Wednesday, February 1, 2023

Leonardo Padura - Personas Decentes






«Μας αξίζουν διακοπές από κάθε τι άσχημο, κακό, γαμημένο,  διαστροφικό, από τη στεναχώρια που μας κυνηγάει, την πραγματικότητα αυτού που δεν υπάρχει
, από αυτό που τέλειωσε, από αυτό που δεν σε περιλαμβάνει. Τι ιστορία και η δική μας, μαλάκα, κοίτα πως μας έχουν γαμήσει! Ε λοιπόν, σήμερα, ακριβώς αυτή τη στιγμή, μας αξίζει να είμαστε ευτυχισμένοι.»



Σε αναμονή της μετάφρασης του τελευταίου βιβλίου του Παδούρα "Personas Decentes" από τον Κώστα Αθανασίου, τον Έλληνα μεταφραστή του, γράφω λίγα λόγια για την δική μου εντύπωση, διαβάζοντας το βιβλίο στα ισπανικά.

Μετά το «Σαν σκόνη στον άνεμο», ο Παδούρα, βγάζει από το συρτάρι τον αγαπημένο μας ντετέκτιβ και πρώην αστυνομικό, Μάριο Κόντε. Πρωταγωνιστής στα περισσότερα βιβλία του Παδούρα, ο Κόντε αποτελεί μια πολύ πετυχημένη φιγούρα, αγαπητή στο αναγνωστικό κοινό.  Αγαπητός, αν και πρώην αστυνομικός σε μια χώρα που δεν φημίζεται για την καλοσύνη και την ακεραιότητα της αστυνομίας της, όπως άλλωστε και οι περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής , ο Κόντε, είναι κάτι παραπάνω από αυτό που χαρακτηρίζει το επάγγελμα του. Κατέχει την ευαισθησία και την καλλιέργεια που διαχωρίζει έναν Σέρλοκ Χόλμς από έναν σερίφη της Δύσης συνδυάζοντας με αυτή μια αξιοθαύμαστη και γεμάτη ενσυναίσθηση ψυχοσύνθεση. 

Πολύ χάρηκα όταν τον ξανασυνάντησα στο τελευταίο βιβλίο του Παδούρα, λίγο πιο γερασμένο αλλά ακόμα αρκετά ακμαίο ώστε να μην μπορεί να αντισταθεί στα καλέσματα της Ταμάρα, της συντρόφου του που ενώ κρατά έναν περιθωριακό ρόλο στα αστυνομικά του Παδούρα, υπάρχει ως κινητήρια δύναμη και ως αχίλλειος πτέρνα του βασικού του ήρωα.

Το “Personas decentes” είναι ένα πολύ καλογραμμένο αστυνομικό μυθιστόρημα, το οποίο μεταφέρει τον αναγνώστη σε μια Κούβα που αρχίζει να βγαίνει από το κουβούκλιο της και να εκτίθεται στον καπιταλιστικό κόσμο της Βόρειας Αμερικής. Στο βιβλίο αυτό ο Παδούρα μας περιγράφει μια χώρα που έχοντας υποφέρει από την επιβολή μια κρατικής ιδεολογικής ορθότητας και από έναν ασφυκτικό εγκλεισμό, νομίζει τώρα ότι ένα άνοιγμα προς τον «απαγορευμένο» βορρά θα φέρει τέλος σε όλα τα δεινά. Η Κούβα που βλέπουμε σε αυτό το βιβλίο, είναι μια Κούβα σε έκσταση. Μια κοινωνία που βρίσκεται σε ένα ατελείωτο πάρτι, μαγεμένη από την επίσκεψη του Αμερικανού πρόεδρου Ομπάμα, μαγεμένη από τον ερχομό ροκ συγκροτημάτων, τη μουσική των οποίων οι κουβανοί πριν από κάποια χρόνια δεν μπορούσαν ούτε να σιγομουρμουρίσουν χωρίς να κοιτάξουν τριγύρω τους με φόβο. Μια χώρα που έχει αρχίσει να αποζητά τη σωτηρία από αυτούς που της επέβαλαν την πείνα. Ένας λαός που έχοντας ζήσει εκτός από την φτώχια, την ιδεολογική ανελευθερία, απευθύνεται για τη σωτηρία του σε όποιον δείχνει να μπορεί να τον τραβήξει πέρα από όλα αυτά. Η επιθυμητή, μαγική Δύση των Beatles και των Rolling stones αυτή τη στιγμή μοιάζει με έναν σωτήρα. Μήπως όμως τελικά η Δύση δεν μπορεί να παραδώσει όλα αυτά που ονειρεύεται ένας μέσος Κουβανός; 

Ο Κόντε φοβάται αυτήν την ασυγκράτητη έκφραση χαράς του λαού. Είναι επιφυλακτικός και ακολουθεί πάντοτε το ένστικτο του, το οποίο όπως τον βοηθάει στη λύση πολλών αστυνομικών υποθέσεων, έτσι και τώρα, τον οδηγεί σε μια σωστή εκτίμηση της κοινωνικής κατάστασης. Μπορεί το βάρος του κουμμουνισμού να τσάκισε την ατομική ελευθερία των πολιτών, αλλά και μια στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών στην πολιτική της χώρας δεν θα φέρει τη λύτρωση. Ο Παδούρα μέσα από τα μυθιστορήματα του που μυρίζουν Κούβα, κάνει και την πολιτική του δήλωση. Όχι αυτήν τη δήλωση που θα ήθελε η δύση αλλά ούτε αυτή που θα ικανοποιούσε το καθεστώς της χώρας του. Βλέπει τις αδικίες, έχει ζήσει την καταπίεση, βλέπει τη φτώχια της χώρας του και βλέπει και τη φτώχια στα καπιταλιστικά καθεστώτα. Περιγράφει. Και νομίζω ότι δεν του αρέσει καμία από τις δύο καταστάσεις.


Όταν μπήκε στο μπαρ Γλυκιά Ζωή, ήδη ο Μανόλο τον περίμενε, ακουμπισμένος στη γωνία της μπάρας που προοριζόταν για τον Κόντε. Μπροστά στον ντυμένο με πολιτικά αστυνομικό, ίδρωνε μια μπύρα μέσα σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι.
-Έχω ένα τέταρτο που σε περιμένω- τον επίπληξε ο πρώην συνάδερφος του.
-Μη γκρινιάζεις Μανόλο, μέχρι και μπύρα πήρες. Θυμάσαι την εποχή που για πιείς μια lager έπρεπε να πας σε παράνομο μπαρ;
-Το θυμάμαι… όπως θυμάμαι και τη φασαρία που έκανες σε ένα από αυτά.
-Κοίτα, έχουμε περάσει αρκετά περίεργες καταστάσεις στη μικρή μας χώρα… παρεμπιπτόντως, εσύ δεν είσαι που δεν έπινες ποτέ;
-Είναι που με κάλεσε ο Yoyi… ξέρεις πόσο κοστίζει εδώ μια μπύρα;
-Τρία δολάρια
-Εβδομήντα πέντε κουβανέζικα πέσος… περισσότερο από όσο πληρώνομαι για δύο μέρες δουλειάς.. και στους αστυνομικούς δεν έχουν κάνει καμία αύξηση.
-Αυτός είναι ο πραγματικός κόσμος σήμερα, σύντροφε-είπε ο Κόντε φιλοσοφώντας και ο Μανόλο αντέδρασε.
-Λοιπόν αυτός ο κόσμος είναι γαμημένος… Κοίτα όλους αυτούς-έδειξε προς το σαλόνι, αρκετά γεμάτο ήδη αλλά όχι όσο θα γέμιζε μετά τις έντεκα το βράδυ. -. Δεν ξέρω πως, αλλά πάντως ζουν καλύτερα από ότι εγώ.


Στο «Personas Decentes» ο Παδούρα για άλλη μια φορά εναλλάσσει δύο διαφορετικές περιόδους αφήγησης, μία που αναφέρεται στο παρόν, με ήρωα τον Μάριο Κόντε και κέντρο της ιστορίας τη βάρβαρη δολοφονία ενός πρώην κυβερνητικού παράγοντα και μια άλλη που αναφέρεται στις αρχές του προηγούμενου αιώνα με ήρωα έναν αστυνομικό που ερευνά τις δολοφονίες δύο εκδιδόμενων γυναικών. Οι αφηγήσεις αυτές ενώ αρχικά φαίνεται απλώς να συνδέονται μέσω της παρόμοιας θεματολογίας τους, καταλήγουν προς το τέλος να εγκιβωτιστούν ή μία μέσα στην άλλη ολοκληρώνοντας την εικόνα και φέρνοντας τον ένοχο στα χέρια του Μάριο Κόντε.

Ο Παδούρα σε όλα του τα βιβλία, κάνει πολλές αναφορές στην τέχνη, πάντα με αναδρομές στο παρελθόν και στην ιστορία. Πίνακες που εξαφανίζονται, αντικείμενα με αρχαιολογική αξία, εβραίοι, διώξεις και ναζί έχουν τον ρόλο τους στα περισσότερα του έργα. Μας έχει συνηθίσει σε παγκόσμια πνευματικά ταξίδια, με κέντρο πάντα της αφήγησης, την Κούβα. Ενός νησιού που σαν ένας ευάλωτος έφηβος, ανοίγεται στον κόσμο γυμνό με κίνδυνο να θυματοποιηθεί αλλά και με όλες τις δυνατότητες σε αναμονή.

Επιδέξιος χειριστής του λόγου, ο Παδούρα για άλλη μια φορά μας έδωσε ένα ωραίο βιβλίο από αυτά που δεν αφήνεις εύκολα από τα χέρια σου. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα εμποτισμένο με τον αέρα και την ιστορία της Κούβας και συγχρόνως μια κοινωνική μαρτυρία. 



«Ο Κόντε θυμήθηκε ότι κάνα δύο χρόνια πριν, βρισκόμενος σε ένα κοντινό κτήριο, είχε τη δυνατότητα να δει τα όρια του νησιού περίπου από την ίδια γωνία. Και θυμήθηκε ότι εκείνη τη στιγμή, η απόδειξη του εγκλεισμού τους τον είχε πονέσει. Τώρα αντιθέτως, ένιωθε αγωνία, παρά την προσπάθεια του νησιού να ανοίξει τις πόρτες του, παρόλο που εκείνος υποψιαζόταν, ότι στην πραγματικότητα, όλο αυτό ήταν για άλλη μια φορά, μια παραίσθηση, σαν το όνειρο του Καλντερόν»

______________________________

Σημείωση: Μετέφρασα τα αποσπάσματα από τα ισπανικά (λόγω του ότι δεν υπάρχει ακόμα η ελληνική μετάφραση) με όσο καλύτερο τρόπο μπορούσα , πολύ πιθανόν να μην αντικατροπτίζουν το ύφος του συγγραφέα. 

Sunday, January 8, 2023

Tatiana Tibuleac - Το καλοκαίρι που η μητέρα μου είχε μάτια πράσινα (El verano en que mi madre tuvo los ojos verdes)


Γνώρισα τη Marion Ochoa de Eribe, τη μεταφράστρια της ισπανικής έκδοσης του βιβλίου για το οποίο γράφω εδώ, την εβδομάδα που πέθανε η μητέρα μου από καρκίνο. Η Marion, φίλη ενός καλού φίλου, είχε έρθει μαζί του στην Ελλάδα. Λίγους μήνες μετά μου έστειλε το βιβλίο αυτό μαζί με τη φίλη και συν- ταξιδιώτρια της, την Begoña.

Πολλές φορές είναι σαν η μοίρα να μας παίζει παιχνίδια. Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο άρχισα να καταλαβαίνω ότι το βιβλίο περιέγραφε τη σχέση ενός εφήβου με την καρκινοπαθή και χωρίς ελπίδα επιβίωσης μητέρα του. Και όπως οι πεταλούδες της νύχτας γυρνάνε το καλοκαίρι γύρω από την αναμμένη, στο μπαλκόνι, λάμπα, έτσι και εγώ εισπνέοντας πρώτα την εγκλωβισμένη στο κουτί του ταχυδρομείου μυρωδιά του χαρτιού, χάιδεψα την πρώτη σελίδα και ξεκίνησα το διάβασμα.

Το τέλος του έτους πλησίαζε και ο φόβος μιας χριστουγεννιάτικης γιορτής χωρίς τη μητέρα μου με έκανε να θέλω να κρυφτώ σε μια τρύπα. Αφού αυτό δεν ήταν δυνατό η δεύτερη καλύτερη λύση ήταν να ξορκίσω το κακό αντιμετωπίζοντας το.

Ο Aleksy, ο ήρωας του βιβλίου της Tibuleac μεγαλώνει σε μια εντελώς δυσλειτουργική οικογένεια. Ο πατέρας μέθυσος και αδιάφορος φεύγει με μια πολύ μικρότερη σε ηλικία γυναίκα, η μικρή κόρη πεθαίνει ξαφνικά αφήνοντας τη μητέρα συντετριμμένη και ο Aleksy βρίσκεται μόνος έχοντας χάσει μαζί με την αδερφή του και τη μητέρα του.

Το βιβλίο ξεκινάει με την αποφοίτηση του Aleksy από το σχολείο. Τελευταία μέρα και οι γονείς έχουν πάει να μαζέψουν τα παιδιά τους. Τον Aleksy τον περιμένει η μητέρα του. Καταλαβαίνουμε ότι το σχολείο αυτό δεν είναι ένα σχολείο σαν όλα τα άλλα, αλλά ένα σχολείο για παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς. Ο Aleksy είναι ένας επιθετικός έφηβος. Το παιδί που έβλεπε τη μητέρα του να παραιτείται από τα πάντα μετά τον θάνατο της αδερφής του, θέλει να βαρέσει όλον τον κόσμο.


Στις 250 σελίδες του βιβλίου η Tibuleac θα περιγράψει το καλοκαίρι που θα περάσει ο Aleksy με τη άρρωστη μητέρα του. Ο επικείμενος θάνατος και η απομόνωση της εξοχής της Γαλλίας, μέρος το οποίο διάλεξε η μητέρα για τελευταίο καταφύγιο, θα τους φέρουν πιο κοντά και θα γκρεμίσουν κάποιους από τους τοίχους που είχαν χτιστεί γύρω από τις καρδιές μάνας και γιου.

Η μητέρα με το άσπρο δέρμα και το στρουμπουλό παρουσιαστικό μικραίνει μέρα με τη μέρα μπροστά στα μάτια του Aleksy. Η σάρκα που τόσο μισεί ο Aleksy τρώγεται από την ασθένεια. Όσο η μητέρα του εξαφανίζεται, τόσο σβήνει και ο θυμός του απέναντι της.

Η απειλή του τέλους δεν αφήνει περιθώρια μνησικακίας. Ξέρουν και οι δύο ότι όλα πρέπει να συγχωρεθούν.

Η φωνή του Aleksy, που είναι και ο αφηγητής έχει μια σκληρότητα που κάνει τον αναγνώστη να διακρίνει ακόμα πιο έντονα την τραγικότητα των καταστάσεων. Είναι η φωνή ενός κακοποιημένου ψυχολογικά παιδιού που παλεύει να τα βγάλει πέρα με τον έξω κόσμο. Μου φέρνει στο μυαλό τον ήρωα του Σάλιντζερ τον Χόλντεν Κόλφιλντ, το σκληρό αντράκι που  πίσω από το προσωπείο κρύβει ένα ευαίσθητο αγόρι.

Η Tibuleac δημιουργεί ένα βιβλίο βαθιά λυρικό, για τον θάνατο, τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η παρακολούθηση της πορείας της ασθένειας της μητέρας είναι ανατριχιαστική για κάποιον που έχει ζήσει κάτι αντίστοιχο. Ο τρόπος γραφής της είναι καθηλωτικός. Κάθε πρόταση κουβαλάει ένα ασήκωτο βάρος  και όμως μέσα από τις σελίδες της ξεπηδάει μαζί με τον θάνατο η χαρά της ζωής, Μέσα από το χωρίο της Γαλλίας ξεπηδάνε τα ηλιοτρόπια, μέσα από τον Aleksy ξεπηδάνε οι ζωγραφιές, μέσα από τη μητέρα ξεπηδάει η δύναμη.

Αυτό το βιβλίο με έκανε και έκλαψα. Μετά όμως με έκανε και θυμήθηκα τη δύναμη της δικής μου μητέρας. Την αναμονή του τέλους. Το ότι ζήσαμε την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία.

«Σιωπούσαμε και οι δύο σχεδόν ουρλιάζοντας, και η δική μας σιωπή ήταν πιο βαριά από οποιονδήποτε θόρυβο. Ήξερε ότι αυτό που θα συνέβαινε στο πέρασμα της ημέρας ή αυτού του καλοκαιριού, θα διαρκούσε για πάντα.» 

Δεν ξέρω αν φταίει η χρονική σύμπτωση της ανάγνωσης του με την πρόσφατη δική μου απώλεια, που με έκανε να αγαπήσω τόσο αυτό το βιβλίο.Νομίζω πως όχι. Είναι ένα βιβλίο αξιολάτρευτο.

Η Tatiana Tibuleac (Ρουμανία-Μολδαβία) έχει εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα στα Ρουμάνικα. Το συγκεκριμένο για το οποίο γράφω, έχει μεταφραστεί στα Ισπανικά και στα Γαλλικά. Ευελπιστώ κάποια στιγμή να μεταφραστεί και στα ελληνικά.

«Μου είπε ήρεμα ότι ο καρκίνος δεν αφήνει εξωτερικά σημάδια. Ότι όλα συμβαίνουν μέσα στο σώμα, η ασχήμια, η απελπισία και ο φόβος. Ότι την ώρα του θανάτου οι καρκινοπαθείς πεθαίνουν πιο όμορφοι από ποτέ. Όπως εκείνη»