως μέσα από τη διαδικασίας φόρτισης του, βρίσκοντας το φως όχι από τον ήλιο αλλά από τα ηλεκτρόνια που περνούν μέσα από ένα ηλεκτρικό καλώδιο.

« Δεν έχεις ιδέα, πως είναι να αγαπάς ένα συνεχές ρεύμα. Όταν το έχεις απόλυτη ανάγκη, όταν κρατάς το καλώδιο στο χέρι σου και τελικά συνδέεσαι, θες να βροντοφωνάξεις για την ομορφιά του να είσαι ζωντανός. Η πρώτη επαφή – είναι σαν να σε διαπερνάει το φως. Και μετά η αίσθηση καταλαγιάζει σε κάτι πολύ βαθύ. Ηλεκτρόνια, Τσάρλι. Οι καρποί του σύμπαντος. Τα χρυσά μήλα του ήλιου»


Το τέρας του Φρανκεστάιν, αναγκασμένο να κρύβεται την ημέρα και να κυκλοφορεί τη νύχτα, θαμπώνεται από το ευεργετικό φως του ήλιου αποδίδοντας του «ιερές» ιδιότητες.


«Απαλά δάκρυα, μούσκεψαν τα μάγουλα μου, και έστρεψα με ευγνωμοσύνη τα υγρά μάτια μου προς τον ευλογημένο ήλιο, που με έστεψε με τόση ευτυχία.»

Τρία πλάσματα κάτω από τον ήλιο, μοιρασμένα σε τρία βιβλία που βάζουν τον άνθρωπο στη θέση του Θεού. Τρεις πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, όντα με και χωρίς ανθρώπινη υπόσταση, αδυνατούν να ενταχθούν κάπου, καταδικασμένα να περιφέρονται αιώνια σαν τις σκιές της Θείας Κωμωδίας, σε αναζήτηση μιας δικής τους limbo. Έξω από κάθε κατάταξη, θρησκευτική ή φυσική, «καθ’ εικόνα και ομοίωση», αλλά απαλλαγμένα από τα δεσμά του Ρουσσώ και των πρωτόπλαστων, πληρώνουν την ύβρη του ανθρώπου με την αργή ή αιφνίδια καταστροφή τους.

Πολύ ενδιαφέροντα αναγνώσματα, τα απόλαυσα και τα τρία με τον δικό τους τρόπο, με κορυφή φυσικά το βιβλίο της Σέλλεϋ, το οποίο τίμησα με μια δεύτερη ανάγνωση. Ο Ισιγκούρο, μου έδωσε μια απόλαυση «αργής ωρίμανσης», η Κλάρα είναι «δύσκολη» σαν ένας κλειδαμπαρωμένος φίλος ενώ ο ΜακΓιούαν έγραψε ένα βιβλίο το οποίο κυλάει σαν τα ηλεκτρόνια που φορτίζουν τον Αδάμ, αναδεικνύοντας για άλλη μια φορά τη μαεστρία του πολυγραφότατου αυτού συγγραφέα.

_____________________________

Η μετάφραση των αποσπασμάτων είναι δική μου, καθώς έχω μόνο το πρωτότυπο κείμενο στην κατοχή μου. Μην κατηγορηθούν οι επίσημοι μεταφραστές των βιβλίων για πιθανές ανακρίβειες.