Monday, August 26, 2019

Michel Houellebecq - Σεροτονίνη



Πιστός στο προκλητικό του ύφος ο Μισέλ Ουέλμπεκ στο τελευταίο του βιβλίο με τίτλο «Σεροτονίνη» αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ζωή του Φλοράν – Κλώντ – Λαμπρούστ, ενός μεσήλικα Γάλλου απόφοιτου της Γεωπονικής που εργάζεται στο υπουργείο Γεωργίας, όντας μπουχτισμένος από τα πάντα, ακόμα και από τις γυναίκες και αποτελειωμένος από το σύγχρονο αντικαταθλιπτικό χάπι Captorix το οποίο όχι απλώς δεν εκπλήρωσε την αποστολή του, την επίτευξη δηλαδή μιας μεγαλύτερης ευφορίας και την έστω και τεχνητή απόδοση νοήματος στην ζωή του Φλοράν, αλλά του στέρησε και την δυνατότητα της σεξουαλικής διέγερσης, υποβιβάζοντας τον στο είδος του ανθρώπου που σέρνει με το ζόρι το σαρκίο του μέρα με την μέρα, μέσα σε ένα Παρίσι σε φανερή παρακμή, περιτριγυρισμένος από ανθρώπους λιγότερο ή περισσότερο χαπακωμένους ή απλώς και μόνο αφοσιωμένους στην προσωπική τους μιζέρια και τις οφθαλμαπάτες τους. 

Σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το σκάσει από την ανυπόφορη ζωή του αναζητά τον παλιό του συμφοιτητή και μάλλον μοναδικό του φίλο Αιμερίκ, ο οποίος είναι ο μόνος από την σχολή που αντί να κυνηγήσει managerial θέσεις προσπαθεί να αξιοποιήσει το αντικείμενο των σπουδών του ασχολούμενος με αγροτικές εργασίες. Μένει σε έναν πύργο τον οποίο προσπαθεί να μετατρέψει σε ξενοδοχείο, ασχολείται με τα ζώα του, ξενυχτάει κάνοντας λογαριασμούς για το πώς μπορεί να επιβιώσει οικονομικά σε μια Γαλλία που δεν έχει πλέον ανάγκη τους αγρότες της και με την αφορμή της επίσκεψης του Φλοράν ακούει ξανά μουσική από το ακριβό ηχητικό του σύνολο μια συνήθεια την οποία πριν την επίσκεψη του Φλοράν είχε αφήσει στο παρελθόν μαζί με τα νεανικά του όνειρα. 

Μέσα από την επίσκεψη του Φλοράν στον Αιμερίκ ο Ουέλμπεκ θίγει το πρόβλημα του γεωργικού τομέα της Γαλλίας αναφέροντας το αδιέξοδο των αγροτών που παλεύουν να διατηρήσουν προνόμια τα οποία δεν μπορούν να ενταχτούν στην καπιταλιστική, παγκοσμιοποιημένη Γαλλία. Άλλωστε ακριβώς για αυτή τη νύξη του Ουέλμπεκ, το βιβλίο θεωρήθηκε προφητικό (κίτρινα γιλέκα) όπως στο παρελθόν είχε θεωρηθεί το βιβλίο του «Υποταγή» μετά το χτύπημα στην εφημερίδα Charlie Hebdo από παρακλάδι της Αλ Κάιντα. 

Ο Ουέλμπεκ μέσα από τον κυνικό και μισάνθρωπο Φλοράν σκιαγραφεί έναν άνθρωπο μόναχικό, μέσα σε μια κοινωνία που γεννάει κυνικούς και μισάνθρωπους ανθρώπους, έναν άνθρωπο για τον οποίο ποτέ κανείς δεν θα νοιαστεί πέρα από τον ψυχίατρο του, έναν άνθρωπο που ο αναγνώστης θα ήθελε να πάρει αγκαλιά ξεπερνώντας την επιφανειακή αποστροφή που προκαλεί η συμπεριφορά του. Ο Ουέλμπεκ δημιουργεί έναν Φλοράν ικανό να αγαπά και να πονάει, καταδικασμένο όμως από τον ίδιο του τον εαυτό να δυναμιτίζει τις σχέσεις του και να διώχνει όσους θα μπορούσαν να τον αγαπήσουν. Γεμίζει τον ήρωα του μίσος και αδιαφορία, τον γεμίζει απελπισία, τον μετατρέπει ακριβώς σε αυτό που φοβάται ο σύγχρονος άνθρωπος ότι μπορεί να καταλήξει ο ίδιος. 

Η γραφή του Ουέλμπεκ σε όλα τα βιβλία του διαθέτει μια δύναμη που τον κατατάσσει στους αξιόλογους ευρωπαίους συγγραφείς της εποχής μας. Η προκλητικότητα που αποπνέει το έργο του είναι αυθεντική, δεν αποτελεί αυτοσκοπό, είναι το αποτέλεσμα της μετουσίωσης των ιδεών του συγγραφέα σε ένα εκρηκτικό μείγμα γραφής. Είμαστε σίγουροι όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο του Ουέλμπεκ ότι καθόλου δεν τον νοιάζει η άποψη μας γι αυτό. Δεν θέλει καν να την ακούσει. Η «Σεροτονίνη» αποτελεί ένα από τα πιο ώριμα βιβλία του Ουέλμπεκ –(αν και εμένα το αγαπημένο μου παραμένει το «Η δυνατότητα ενός νησιού», μπορεί λόγω του ότι ήταν το πρώτο που είχα διαβάσει), ακριβώς λόγω της ευαισθησίας που εκπέμπει μέσα από την κυνική γραφή του. Στα περισσότερα βιβλία του Ουελμπέκ ή τουλάχιστον σε αυτά που έχω διαβάσει είναι εμφανής η ενασχόληση του με την φθορά, τα γηρατειά και τον θάνατο. Στο «Σεροτονίνη» ο Φλοράν προσπαθεί να διώξει τον φόβο του θανάτου και την υπαρξιακή αγωνία του μέσα από τον θυμό του προς όλους και όλα. Δεν ξέρω αν σε μια άλλη κοινωνία ο Φλοράν θα ήταν χαρούμενος, δεν ξέρω αν αυτό που βασανίζει τον άνθρωπο από τότε που υπάρχει είναι αποτέλεσμα του έξω κόσμου ή αν απλώς ο Θεός μας έφτιαξε ανικανοποίητους, διχασμένους, ανίκανους να συμβιβαστούμε με το γεγονός ότι κάποια μέρα θα πεθάνουμε. Θεός ή διάολος, δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αποτελούν έναν τρόπο να προσπαθήσουμε να γλυτώσουμε από την μοίρα αυτή.  Ο Ουέλμπεκ απλώς επιλέγει τον διάολο.