Friday, February 18, 2022

Μισέλ Ουελμπέκ - Εκμηδένιση (με μικρά spoilers)



Δεν ένιωθε και πολλά, δηλαδή καμία οδύνη, περισσότερο ένα είδος κάπως αφηρημένου οίκτου για τον εαυτό του, κι επίσης, πιο ανησυχητικό αυτό, την αίσθηση πως άδειαζε. Ίσως αυτό να νιώθεις, σκέφτηκε, όταν έχεις ακατάσχετη αιμορραγία. 


Η ανάγνωση του νέου βιβλίου του Ουελμπέκ μου άφησε την αίσθηση ότι ο συγγραφέας μας κάνει πλάκα. Φτάνοντας στο τέλος του βιβλίου, φανταζόμουν τον Ουελμπέκ να κάθεται στο σπίτι του απολαμβάνοντας τις κριτικές που σταδιακά ξεφυτρώνουν στον λογοτεχνικό τύπο σιγομουρμουρίζοντας: «το έχαψαν οι ηλίθιοι».

Παρόλο που και τα υπόλοιπα βιβλία του, κρύβανε, πίσω από την κυνική γραφή, ψήγματα ευαισθησίας, το νέο του βιβλίο είναι τόσο εμποτισμένο από αυτή, που κάνει την αύξηση της να θυμίζει την πορεία της ηφαιστειακής λάβας, η οποία ελλείψει επαρκούς ρήγματος που θα εκτονώσει την ενέργεια της, ξεσπάει σε πανηγυρικές εκρήξεις γραπώνοντας τον ανύποπτο περαστικό και λούζοντας τον ολόκληρο με την καυτή, διεισδυτική ουσία της.

Με τον ίδιο τρόπο η «Εκμηδένιση» γραπώνει τον αναγνώστη, οδηγώντας τον σε μια ρέουσα ανάγνωση, εμπλέκοντας τον στις σχεδόν εμμονικές και επίμονες (στο σύνολο του συγγραφικού του έργου) αναζητήσεις του συγγραφέα, τόσο στις υπαρξιακές, που σχετίζονται με τον θάνατο, την αθανασία, το γήρας, την αυτοκτονία, τη σεξουαλικότητα και την αρρώστια όσο και στις πολιτικο-κοινωνικές, ενσωματώνοντας μέσα στην πλοκή του, την αγωνία του για το μέλλον της ανθρώπινης κοινωνίας, την παγκοσμιοποίηση, τα κινήματα αμφισβήτησης και αντίδρασης που κινούνται στα όρια των δημοκρατικών μας ανοχών, θέματα κοινωνικά, όπως η παρένθετη μητρότητα, η δημόσια υγεία, η υιοθεσία και τόσα άλλα αμέτρητα που θίγονται μέσα σε μια πλοκή που δεν αποτελεί απλώς ένα όχημα για τη μεταφορά τους, ούτε κτίζεται με σκοπό να τα συμπεριλάβει, αλλά τα ενσωματώνει αυτόματα μέσα της, ως αναγκαία κομμάτια της ύπαρξης της. Ο Ουελμπέκ περιγράφοντας απλώς αυτό που βλέπει καταφέρνει να φιλοσοφεί. Αγγίζει την επιφάνεια και αποκαλύπτει αυτό που κρύβεται από κάτω , σαν ένα ταχυδακτυλουργός ικανός να βυθίζεται στο νερό χωρίς να δημιουργεί κανέναν κυματισμό που να προδίδει αυτή του τη διείσδυση.

Ως συγγραφέας που έχει κερδίσει με την πένα του τους χαρακτηρισμούς του κυνικού ισλαμοφοβικού μισανθρωπιστή και όχι μόνο, βρίσκεται στην προνομιούχα θέση να μπορεί να εκφράσει βαθύτατες ανθρώπινες ευαισθησίες χωρίς να κινδυνεύει να χαρακτηριστεί γλυκανάλατος.

Ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου, «ξεφλουδίζεται» από τον Ουελπέκ στη διάρκεια του βιβλίου, χάνοντας σιγά-σιγά όλη την κυνική του επιφάνεια με την οποία ήταν τυλιγμένος, και αποκαλύπτοντας στο βάθος έναν άνθρωπο βαθιά συναισθηματικό και απόλυτα τρομαγμένο. Έναν λίγο πιο εξελιγμένο θα έλεγα εγώ, Φλωριάν της «Σεροτονίνης».

Το γεγονός ότι ο Πωλ μιλάει ανοιχτά στον πατέρα του για πρώτη φορά μόνο όταν αυτός δεν μπορεί να αντιδράσει και πιθανόν ούτε να καταλάβει, χτυπημένος όπως είναι από ένα βαρύ εγκεφαλικό, δείχνει τον φόβο του απέναντι στους άλλους. Ο Πωλ θλίβεται, φοβάται, γαμάει, αποφεύγει, προσπαθεί, αγχώνεται, διστάζει ενώ συγχρόνως κρίνει, αποπαίρνει και προσβάλει. Είναι ο απόλυτος «Ουελμπεκικός» χαρακτήρας.

Ο Ουελμπέκ είναι αυστηρός και δεν συγχωρεί ανούσιες ευαισθησίες στους ήρωες του. Τους κτίζει αργά, προσθέτοντας κομμάτια όσο προχωράει η πλοκή, περνώντας από μια υπεροπτική ματιά σε μια βαθιά ψυχολογική προσέγγιση του χαρακτήρα τους και της συμπεριφοράς τους. Ο Πωλ είναι το κέντρο του μυθιστορήματος, αλλά γύρω του χτίζεται ένα δίκτυο από καλοφτιαγμένους χαρακτήρες, οι οποίοι λειτουργούν ως «κλειδιά» στην αποκάλυψη του ανθρώπινου στοιχείου του.

Το βιβλίο όπως ανέφερα πιο πάνω, κινείται σε δύο άξονες. Ο αναγνώστης πληροφορείται από την πρώτη σελίδα για κάποια βιντεάκια που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο με τη σκηνοθετημένη «εικονική» δολοφονία του υπουργού οικονομικών. Οι διαδικτυακές επιθέσεις θα συνεχιστούν και θα παρατίθενται παράλληλα με την παρακολούθηση της ζωής του Πωλ, που είναι το δεξί χέρι του υπουργού. Όσο προχωράει η πλοκή, η ισορροπία αλλάζει ανάμεσα σε αυτές τις δύο υποθέσεις και η βαρύτητα μετατίθεται από το κοινωνικό στο προσωπικό.

Άλλωστε, οι κοινωνικές καταστάσεις που περιγράφει, έχουν άμεσες επιπτώσεις στην προσωπική ζωή όλων. Μέσα από την ασθένεια του πατέρα του Πωλ αλλά και άλλου ήρωα του βιβλίου προβάλλεται το τεράστιο πρόβλημα της δημόσιας υγείας και της αντιμετώπισης των ηλικιωμένων. Η κοινωνία της ευημερίας δεν επιτρέπει στους πολίτες της να γεράσουν. Οι γέροι , οι ασθενείς και οι ανήμποροι κρύβονται σε ιδρύματα κολαστήρια αν δεν έχουν την δυνατότητα να πληρώσουν για κάτι παραπάνω. Ο καρκίνος που σαρώνει τους άνω των εξήντα δημιουργεί ασθενείς εξαρτημένους απόλυτα από ένα σύστημα που δεν μπορεί να τους αντέξει. Ο Ουελμπέκ διαλέγει να ασχοληθεί με την ασθένεια που χωρίς κανένα έλεος αναγκάζει τον άνθρωπο να κοιτάξει καταπρόσωπα τον επικείμενο θάνατο του. Ασθένεια που βιώνεται ακόμα πιο δύσκολα στην εποχή μας, τόσο λόγω της μαρτυρικής παράτασης που της δίνει η εξέλιξη της ιατρικής όσο και λόγω της αδυναμίας του σύγχρονου ανθρώπου, του γαλουχημένου με τα ιδεώδη του ατομικισμού, να δεχτεί τη σταδιακή αποσύνθεση της ύπαρξης του και την πορεία του προς ένα τέλος στερημένο από την υπόσχεση μιας μεταφυσικής συνέχειας.

“Ο αληθινός λόγος της ευθανασίας είναι στην πραγματικότητα ότι δεν αντέχουμε τους γέρους, δεν θέλουμε καν να ξέρουμε ότι υπάρχουν, γι’ αυτό τους παρκάρουμε σε ειδικά ιδρύματα μακριά από τα βλέμματα των άλλων ανθρώπων. Σχεδόν οι πάντες σήμερα θεωρούν ότι η αξία ενός ανθρώπου μειώνεται όσο αυξάνεται η ηλικία του, ότι η ζωή ενός νέου κι ακόμα περισσότερο ενός παιδιού, έχει πολύ μεγαλύτερη αξία απ΄ό,τι η ζωή ενός πολύ γέρου…» 

Στον αντίποδα η αγάπη, η συντροφικότητα και η ελπίδα που κάποιοι ακόμα συντηρούν για τη συνέχεια της ύπαρξης μας σε κάποια άλλη μορφή (αυτή η ελπίδα υπήρχε διάχυτη και στο βιβλίο του «Η δυνατότητα ενός νησιού») μπορεί να κάνουν την ασθένεια πιο υποφερτή. Ο Ουελμπέκ, το κακό παιδί της λογοτεχνίας, μας εκπλήσσει με τη βαρύτητα που αποδίδει στα ανθρώπινα συναισθήματα, φτάνοντας στο σημείο να εξισώνει τη γλυκιά επίδραση της μορφίνης με τη δύναμη της συντροφικής αγάπης.

«Κι έπειτα, συνέχισε μετά από άλλον έναν δισταγμό, υπάρχουν άνθρωποι που τους αγαπούν μέχρι την τελευταία μέρα τους, όσοι έχουν έναν ευτυχισμένο γάμο για παράδειγμα. Δεν είναι καθόλου ο κανόνας, πιστέψτε με. Εν τοιάυτη περιπτώσει, θεωρώ ότι η αντλία μορφίνης περισσεύει, η αγάπη φτάνει και με το παραπάνω, άλλωστε, αν θυμάμαι καλά, δεν σας αρέσουν και τόσο οι οροί» 

Η πλοκή του βιβλίου διανθίζεται με τα όνειρα του Πωλ, τα οποία ο συγγραφέας εισάγει απροειδοποίητα, και με αυτόν τον τρόπο, δημιουργεί στον αναγνώστη απόλυτη συνείδηση των φοβικών συναισθημάτων που καθορίζουν την ύπαρξη του ατόμου, το οποίο κάποια στιγμή συνειδητοποιεί τη σχεδόν μηδενική επιρροή που έχει σε βασικά γεγονότα της, όπως η γέννηση και ο θάνατος του. Τα όνειρα, φανερώνουν στον ορθολογικό εαυτό το κομμάτι του εγκεφάλου που δεν ορίζει, αυτό που του έχει αφήσει δώρο ο πρωτόγονος εαυτός του, αυτό που ξεφεύγει από κάθε προσπάθεια έλλογης χειραγώγησης.

Το εφιαλτικό σενάριο των κυβερνοεπιθέσεων, η αδυναμία ελέγχου του γήρατος, η δυσκολία των σχέσεων, το αδιέξοδο της πολιτικής η ασθένεια. Εκεί που νομίζεις ότι ο Ουελμπέκ τα γκρεμίζει όλα, καταλαβαίνεις πόσο λάθος κάνεις. Μέσα σε όλο αυτό το χάος, υπάρχει κάτι. Αυτό που λιγότερο περιμένεις από αυτόν. Ένας ύμνος, στον αιώνιο εχθρό του κυνισμού του, τη ζωή

Ο Ουελμπέκ γράφοντας στα παλιά του τα παπούτσια την «πολιτική ορθότητα» που έχει φτάσει πλέον στην εποχή μας να απειλεί την ελευθερία του λόγου, καταφέρνει να συνδυάζει την αμφισβήτηση της με τη συγγραφική μαεστρία, τον ρεαλισμό με την ποιητικότητα και τον μηδενισμό με την ελπίδα. Αν και είναι μάλλον απίθανο να καταλήξει με κάποιο βραβείο στα χέρια του, λόγω ακριβώς της «επικινδυνότητας» του, είναι σίγουρο ότι έχει ήδη κερδίσει πολύ περισσότερα μέσω της αναγνωσιμότητας του και της εκτίμησης που απολαμβάνει από το φανατικό κοινό του.

Ένα καταπληκτικού βιβλίο. Περιμένω ήδη το επόμενο του.

«Το αχανές δάσος που εκτεινόταν μπροστά τους δεν ήταν ακίνητο, ένα ελαφρύ αεράκι έκανε τα φύλλα να κουνιούνται, και αυτή η πολύ ελαφριά κίνηση ήταν ακόμα πιο γαληνευτική απ’ό,τι μια πλήρης ακινησία, το δάσος έμοιαζε να δονείται από μια ήρεμη αναπνοή, απείρως πιο ήρεμη απ’οποιαδήποτε αναπνοή ζώου, πέρα από κάθε ταραχή και από κάθε συναίσθημα, διαφορετική ωστόσο από το ανόργανο στοιχείο, πιο εύθραυστη και πιο τρυφερή, ένα πιθανό ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ ύλης και ανθρώπου, ήταν η ζωή στην πεμπτουσία της, η ήσυχη ζωή, που δεν ξέρει από μάχες και πόνους. Δεν παρέπεμπε στην αιωνιότητα, δεν ήταν αυτό το ζήτημα, όταν όμως χανόσουν στην ενατένιση της, ο θάνατος έμοιαζε πολύ λιγότερο σημαντικός.»