Sunday, March 31, 2019

Agatha Christie - «Ανοιξιάτικη Απουσία» - (Οι δυο ζωές μας – θα μπορούσε να ήταν…)

Την Agatha Christie οι περισσότεροι την γνωρίζουμε από την αστυνομική λογοτεχνία. Προσωπικά την γνώρισα μέσα από τα κίτρινα βιβλιαράκια των εκδόσεων Λυχνάρι, που μου έκαναν παρέα τα ζεστά καλοκαίρια στο νησί των Σπετσών όπου συνηθίζαμε οικογενειακώς να περνάμε τις διακοπές μας. Ο Ηρακλής Πουαρό και η Μις Μαρπλ που ξεπήδησαν μέσα από αυτά, αποτελούν πλέον ήρωες που λειτουργούν αυτόνομα, μη έχοντας ανάγκη πλέον την δημιουργό τους. Μπορούν να θεωρηθούν αρχέτυπα για πλήθος άλλους ήρωες που ακολούθησαν το παράδειγμα τους ψάχνοντας να ανακαλύψουν  τον δολοφόνο στο πρόσωπο του ενός ή του άλλου ευυπόληπτου και πέραν πάσης υποψίας χαρακτήρα.
Πριν από λίγο καιρό όμως ενώ περιφερόμουν στο πανηγύρι του Αγίου Χαραλάμπους, δίπλα από το σπίτι μου, στον πάγκο με τα βιβλία εντόπισα μια νέα σειρά τίτλων της Agatha Christie σε μετάφραση του Αυγούστου Κορτώ. Αυτό που με μπέρδεψε ήταν ότι ακριβώς κάτω από το όνομα της Agatha Christie ήταν γραμμένο το όνομα μιας Mary Westmacott. Ποια από τις δύο ήταν η συγγραφέας του βιβλίου; Μια μικρή ματιά στο εσώφυλλο μου έδωσε την απάντηση που έψαχνα. Η Agatha Christie το 1930 αποφάσισε να ξεφύγει λίγο από την αστυνομική λογοτεχνία και να δοκιμάσει την πένα της σε έξι μυθιστορήματα χωρίς θύμα, ύποπτο και δολοφόνο. Θέλοντας να πειραματιστεί χωρίς το βάρος που θα της πρόσθετε το όνομα της, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο.
Το βιβλίο η «Ανοιξιάτικη Απουσία» διηγείται την ζωή μιας γυναίκας, της Τζόαν Σκάνταμορ,  μητέρας με τρία παιδιά και έναν καθώς πρέπει γάμο, μέσα από το πρίσμα δύο διαφορετικών οπτικών. Και οι δύο οπτικές ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο, στην ίδια την Τζόαν δηλαδή, αλλά υιοθετούνται μέσα από μια εντελώς διαφορετική διαδικασία.
Η  πρώτη οπτική αντιστοιχεί ουσιαστικά στο βλέμμα που δεν βλέπει, το βλέμμα που θολωμένο από την ρουτίνα δεν εξετάζει, δεν απορεί, δεν έχει χρόνο να διυλίσει, το βλέμμα το οποίο ξεπερνάει η ίδια η πραγματικότητα αφήνοντας το νεκρό, άδειο, πειθήνιο. Η ζωή πολλές φορές μας κυνηγάει, χωρίς να μας αφήνει να πάρουμε ανάσα, μας αναγκάζει να την δεχτούμε, φοβούμενοι τον άγνωστο εαυτό που μπορεί να αντικρύσουμε αν σταματήσουμε και δώσουμε βαρύτητα σε ένα «ίσως», ένα «μπορεί», ή ένα «γιατί». Πόσο συνηθισμένο είναι να ζούμε την ζωή μας χρόνια ολόκληρα, πιστεύοντας πραγματικά ότι όλα είναι «όπως πρέπει», και ότι αυτά τα τσιμπήματα που μας ξυπνάνε κάποια βράδια είναι απλώς τερτίπια της ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας μας;.
Η δεύτερη οπτική είναι αυτή που δημιουργείται όταν αναγκαζόμαστε να υποστούμε την επιρροή του σταματημένου χρόνου, του χρόνου που δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε καθώς μας αναγκάζει να υπάρξουμε μόνοι μας, εμείς και ο εαυτός μας, χωρίς καμιά βοήθεια, χωρίς κανέναν αντιπερισπασμό που θα μπορούσε να αποτρέψει την καθαρή ματιά σε ό,τι έχουμε ζήσει. Ο χρόνος ακυρώνει απόλυτα αυτό το «κάτι» που θα μπορούσε να μας γλυτώσει από το να αντικρούσουμε γυμνή την ζωή που τόσα χρόνια πασχίζαμε να σκεπάσουμε.
Η ίδια γυναίκα, δύο διαφορετικές ζωές. Η Αγκάθα Κρίστι χειρίζεται άριστα τη ζυγαριά που ταλαντεύεται ανάμεσα στις δύο αυτές ζωές της Τζόαν.
Η Τζόαν γυρνάει από τη Βαγδάτη στο Λονδίνο, μετά από  μια επίσκεψη στην κόρη της που διαμένει εκεί με τον σύζυγο της. Ατυχή γεγονότα θα την καθηλώσουν σε ένα μικρό πανδοχείο στη άκρη της ερήμου, χωρίς παρέα, χωρίς βιβλία, χωρίς καν κάποιο επιτραπέζιο παιχνίδι που θα μπορούσε να ξεγελάσει τον αμείλικτο χρόνο. Το μυαλό στην απομόνωση, εκεί που ο χρόνος σταματάει,  μπορεί να γίνει φίλος ή εχθρός. Η Τζόαν τις ημέρες της αναμονής της, αναγκάζεται να κάνει αυτόν τον αναστοχασμό που έχει αμελήσει τόσα χρόνια μέσα στο αδιάκοπο κυνήγι των υποχρεώσεων. Η έρημος και ο σταματημένος χρόνος την αναγκάζουν να βγει έξω από τον χρόνο και να κοιτάξει την ζωή της από μακριά, σχεδόν σαν να ίπταται πάνω από αυτήν, σχεδόν σαν να την έβλεπε με τα μάτια ενός πουλιού που πετώντας από πάνω από τους ανθρώπους βλέπει μόνο κινήσεις χωρίς να πιάνεται στα δίχτυα των ειπωμένων λέξεων. Η απόσταση αλλοιώνει ή διασαφηνίζει τα γεγονότα; Η ζέστη της ερήμου δημιουργεί αντικατοπτρισμούς, όπως και η έλλειψη ερεθισμάτων οδηγεί σε οπτικές παραισθήσεις. Η απουσία του χρόνου μπορεί να δημιουργήσει την παραίσθηση ότι η ζωή μας είναι εντάξει αλλά και η περίσσια του μπορεί να μας αποπροσανατολίσει ζαλίζοντας μας.
Το σίγουρο είναι ότι η Τζόαν γυρνώντας στο Λονδίνο θα πρέπει να επιλέξει ποια είναι η πραγματικότητα που προτιμάει να δει, επιλογή που πρέπει να κάνει ο καθένας μας άλλωστε όταν έρθει αντιμέτωπος με τις αλήθειες της ζωής του. Πόσοι από εμάς αλήθεια έχουν το θάρρος να τις δουν και ακόμα περισσότερο να τις αντιμετωπίσουν;

Το βιβλίο το αγόρασα με σκοπό να το χαρίσω στην αδερφή μου που ξέρω πόσο της αρέσει η Agatha Christie. Έτσι από την έννοια μου ότι δεν θα προλάβω να το διαβάσω, το διάβασα σε μια μέρα. Ο χρόνος τα καθορίζει όλα τελικά. 


«Ήταν όντως αλήθεια; Ή μήπως όχι; Δεν ήθελε να είναι αλήθεια.
Έπρεπε να αποφασίσει -να καταλήξει…
Ο ήλιος -σκέφτηκε η Τζόαν -, την είχε βαρέσει ο καυτός ήλιος. Είναι γνωστό ότι η ηλίαση προκαλεί παραισθήσεις…
Να τρέχει μέσα στην έρημο… να σωριάζεται στα τέσσερα…να προσεύχεται…
Είχαν όντως συμβεί όλα αυτά;
Ή μήπως η μόνη πραγματικότητα ήταν αυτή που βίωνε τώρα εδώ;
Τρέλα -σκέτη τρέλα ήταν τα όσα είχε πιστέψει. Πόσο βολικό, πόσο ευχάριστο, το να επιστρέφεις στην Αγγλία και να νιώθεις ότι δεν έλειψες ούτε μια μέρα. Πως όλα ήταν ίδια κι απαράλλαχτα όπως τα ‘χες μέσα στο μυαλό σου…
(…………………)
                              Ποιο σχήμα όμως; Ποιο; Έπρεπε να καταλήξει σε κάποιο.»



Sunday, March 24, 2019

Hermann Broch-The Death of Virgil (Ο Θάνατος του Βιργιλίου)

Ο Herman Broch, γεννήθηκε το 1886 στη Βιέννη και είναι γνωστός κυρίως για δύο έργα του, το ένα είναι η τριλογία του «Οι υπνοβάτες» που εκδόθηκε το 1931, στην οποία σκιαγράφησε την ηθική πτώση της γερμανικής κοινωνίας και το δεύτερο, το ποιητικό – λογοτεχνικό – φιλοσοφικό αριστούργημα με τίτλο «Ο θάνατος του Βιργιλίου», το οποίο εκδόθηκε συγχρόνως στα γερμανικά και στα αγγλικά το 1945 και αφηγείται τις τελευταίες 18 ώρες του ποιητή Βιργίλιου.


Ο Πόπλιος Βιργίλιος Μάρων, Ρωμαίος ποιητής του πρώτου αιώνα προ Χριστού, έγραψε με εντολή του πρώτου Ρωμαίου αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, την Αινειάδα, ένα έπος που περιγράφει τις περιπέτειες του Αινεία, πολεμιστή στην Τροία ως σύμμαχος των Τρώων, από την πτώση της Τροίας μέχρι την άφιξη του στην Ρώμη την οποία και ίδρυσε. Ο Βιργίλιος, μεταφέρεται μετά από πρόσκληση του Οκταβιανού Αύγουστου, από την Αθήνα στο αρχαίο Βρινδήσιον (σημερινό Μπρίντιζι) για να φιλοξενηθεί στο παλάτι. Η αφήγηση ξεκινάει με το τέλος αυτού του ταξιδιού, με την άφιξη των πλοίων στο λιμάνι. Η περιγραφή του στόλου που κυλάει πάνω στα νερά της Αδριατικής εισάγει τον αναγνώστη στην ποιητική μαγεία του μυθιστορήματος. Η πλεύση του πλοίου καθώς και του ασθενή Βιργιλίου πάνω στα ακίνητα νερά περιγράφεται με τρόπο που μας δίνει ακριβώς την εικόνα της εισβολής του «ανθρώπινου» στην «θανάσιμη μοναξιά της θάλασσας». Ο Βιργίλιος αδύναμος και κλινήρης αφήνεται να μεταφερθεί στον τελικό του προορισμό, έχοντας ήδη παραιτηθεί από την δική του βούληση, μεταφέρεται με βούληση του Αυγούστου, αφήνοντας σταδιακά τον έλεγχο του κορμιού και της ψυχής του σε αυτούς που βρίσκονται σταθερά ακόμα μέσα στην γήινη πραγματικότητα.


Το βιβλίο «Ο θάνατος του Βιργιλίου» αποτελεί μια ποιητική φιλοσοφία με την έννοια ότι ο Broch μέσα από έναν αξεπέραστο λυρισμό καταφέρνει να περάσει στον αναγνώστη την φιλοσοφική του θεώρηση για το σύμπαν, τον άνθρωπο, την ζωή και το θάνατο. Το βιβλίο διαβάζεται σαν έναν τεράστιο ποίημα. Ο λόγος κυλάει και ο αναγνώστης μπορεί απλώς να παραδοθεί στην ομορφιά του, να «ακούσει» τις λέξεις και να παρασυρθεί από τον ρυθμό της γλώσσας. Κάτω όμως από αυτόν τον ρυθμό διακρίνεται μια βαθιά φιλοσοφική οπτική του κόσμου, που οδηγεί σε μια πλατωνική όσο και φαινομενολογική ερμηνεία της ύπαρξης. Το βιβλίο αφουγκράζεται τον εσωτερικό μονόλογο του ετοιμοθάνατου Βιργιλίου. Παρακολουθούμε δηλαδή την συνειδησιακή ροή του Βιργιλίου ο οποίος βρισκόμενος την περισσότερη ώρα σε μια κατάσταση μεταξύ συνειδητότητας και ονείρου, παρέχει στον συγγραφέα το τέλειο όργανο - μονοπάτι για να παρεισφρήσει στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, στην υπερβατικότητα δηλαδή της πέρα από τον λόγο ψυχής. 


Αυτή είναι η δυσκολία αλλά και ο σκοπός της τέχνης σύμφωνα με τον Broch. Η τέχνη ως σύμβολο – αναπαράσταση της μοίρας του ανθρώπου, αναζητά το σκοτάδι μέσα από το οποίο ξεπηδάει προσωρινά το «εγώ», λίγο πριν ξαναγυρίσει και αφομοιωθεί από το ίδιο αυτό σκοτάδι. Η τέχνη γίνεται αθάνατη όταν καταφέρει να ανακαλύψει την «είσοδο και έξοδο της ψυχής», βοηθώντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχή να συνειδητοποιήσει «την ισορροπία του εγώ και του κόσμου». O Broch μέσα από το ταξίδι του Βιργιλίου προς το θάνατο και μέσα από τις αμφιβολίες του Βιργιλίου όσον αφορά την αξία του έργου του (της Αινειάδας) αναδεικνύει το ρόλο της τέχνης ως την εν δυνάμει ερμηνευτική δύναμη του σύμπαντος μέσα από την ικανότητα της να ανακαλύπτει την ουσία πίσω από τα φαινόμενα. Η τέχνη βοηθάει τον άνθρωπο μέσα από την «αυτό – συνείδηση» να διευρύνει το όρια της πραγματικότητας. Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι το βιβλίο του Broch αποτελεί μια ποιητική φαινομενολογία του σύμπαντος.


Βασική προϋπόθεση για την ύπαρξη πραγματικής τέχνης είναι η τέχνη να προχωράει πέρα από τον απλό εξωραϊσμό της πραγματικότητας. Η τέχνη σύμφωνα με τον Broch πρέπει να μπορεί να αναγάγει την ύπαρξη σε ένα αληθινό σύμβολο της ουσίας των πραγμάτων. Πριν τη δημιουργία του έργου πρέπει να προηγηθεί η αντίληψη του δημιουργού. Η τέχνη για να είναι αιώνια πρέπει να έπεται της αντίληψης. Τα σύμβολα της πρέπει να γεννιούνται από την αληθινή και όχι από την επιφανειακή αντίληψη της πραγματικότητας. Στην αντίθετη περίπτωση η τέχνη μειώνεται σε απλή τέχνη του όχλου που αδυνατεί να βοηθήσει τον άνθρωπο στην αναζήτηση του για το πραγματικό, ξεγελώντας τον απλώς, χρησιμοποιώντας την επιφανειακή ομορφιά ως μέσο εύκολης διασκέδασης και απομάκρυνσης από την πραγματική ουσία. Μέσα από αυτή τη λειτουργία της «μη- τέχνης», μέσα από την ανακήρυξη της ομορφιάς σε αυτοσκοπό, η πραγματικότητα αντικαθίσταται από «κενές φόρμες και άδεια λόγια» χωρίς να έχει επιτευχθεί ο πραγματικός σκοπός της τέχνης που είναι η αποκάλυψη της πλήρης ουσίας του κόσμου.


Ο Βιργίλιος αναφέρει τον έρωτα - αγάπη (love στην αγγλική μετάφραση) ως την ουσία της πραγματικότητας όπως ο Πλάτωνας αντίστοιχα έβλεπε στον έρωτα τον δρόμο προς τις «ιδέες». Στόχος του έρωτα για τον Πλάτωνα ήταν το απόλυτα ωραίο, στόχος του Βιργιλίου είναι το ωραίο ως ουσία. Το ωραίο ως απόλυτη ιδέα και για τους δυο. Ο έρωτας μπορεί να φέρει την αθανασία μέσω της αναπαραγωγής αλλά και μέσω της τέχνης που πηγάζει από αυτόν. Η τέχνη και στους δύο πρέπει να εκπληρώνει τον ρόλο του μεσολαβητή ανάμεσα στο σύμβολο και στην ουσία.


Ο Broch μας κατακλύζει από ποιητικές εικόνες – έννοιες: η ποίηση πηγάζει από το σκοτάδι, η αλήθεια έχει ανάγκη την απόλυτη τυφλότητα (πρέπει να σβήσει ο κόσμος για να γίνει αντιληπτή η πραγματική ουσία), η φωνή της αλήθειας ξεπερνάει τις σκιές, τις υπερβαίνει, μπαίνει τόσο βαθιά όσο και ψηλά, αυτό είναι το μόνο που μπορεί να τους δώσει «φως». Η ποίηση πηγάζει από την ανάγκη του ανθρώπου να πλησιάσει, να καταλάβει, να αναγνωρίσει το θάνατο. Το νόημα της ζωής μπορεί να γίνει αντιληπτό μόνο μέσα από το νόημα που αποκαλύπτει ο θάνατος. 


Η αληθινή τέχνη δημιουργεί την πραγματικότητα όπως και η πραγματικότητα δημιουργεί την τέχνη. Ο κόσμος υπάρχει μέσα από τον νου και την αντίληψη του ποιητή. Ο ποιητής δίνει ύπαρξη στον κόσμο σκεπτόμενος αυτόν. Λέει ο Βιργίλιος στον Αύγουστο, στον απολαυστικό διάλογο που εξελίσσεται στο δωμάτιο του ετοιμοθάνατου κατά την επίσκεψη του τελευταίου: « Ω, Αύγουστε, όλη η πραγματικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η ανάπτυξη της αντίληψης», για να πάρει ως απάντηση, σε μια προσπάθεια του Αυγούστου να αποτρέψει τον Βιργίλιο από το να πραγματοποιήσει την επιθυμία του να καταστρέψει την Αινειάδα, ότι η «Ρώμη υπάρχει ως αντίληψη του Αινεία». 


Ο Βιργίλιος θεωρώντας ότι το έργο του δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις της πραγματικής τέχνης, τουλάχιστον όχι όπως αυτές καλύπτονται από τα έργα των Ελλήνων τραγικών ποιητών, έχει αποφασίσει να καταστρέψει το χειρόγραφο της Αινειάδας που βρίσκεται δίπλα στο νεκροκρέβατο του. 


Ο θάνατος δίνει στον Βιργίλιο την συνειδητοποίηση της ζωής και της δημιουργίας του. Ο επικείμενος θάνατος του, φέρνοντας μαζί του το αμετάβλητο των πραγμάτων, δημιουργεί την αμφιβολία για ό,τι έχει υπάρξει ως τώρα. Ο θάνατος που δεν συγχωρεί κουβαλάει μαζί του τον φόβο του λάθους, της ανεπάρκειας, της υπαιτιότητας και της ενοχής. Η Αινειάδα αντιπροσωπεύει αυτή την ενοχή. Την ενοχή του καλλιτέχνη μπροστά στο τι θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει. Την ενοχή του καλλιτέχνη που νιώθει ότι προσπάθησε να πάρει την θέση των θεών ως «ποιητής» και «κριτής». Τον φόβο της αποκάλυψης της αλήθειας, του γεγονότος δηλαδή ότι δεν υπήρξε ποτέ πραγματικός ποιητής, ότι ποτέ δεν μπόρεσε να αποκαλύψει την ουσία του κόσμου. 


Ο Βιργίλιος βλέπει την γλώσσα και την ζωή ως σύμβολα. Το σύμπαν είναι το «όλον», αποτελεί το σημαινόμενο της θνητής ζωής. Είναι άχρονο, η αρχή και το τέλος, το «ένα», το εγώ μέσα στα σκοτάδια του, ανέγγιχτο από την τέχνη, ανέγγιχτο από την ομορφιά, μόνο ως ύπαρξη που περικλείει όλα τα νοήματα. Το απόλυτο σημαινόμενο, η απόλυτη «ιδέα», το αρχέτυπο. Ο Βιργίλιος πορευόμενος προς το θάνατο και συνειδητοποιώντας την ύπαρξη του μέσα στο απόλυτο, βιώνει το φόβο του ποιητή που νιώθει ότι πλησιάζει στο θεϊκό. Αμφιβάλει. Η επιθυμία του να εξαϋλωθεί, να μην υπάρχει πια ως ο εαυτός του τον κάνει να επιθυμεί την καταστροφή του έργου του, πιστεύοντας ότι η ύπαρξη αυτού εμποδίζει τον δρόμο του προς το θάνατο. Ο Βιργίλιος θέλει να υπάρχει πια μόνο ως σημαινόμενο, ως κάτι χωρίς όνομα, άρρητο, να υπάρχει στο βάθος της ύπαρξης, εκεί που προσπαθεί να εισβάλει η τέχνη. Για να απαλλαγεί από την ταυτότητα του και την θνητότητα του πρέπει να απαλλαγεί πρώτα από την δημιουργία του, το έργο του, από την υλική υπόσταση της σκέψης του, από την καταγραφή και ονομασία της εσωτερικής του ουσίας, από το όνομα του στο χαρτί, από τις λέξεις -σύμβολα. Η Αινειάδα, η δημιουργία του έχει πλέον αυτόνομη υλική ύπαρξη, παρόλο που αποτελεί μέρος του εαυτού του και βρίσκεται πάνω από αυτόν. Η επιθυμία του Βιργιλίου να καταστρέψει την γλώσσα και την υλική υπόσταση της δημιουργίας του θα μπορέσει να ικανοποιηθεί μόνο μέσα από τον απόλυτο θάνατο και το τέλος της ύπαρξης στο σύνολο της.


Στο βιβλίο «Ο θάνατος του Βιργιλίου» η πραγματικότητα περιγράφεται ως υπαρκτή μόνο μέσα από την συνείδηση του υποκειμένου. Στην ενότητα «Φωτιά – η κάθοδος» ο Βιργίλιος ονειρεύεται μέσα στον βαθύ του εμπύρετο ύπνο. Καθώς το όνειρο αρχίζει και χάνεται ο συγγραφέας αναρωτιέται: «με το σβήσιμο του ονείρου, μήπως εξαφανίζεται και εκείνος ο οποίος το ονειρεύεται;» Θα μπορούσαμε να πούμε εμείς: με το θάνατο μας μήπως εξαφανίζεται και η ύπαρξη του κόσμου; Ο Βιργίλιος πλησίασε κι αντιλήφθηκε το τέλος της ύπαρξης μέσα από το όνειρο του. Μόνο πέρα και έξω από την συνειδητότητα μπορεί ο άνθρωπος να αντιληφθεί το κενό. Ο ύπνος για τον Ευριπίδη ήταν ένας πρόσκαιρος θάνατος, ο ύπνος του Βιργιλίου φέρνει την συνειδητοποίηση του θανάτου. Μόνο μέσα από την απώλεια της συνείδησης ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί το κενό. Ο άνθρωπος σε πλήρη συνείδηση δίνει στο θάνατο και στο κενό ύπαρξη και μόνο με την σκέψη του. Η προθετικότητα του υποκειμένου δεν αφήνει το κενό να υπάρξει. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να σκεφτεί το κενό. Το κενό υπάρχει μόνο χωρίς αυτόν. Ο θάνατος υπάρχει μόνον σε αυτόν που δεν τον έχει μέσα του. 


Θνητό σύμφωνα με τον Βιργίλιο είναι «αυτό που δεν περιέχεται σε εμάς και που δεν μας περιέχει». Ο θάνατος ορίζεται δηλαδή σε σχέση με την ύπαρξη μας. Αθάνατο κατ’ επέκταση είναι ό,τι υπάρχει μέσα μας. Θνητός, λέει ο Broch είναι ο άνθρωπος που είναι αδιάφορος σε εμάς. Αθάνατη είναι η ολότητα, θνητό είναι αυτό που είναι έξω από εμάς. Ο θάνατος υπάρχει μέσα μας, όχι δίπλα μας. Με το θάνατο μέσα μας είμαστε αθάνατοι. Εμείς εμπεριέχουμε τον θάνατο. 


Προχωρώντας την αφήγηση ο κύκλος του ταξιδιού κλείνει με τον ίδιο τρόπο που άνοιξε. Το ταξίδι του θανάτου γίνεται με τα πλοία που οδηγούν τον Βιργίλιο στον προορισμό του. Η ύπαρξη οδεύει στο όλον πλέοντας πάνω στο ακίνητο νερό. Η περιγραφή του ταξιδιού προς τον θάνατο αποτελεί το απόλυτο καλλιτεχνικό δημιούργημα. Στην τελευταία ενότητα «Αέρας – η επιστροφή» ξεκινάει η αντίστροφη πορεία της ύπαρξης, η επιστροφή δηλαδή στο τίποτα. Ο προορισμός είναι το ατελείωτο σκοτάδι, - όχι η απουσία του φωτός- , αλλά η ύπαρξη του απόλυτου σκότους. Ο Βιργίλιος θα φτάσει στην ενότητα του χώρου, της ύλης και του χρόνου. Η συνείδηση του θα ενωθεί με το σύμπαν. 


Ο Broch μας έχει ήδη προετοιμάσει για το τέλος της ύπαρξης σε ένα υπέροχο απόσπασμα στην δεύτερη ενότητα του βιβλίου που ανέφερα και πριν (Φωτιά – η κάθοδος) όπου μέσα στο όνειρο του ο Βιργίλιος φτάνει στον πυθμένα της ύπαρξης, εκεί που υπάρχει η απόλυτη σιωπή, η απόλυτη ακινησία, η βουβή κραυγή. Το ορατό εξαφανίζεται μέσα στο απόλυτο σκοτάδι, οι άνθρωποι εξαϋλώνονται, τα στόματα εξαφανίζονται. Μέσα από το όνειρο του Βιργιλίου, ο Broch περιγράφει το τέλος της ύπαρξης ως μια νύχτα, πέρα από τον χρόνο, τον χώρο και τον λόγο (this was a night, timeless, spaceless, the most empty blackness, an empty night without form and without content …).


Στο ταξίδι ο Βιργίλιος συνοδεύεται από αγαπητούς φίλους. Ένας από αυτούς ο Πλώτιος, κωπηλατεί με την πλάτη γυρισμένη στον προορισμό τους, τον οποίο απαγορεύεται να αντικρίσει, το πλοιάριο γλιστράει πάνω στο νερό αφήνοντας πίσω την οικία πραγματικότητα, η ψυχή ανυπομονεί να ελευθερωθεί πενθώντας όμως συγχρόνως για την πολυδιάστατη ύπαρξη που αφήνει πίσω της. Τα πρόσωπα των φίλων του σταδιακά χάνονται, μένει μόνο η εσωτερική του ουσία, η φύση δίνει την τελευταία της παράσταση μέσα σε μια έκρηξη ομορφιάς, τα αστέρια στον θόλο του ουρανού λάμπουν μέσα στο φως της ημέρας, η ομορφιά καταργεί την οποιαδήποτε ενοχή, ένας παράδεισος χωρίς αμάρτημα. Το φως με το σκοτάδι εναλλάσσονται


Ο κόσμος υπάρχει χωρίς αρχή και τέλος, σε μια μη γραμμική συνέχεια όπου όλα γεννιούνται και πεθαίνουν συγχρόνως. Το σύμβολο ενώνεται με το αρχέτυπο του, η λέξη πλέον υπάρχει πέρα από τον λόγο. Εκεί το ταξίδι του Βιργιλίου τελειώνει για να αρχίσει όμως πάλι από την αρχή μέσα από το χάος αφού ο χρόνος δεν υπάρχει για εκείνον πια.


Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια αναγνωστική εμπειρία, ο Broch καταφέρνει με λόγια να μας περιγράψει τον χωρίς-λόγο κόσμο, τον άνθρωπο χωρίς συνείδηση, το φόβο του θανάτου, και το θάνατο σαν την απόλυτη αρχή. Η ανάγνωση αυτού του βιβλίου αφήνει στον αναγνώστη την αίσθηση ότι είδε μια κινηματογραφική ταινία, διάβασε ένα ποίημα και συγχρόνως διάβασε ένα μυθιστόρημα για το θάνατο του Βιργιλίου. Έμεινα καταγοητευμένη.

Στρατής Τσίρκας-Η χαμένη άνοιξη / Αρης Μαραγκόπουλος-Η μανία με την άνοιξη



Το βιβλίο του Μαραγκόπουλου «Η Μανία με την Άνοιξη» που είναι εμπνευσμένο από την «Χαμένη Άνοιξη» του Τσίρκα, μπορεί να διαβαστεί και αυτόνομα αλλά αποκτάει άλλη δυναμική όταν ο αναγνώστης το διαβάσει ως προέκταση της «Χαμένης Άνοιξης». Αυτό που ενώνει τα δύο βιβλία πέρα από την «Φλώρα», βασική ηρωίδα και των δύο, είναι η ενασχόληση τους με τις ανοιχτές πληγές της μετεμφυλιακής και μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας και η προσδοκία για μια πολιτική και κοινωνική «άνοιξη» που δεν λέει να έρθει. Διαβάζοντας τα δύο βιβλία σε συνέχεια ο αναγνώστης νιώθει ότι κάτω από τις λέξεις και πέρα από την απογοήτευση για τις χαμένες ευκαιρίες τα δύο βιβλία εκπέμπουν μία ελπίδα, μια πίστη στον άνθρωπο που πέρα από την πολιτική μπορεί να διακρίνει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, έχοντας την δυνατότητα έτσι κάποτε, κάποια στιγμή και με τις σωστές συνθήκες να μπορέσει να ξεπεράσει τα εμπόδια και να δημιουργήσει μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία.



Μετά την καταπληκτική του τριλογία «Ακυβέρνητες πολιτείες» ο Τσίρκας αποφάσισε να βάλει μπρος μια δεύτερη τριλογία που θα την ονομάσει «Δίσεκτα χρόνια» με σκοπό να καλύψει τα «δίσεκτα χρόνια» της Ελληνικής ιστορίας που ξεκινούν από τα «δεύτερα» Ιουλιανά του ‘65 και φτάνουν μέχρι την περίοδο της μεταπολίτευσης. Δυστυχώς ό θάνατος του Τσίρκα άφησε την τριλογία ανολοκλήρωτη. Μοναδικό αποδεικτικό της πρόθεσης του αποτελεί το πολύ όμορφο μυθιστόρημα του «Η χαμένη Άνοιξη», αυτό δηλαδή που προοριζόταν να είναι και το πρώτο της τριλογίας.


Δεν θα πω πολλά γι’ αυτό το βιβλίο γιατί με πιάνει ένα άγχος όταν πιάνω στο στόμα μου συγγραφείς αυτού του μεγέθους. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι διαβάζοντας το με κατέλαβε μια μελαγχολία και μια λύπη για αυτό που μας στέρησε ο θάνατος του Τσίρκα. Πολύ θα ήθελα να είχαν υπάρξει τα επόμενα δύο βιβλία της τριλογίας. Η δύναμη με την οποία έχει γραφτεί η «Χαμένη Άνοιξη» με κάνει να πιστεύω ότι η περιγραφή των χρόνων της δικτατορίας από την πένα του Τσίρκα θα άνοιγε έναν καινούριο δρόμο στην μοντέρνα πεζογραφία της Ελλάδας.


Το τόλμημα του Μαραγκόπουλου, να χρησιμοποιήσει την Φλώρα στο δικό του βιβλίο κάνοντας ένα χρονικό άλμα και τοποθετώντας την στην δεκαετία του 90 σε ένα νησί της Ελλάδας, αναζωπύρωσε την ελπίδα μου ότι μια τέτοια ιστορία και μια τέτοια προσωπικότητα σαν της Φλώρας δεν θα έμενε θαμμένη μαζί με τον αρχικό της δημιουργό.


Η Φλώρα του Μαραγκόπουλου είναι πια εξήντα χρονών, ώριμη και συνειδητοποιημένη κάτι που δεν μπορείς να πεις για την Φλώρα του Τσίρκα την νεαρή Αμερικανίδα, που τριγυρνάει στο κέντρο της Αθήνας μαζεύοντας εραστές, συχνάζοντας όπου υπάρχει ένα ποτήρι τσίπουρο και αδιαφορώντας παντελώς για τις πολιτικές συνθήκες γύρω της. Η Φλώρα του Τσίρκα είναι συγχρόνως μια επαναστατημένη αλλά και μια θυματοποιημένη γυναίκα. Έχει την δύναμη της σεξουαλικότητας της, βρίσκεται ένα βήμα πάνω από την καταπιεσμένη Ελληνίδα γυναίκα της δεκαετίας του 60, αλλά αυτή τη δύναμη αντί να την χρησιμοποιήσει για να απελευθερωθεί από τα δεσμά της πουριτανικής κοινωνίας, την στρέφει εναντίον του εαυτού της. Η ίδια η σεξουαλικότητα της την φθείρει. Δεν έχει την πνευματικότητα ακόμα να την χειριστεί υπέρ της. Τέτοιο δώρο, η ακομπλεξάριστη και χωρίς αναστολές ικανότητα απόλαυσης του έρωτα αναλώνεται σε άντρες που είναι ανίκανοι να το δεχτούν, καταπιεστικούς και εκμεταλλευτές, δεξιούς και αριστερούς, -δεν έχει σημασία η πολιτική ιδεολογία όταν μιλάμε για πουριτανισμό-, Έλληνες και ξένους. Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για μία Φλώρα. Ακόμα και ο Αντρέας, σύντροφος που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από χρόνια στη Σοβιετική Ένωση βιάζεται να την περιορίσει και να την βάλει σε καλούπι πριν καν προλάβει να την γευτεί. Σε όλο το βιβλίο ένιωθα ότι η Φλώρα πρέπει να φύγει από αυτή τη πόλη που πνίγεται μέσα στα ίδια της απωθημένα, είτε αυτά είναι ηθικά, σεξουαλικά είτε πολιτικά. Η Φλώρα στα μάτια μου αντιπροσωπεύει την χαμένη άνοιξη.


Η Φλώρα που δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική ζει την περίοδο πριν τα Ιουλιανά του ‘65 στην Αθήνα, μια πόλη μέσα σε οργασμό πολιτικών γεγονότων. Θέλει δεν θέλει, είναι μάρτυρας ενός σάπιου συστήματος και η συστηματική της στοχοποίηση από διάφορους άντρες του περιβάλλοντος της, που θέλουν να την χρησιμοποιήσουν ως πηγή πληροφόρησης την φέρνει μπροστά στην συνειδητοποίηση της αδυναμίας της. Η Φλώρα δεν είναι διατεθειμένη να πουλήσει την ψυχή της. Διαψεύδοντας όλους τους άντρες που πιστεύουν ότι μια γυναίκα ελεύθερης σεξουαλικής ηθικής είναι εύκολος στόχος εξαγοράς η Φλώρα φεύγει. Ο Τσίρκας πεθαίνει και εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ πια τίποτα για την τύχη της.


Τουλάχιστον ένας ανυποψίαστος αναγνώστης έτσι θα πίστευε αν δεν είχε την τύχη να συναντήσει την «Μανία με την Άνοιξη» του Μαραγκόπουλου.


Τρεις δεκαετίες περίπου μετά βρίσκουμε την Φλώρα να ζει σε ένα ελληνικό νησί, δεν μαθαίνουμε ποιο, δεν έχει νόημα να μάθουμε, αφού το νησί αυτό δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύει θα μπορούσαμε να πούμε το φαντασιακό των περισσότερων αριστερών που πέρασαν από τον Εμφύλιο, ασπάστηκαν το όραμα του κουμμουνισμού και κατέληξαν να ζουν στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Το βιβλίο ξεκινάει με την περιγραφή μιας βίαιης επίθεσης χωρίς θύματα. Μία επίθεση σε κάποιο κτίριο, σε κάποια γραφεία, στην Αθήνα της μεταπολίτευσης, η εικόνα δεν είναι καθαρή. Θα ξεκαθαρίσει λίγο αργότερα όταν ο υπαίτιος αυτής της επίθεσης μαζί με μια ανομοιογενή παρέα θα μεταφερθούν σε ένα ελληνικό νησί (αυτό που αναφέρω πιο πάνω) χρησιμοποιώντας αυτή τη μετακίνηση ως προσωρινή παύση-αναστοχασμό της πρακτικής της βίας.


Από εκεί και πέρα το βιβλίο θα μπορούσε να πέσει σε τετριμμένη ηθικολογία, παρουσιάζοντας τους ήρωες να χαλαρώνουν και να στοχάζονται πάνω σε διάφορα θέματα μέσα σε ένα σκηνικό καλοκαιρινής ραστώνης που συνήθως ευνοεί τέτοιου είδους αμπελοφιλοσοφίες.


Σε αντίθεση όμως με αυτό ο Μαραγκόπουλος σταδιακά πλέκει τον ιστό που θα τυλιχτεί γύρω από κάθε έναν από τους ήρωες του βιβλίου φέρνοντας τους αντιμέτωπους με την πραγματικότητα αυτού του νησιού, αλλά πάνω από όλα με τα δικά τους πιστεύω. Οι δύο ήρωες του βιβλίου έχουν μεταφερθεί στον κόσμο που ονειρεύονται ως ιδανικό και οι άλλοι δύο ακολουθούν. Στο νησί που βρίσκονται δεν ισχύουν οι κοινωνικοί κανόνες της υπόλοιπης χώρας. Οι άνθρωποι είναι χαρωποί, δεν έχουν τον άγχος της παραγωγικότητας, δεν έχουν την πίεση του χρόνου που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της καπιταλιστικής κοινωνίας, μοιράζονται πράγματα, διασκεδάζουν και μοιάζουν ευτυχισμένοι. Η Φλώρα, βασική φιγούρα του νησιού μαγνητίζει αλλά και απωθεί τον Σανιδόπουλο, ήρωα και άλλων βιβλίων του Μαραγκόπουλου, αριστερή φιγούρα που θα μπορούσαμε να αντιπαραθέσουμε στον Αντρέα του Τσίρκα, τουλάχιστον όσον αφορά την πορεία της αυτοεξορίας τους από την Ελλάδα για πολιτικούς λόγους και την επιστροφή τους μετά σε αυτήν. Το νησί όμως έχει τα δικά του κρυμμένα τέρατα τα οποία θα αρχίσουν σταδιακά να γίνονται αντιληπτά από τους τέσσερις φίλους μας, όχι όμως με την ίδια ένταση από τον καθένα.


Στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου η Φλώρα πλέον έχει αποκτήσει δύναμη, ωριμότητα και ελευθερία. Έχοντας περάσει από αρκετές δυσκολίες έχει καταφέρει να είναι πλήρως αποδεκτή από τους κατοίκους του νησιού και όχι μόνο. Έχει αποκτήσει εξουσία πάνω σε αυτούς. Τους γοητεύει η δύναμη που δίνει σε κάποιον η απουσία του φόβου. Η Φλώρα έχει την σιγουριά του ανθρώπου που δεν έχει πια τίποτα άλλο να χάσει. Και αυτή η σιγουριά όταν δεν συνοδεύεται από πολιτική σύνεση μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνη.


Η Φλώρα ώριμη πλέον και σεξουαλικά συνειδητοποιημένη σωματοποιεί τη ζωή ως δύναμη και ως βία. Η ωμή βία, η πρωτόγονη απόλαυση πέρα από περιορισμούς, η ένταση της τιμωρίας πέρα από ηθική. Η Φλώρα πέρα από κάθε ηλικία, γλυκιά, αιώνια, άφθαρτη και ανίκητη. Η ζωή που χτυπά χωρίς αριστοτελικές μεσότητες. Το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό. Η δύναμη που παλεύει να δημιουργήσει μια νέα ζωή, μέσα από το παράδοξο της απαξίωσης της. Η Φλώρα θα νικηθεί μόνο μέσα από την κοινωνική απόρριψη. Όσο έχει τον κόσμο μαζί της δεν είναι μια απλή θνητή. Αλλά και οι θεοί κάνουν λάθη, με την διαφορά ότι εκείνοι έχουν την δυνατότητα να τα διορθώνουν.


Στην «Μανία με την Άνοιξη» αναφύονται σημαντικά θέματα που έχουν απασχολήσει την κοινωνία μας την εποχή της μεταπολίτευσης με σημαντικότερο το δικαίωμα της άσκησης βίας από τους πολίτες όταν η εξουσία δεν έχει καταφέρει ή δεν έχει θελήσει να βάλει τα πράγματα στην θέση τους. Μέσα από την ιστορία αυτού του νησιού λοιπόν καταλαβαίνουμε ότι το ουσιαστικό θέμα το οποίο θίγεται εδώ είναι η ανικανότητα της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής να ξεπεράσει με ικανοποιητικό τρόπο τα τραύματα του εμφυλίου και της δικτατορίας και να μεταβεί ομαλά σε μια δημοκρατική κοινωνία αποδεκτή από το σύνολο των πολιτών. Ποιος όμως δίνει το δικαίωμα στην πολίτη-τιμωρό να προσπαθήσει να φέρει την πολυπόθητη δικαιοσύνη και τί δικαιοσύνη είναι αυτή όταν πατάει στις πλάτες αθώων ανθρώπων βασιζόμενη σε θεμέλια καθαρά αντιδημοκρατικά; Πάνω σε ποια ιδεολογική βάση μπορεί να στηριχτεί η αυθαίρετη και ανά περίπτωση χρήση βίας από τον απλό πολίτη; Από την άλλη, ποια είναι η δύναμη του απλού πολίτη απέναντι σε ένα διεφθαρμένο κράτος, όταν ακόμα και η ψήφος του είναι απλώς άλλο ένα κομμάτι χαρτιού που λειτουργεί ως συγχωροχάρτι για τις βρώμικες πρακτικές των πολιτικών; Και αν όχι η βία, ποιος είναι ο τρόπος για να προστατευτούν τα βασικά δικαιώματα των φτωχών, των καταπιεσμένων και των ανελεύθερων ανθρώπων;


Αυτή η κουβέντα ποτέ δεν τελειώνει. Είναι ο Σίσυφος του καιρού μας.


Τουλάχιστον μέχρι να βρούμε την απάντηση θα πρότεινα να διαβάσουμε αυτά τα δύο σπάνια βιβλία, που αποπνέουν «άνοιξη» μέσα στον ιδεολογικό χειμώνα των καιρών μας.

Τζ. Κ. Ρόουλινγκ - Ο Χάρι Πότερ


Εδώ και ενάμιση μήνα, μετά από επίμονη παράκληση των παιδιών μου, διαβάζω τα βιβλία του Χάρι Πότερ. Σε απουσία αυτής της παράκλησης δεν νομίζω ότι ποτέ θα ερχόμουν σε επαφή με τα βιβλία της Ρόουλινγκ, αφού τα λίγα που είχα ακούσει για αυτά με έκαναν να πιστεύω ότι ανήκουν στα εύπεπτα, ευπώλητα βιβλία που απομακρύνουν τους σημερινούς νέους από την καλή λογοτεχνία. Ναι, έχω τέτοιες αρτηριοσκληρωτικές απόψεις, υποκειμενισμούς, κολλήματα, και πρήζω τα παιδιά μου, κυνηγώντας τα να διαβάζουν, αντί να κάθονται να κοιτάνε με τις ώρες την οθόνη του κινητού τους.
Μετά από τις ατελείωτες ώρες ανάγνωσης των 4.000 σελίδων που απαρτίζουν αυτήν την σειρά βιβλίων έχω να πω ότι εντυπωσιάστηκα από την ικανότητα της Ρόουλινγκ να υφάνει τόσο αποτελεσματικά αυτήν την ιστορία με τους μαθητευόμενους μάγους, τα ξωτικά, τους δράκους και πληθώρα άλλων φανταστικών όντων, βάζοντας τα να κινούνται σε έναν κόσμο  πιο ανθρώπινο από αυτόν που ζούμε εμείς σήμερα. Ο κόσμος του Χάρι Πότερ μας ξαναθυμίζει τις αξίες που χάνουμε σιγά σιγά, καθώς αλλοτριωνόμαστε σε μια κοινωνία που το ύψιστο αγαθό είναι ο ατομισμός και το χρήμα. Χρειάζονται οι μικροί μαθητευόμενοι μάγοι για να θυμίσουν σε εμάς και να μάθουν στα παιδιά μας τι σημαίνει αλτρουισμός, τι σημαίνει τιμιότητα, δέσμευση, ισότητα και δικαιοσύνη.  Οι μικροί μάγοι στο βιβλίο της Ρόουλινγκ αντιμετωπίζουν και πολεμάνε τον ρατσισμό, τον ολοκληρωτισμό, τον φόβο του θανάτου και την επιθυμία για κυριαρχία.
Η Ρόουλινγκ μιλάει για κανονικά παιδιά στον δικό μας κόσμο, μεταμορφώνει τους ήρωες σε μάγους με αποκλειστικό σκοπό να τους αποστασιοποιήσει από τον κόσμο μας ώστε οι μικροί αναγνώστες νομίζοντας ότι διαβάζουν ένα παραμύθι να διαβάζουν για την ίδια την ζωή που ζουν. Τα παραμύθια πάντα ήταν ένας τρόπος να εισάγουν τα παιδιά στην σκληρή πραγματικότητα και τα διλλήματα της ζωής, αυτό κάνει και η Ρόουλινγκ και το κάνει καλά.
Στο Χάρι Πότερ δεν υπάρχουν υπερήρωες, η μαγεία δεν καταργεί την ανθρώπινη υπόσταση και τις ανθρώπινες εσωτερικές αδυναμίες. Οι μάγοι της Ρόουλινγκ είναι ευάλωτοι σαν τους ανθρώπους. Το μαγικό ραβδί μπορεί να τους επιτρέψει να υψώσουν ένα αντικείμενο στο ταβάνι ή να βάψουν την γενειάδα του αντιπάλου τους μοβ αλλά δεν μπορεί να τους απαλλάξει από την αίσθηση της απώλειας που  νοιώθουν όταν χάνουν αγαπημένα τους πρόσωπα, από τον φόβο του δικού τους του θανάτου, τον φόβο του άγνωστου, τον φόβο του εαυτού τους όταν δεν είναι σίγουροι αν είναι το ίδιο ικανοί με τους άλλους, την ζήλεια, το άγχος για τις επικείμενες εξετάσεις, και την ανασφάλεια για έναν αγώνα Κουίντιτς (παιχνίδι των μάγων που παίζει σημαντικό ρόλο για το status των μαθητών του μαγικού σχολείου). Ο Ρον, ο κολλητός φίλος του Χάρι Πότερ θα χάσει τον αγώνα γιατί φοβάται το βλέμμα των άλλων. Είναι καλός μόνο όταν δεν τον βλέπουν. Την ανασφάλεια του την ξεπερνάει μόνο όταν νομίζει ότι έχει πιεί ένα μαγικό φίλτρο που τον κάνει ανίκητο. Σε αυτόν τον αγώνα ο Ρον διαπρέπει. Η Ρόουλινγκ δείχνει στα παιδιά μας ότι όλα είναι στο μυαλό τους. Όλες οι δυνάμεις του κόσμου είναι μέσα σε αυτό το στρογγυλό κεφαλάκι. Αν τα παιδιά πιστέψουν στον εαυτό τους  μπορούν να αλλάξουν το αποτέλεσμα. Ο Πότερ διακινδυνεύει να χάσει έναν αγώνα γιατί στέκεται να βοηθήσει τους άλλους αντί να βάλει σκοπό την νίκη.  Τα παιδιά θα πολεμήσουν μαζικά για ένα καλύτερο αύριο ακόμα και όταν τους δοθεί η ευκαιρία να κοιτάξουν μόνο τον εαυτό τους εξασφαλίζοντας την προσωπική τους ασφάλεια. Στο βιβλίο αναφέρεται πολλές φορές η σημασία του συνολικού καλού σε αντιπαράθεση με το ατομικό συμφέρον.
Οι πιο επικίνδυνοι εχθροί των καλών μάγων είναι οι Παράφρονες. Η βασική ικανότητα των Παράφρονων είναι ότι μπορούν να εκμηδενίσουν τον αντίπαλο τους ρουφώντας του την ψυχή. Το όπλο τους είναι ο ίδιος ο ψυχισμός των θυμάτων. Χρησιμοποιούν τα αρνητικά συναισθήματα για να εξοντώσουν τον εχθρό τους. Ο μόνος τρόπος να τους νικήσει κάποιος είναι να σκεφτεί κάτι καλό. Όσο πιο ευχάριστη είναι η σκέψη που θα έρθει στο μυαλό του τόσο πιο δυνατή είναι η άμυνα εναντίων των Παραφρόνων. Ο μόνος τρόπος να μην χάσουμε την ψυχή μας είναι να αντιστεκόμαστε με την σκέψη. Η σκέψη η δική μας είναι το όπλο για την καταστροφή αλλά και για την σωτηρία μας. Η Ρόουλινγκ χρησιμοποιεί την ανθρώπινη ψυχολογία για να δημιουργήσει εχθρούς και ήρωες. Δεν υπάρχουν φανταστικά όντα, όλα έχουν κάποια σχέση με την ψυχή μας και την ψυχολογία μας. Νομίζω γι΄αυτό οι χαρακτήρες της λειτουργούν τόσο καλά στο παιδικό αναγνωστικό κοινό.  
Η Ρόουλινγκ φτιάχνει ένα παραμύθι με ανθρώπινους ήρωες. Όλοι τους έχουν μέσα τους κομμάτια από το καλό αλλά και από το κακό. Ακόμα και ο πιο κακός ήρωας, αυτός που ενσωματώνει το απόλυτο κακό, έχει μέσα του μια πληγωμένη καρδιά που τον έκανε να σκληρύνει και να μην αισθάνεται.  Και ο Χάρι, που αντιπροσωπεύει την αγάπη αυτού του κόσμου, που έζησε μόνο και μόνο από την προστασία που του πρόσφερε η αγάπη και η αυτοθυσία της μητέρας του, έχει μέσα του κομμάτι του κακού. (προσοχή spoiler) Ο Χάρι Πότερ και ο Βόλντεμορτ μοιράζονται κάτι. Ένα κομμάτι της ψυχής του Βόλντεμορτ έχει μπει μέσα στον Χάρι Πότερ και όπως φαίνεται, ο μόνος τρόπος να εξολοθρεύσει ο Χάρι τον Βόλντεμορτ είναι να σκοτώσει τον ίδιο τον εαυτό του. Όλα είναι συνδεδεμένα στον κόσμο που ζούμε. Το καλό και το κακό είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο Βόλντεμορτ για τον Χάρι Πότερ ήταν «φύση συγγενική και εχθρός θανάσιμος». Νομίζω ότι η Ρόουλινγκ θέλει να μας πει ότι ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίσουμε αυτά που μας πληγώνουν στον έξω κόσμο είναι να τα βγάλουμε από μέσα μας, να διορθώσουμε το κομμάτι της ψυχής μας που ανταποκρίνεται σε αυτά. Να διορθώσουμε το κομμάτι της ψυχής μας που τρέφει αυτά που μας πληγώνουν. Τότε μόνο θα είμαστε ελεύθεροι, όταν θα έχουμε νικήσει την πάλη με τον εαυτό μας.
Και τέλος ο θάνατος. Στο Χάρι Πότερ η κινητήρια δύναμη της πλοκής  είναι ο φόβος του θανάτου. Οι δύο μεγάλοι μάγοι, τα δύο άκρα του ηθικού φάσματος, ο Ντάμπλντορ και ο Βόλντεμορτμορτ κινητοποιούνται από τον φόβο του θανάτου και την ανάγκη τους για αθανασία. Ο Ντάμπλντορ μετά την προσπάθεια του να συγκεντρώσει «τους τρεις κλήρους του θανάτου» που θα τον έκαναν «κύριο του θανάτου»,  φτάνοντας στην ωριμότητα του θα συνειδητοποιήσει ότι αληθινός «κύριος του θανάτου» δεν είναι αυτός που «το βάζει στα πόδια μπροστά στον θάνατο» αλλά αυτός που «ξέρει ότι πρέπει να πεθάνει και αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν απείρως χειρότερα πράγματα στον κόσμο των ζωντανών από το να πεθάνεις».  Ο Χάρι Πότερ πρέπει να αντιμετωπίσει τον θάνατο για να σώσει τον κόσμο των μάγων από τον ολοκληρωτισμό του κακού.  Τον θάνατο τον νικάει κάποιος με την ζωή που ζει και όχι με την αθανασία. Τον θάνατο τον νικάς με την αγάπη και την προσωπική ηθική. 
«Πονάει» (ο θάνατος); Ρωτάει ο Χάρι Πότερ. Για να πάρει την επικούρεια απάντηση «Ο θάνατος; Καθόλου. Είναι πιο γρήγορο και πιο εύκολο από το  να σε πάρει ο ύπνος». (Επίκουρος: «Να συνηθίσεις την ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας· διότι κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι ακριβώς η στέρηση της αίσθησης.)
Το βιβλίο είναι στημένο σωστά, χρησιμοποιώντας την σωστή αναλογία δράσης – σκέψης. Λειτουργεί αποτελεσματικά σε όλους τους αναγνώστες, από τους μικρούς μέχρι τους μεγάλους. Οι χαρακτήρες της Ρόουλινγκ ακολουθούν τον αναγνώστη και μετά το πέρας της ανάγνωσης. Είναι οι άνθρωποι δίπλα μας. Είμαστε εμείς που φοβόμαστε το σκοτάδι, πηδάμε τα εμπόδια και αφήνουμε το βραβείο σε κάποιον άλλο για να κερδίσουμε άλλον έναν φίλο που θα έχουμε βοηθήσει. Η ασπίδα μας είναι η καλοσύνη μας.
Η γλώσσα του βιβλίου είναι απλή, επομένως κατανοητή στα παιδιά. Εγώ θα αποζητούσα μια γραφή λίγο πιο καλλιεργημένη, που θα μπορούσε να ανεβάσει το βιβλίο σε άλλη κατηγορία πέρα από την παιδική λογοτεχνία. Μου έλειπε δηλαδή όταν το διάβαζα, αυτό το κάτι που σε κάνει να απολαμβάνεις την κάθε πρόταση που διαβάζεις. Από την άλλη, αυτή η γλώσσα έκανε τα παιδιά μου να μην μπορούν να αφήσουν το βιβλίο από τα χέρια τους. Μπορεί οτιδήποτε άλλο να τα είχε κουράσει. Σε αυτήν την εποχή που η τεχνολογία έχει τουλάχιστον προσωρινά μειώσει την δύναμη που ασκεί η λογοτεχνία στους μικρούς αναγνώστες, αυτό που κατάφερε η Ρόουλινγκ αποτελεί έναν άθλο. Χαίρομαι που τα παιδιά μου διάβασαν ένα τόσο όμορφο βιβλίο. Και το διάβασαν ξανά και ξανά. Το διάβασαν όπως διαβάζεις κάτι που αγαπάς.





Thursday, March 7, 2019

Anthony Doerr - About Grace


Anthony Doerr. Ο συγγραφέας του «All the light we cannot see», που βραβεύτηκε με το βραβείο Pulitzer, σίγουρα δεν είναι συγγραφέας του «ενός βιβλίου». Έχοντας ήδη ενθουσιαστεί από αυτό το βιβλίο, διάβασα πρόσφατα το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «About Grace». Ένα βιβλίο για το χρόνο, το χιόνι, την μοίρα και την συγχώρεση. Στο About Grace ο Doerr αφηγείται την ιστορία ενός μετεωρολόγου που έχει την ικανότητα ή αδυναμία στα όνειρα του να βλέπει γεγονότα που πρόκειται να συμβούν. Την ικανότητα αυτή την είχε από μικρός. Ένα όνειρο στο οποίο προέβλεψε το ατύχημα ενός άντρα που ποτέ δεν είχε ξαναδεί τον έκανε να χάσει τον ύπνο του για πολύ καιρό.
Στην ενήλικη ζωή του, ένα όνειρο τον έκανε να γνωρίσει την μελλοντική του γυναίκα. Ένα ακόμα όνειρο όμως λίγο καιρό μετά τον έκανε να την χάσει. Το όνειρο προέβλεπε ότι κάτι κακό θα συνέβαινε στην κόρη που είχαν αποκτήσει μαζί, την Grace. Είδε τον εαυτό του χωμένο κάτω από το νερό να προσπαθεί να την σώσει χωρίς όμως να το καταφέρνει. Αφού τα όνειρα του διαδραματίζονταν στο μέλλον ακριβώς όπως τα είχε δει, σκέφτηκε ότι ο μόνος τρόπος να ανατρέψει το όνειρο ήταν να φύγει μακριά της. Με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να τροποποιήσει το γεγονός. Μπορούσε να κοροϊδέψει την μοίρα. ‘Η τουλάχιστον να προσπαθήσει.
Ο πρωταγωνιστής του βιβλίου ο David Winkler εμφανίζεται σαν ένας τραγικός ήρωας που παλεύει να απαλλαγεί από το βάρος που του δημιουργεί το ότι «γνωρίζει». Σε πολλά σημεία του βιβλίου βρισκόμαστε αντιμέτωποι με το ερώτημα για το αν τελικά ο ίδιος προκαλεί την μοίρα του δημιουργώντας τα όνειρα ή αν τα όνειρα είναι απλώς το «διάβασμα» της μοίρας.
Το βιβλίο αποτελεί έναν στοχασμό για τον ρόλο που παίζουμε στην αλληλουχία των γεγονότων της ζωής μας. Στοχασμό πάνω στην αναγκαιότητα της μοίρας, στον έλεγχο που έχουμε πάνω στο κάθε τι που θα μας συμβεί. Και κατ’επέκταση στοχασμό στο τι ακριβώς είναι η ζωή μας.


Ο αγώνα του Winkler είναι τιτάνιος. Θα θυσιάσει την ζωή που έχει με τους ανθρώπους που αγαπάει προσπαθώντας να ξεφύγει από ένα μέλλον που θεωρεί προδιαγεγραμμένο. Θα φύγει μακριά αλλάζοντας εντελώς τις προδιαγραφές της ύπαρξης του. Αφήνοντας τον τόπο του, την Αλάσκα το χιόνι που τόσο αγαπάει και τον δυτικό τρόπο ζωής θα βρεθεί στο θερμό κλίμα του Ισημερινού, παλεύοντας με τα χέρια του για την επιβίωση του. Η φυγή του μπορεί να θεωρηθεί και ένας τρόπος εξαγνισμού, μία έκκληση προς τον Θεό, μία ανθρωποθυσία. Η δικιά του θυσία, ο δικός του μόχθος μπορεί να χρησιμεύσει ως κυματοθραύστης της μοίρας ως η δύναμη που θα ορθώσει εμπόδια σε αυτό το ανώτερο που ελλοχεύει στα όνειρα του.

Too good to be true, though. Γιατί οι δυνάμεις της ύπαρξης δεν γνωρίζουν γεωγραφικούς περιορισμούς. Το φορτίο του ο Winkler το κουβαλάει μαζί του γιατί το φορτίο του είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Έτσι δεν συμβαίνει με όλους μας; Ο Winkler καταφέρνει να δημιουργήσει σχέσεις δυνατές στον τόπο αυτοεξορίας του. Μέχρι που τα όνειρα έρχονται πάλι. Δυνατά και ανελέητα. Αλλά αυτή τη φορά αποφασίζει να τα αντιμετωπίσει.

Ο Winkler είναι ένας ήρωας αρχαίας τραγωδίας που σε αντίθεση με τους κλασικούς ήρωες παίρνει την μοίρα στα χέρια του. Το πεπρωμένο του δεν τον λυγίζει. Εκείνος το δημιουργεί. Είναι ένας μοντέρνος ήρωας που καταφέρνει να κουβαλήσει το φορτίο που του μοιράστηκε και να το τοποθετήσει μπροστά στην μοίρα λέγοντας: Είδες; Είμαι πιο δυνατός από εσένα. Είμαι Άνθρωπος.
Όλες οι σελίδες του βιβλίου μεταφέρουν τον αναγνώστη σε ένα μαγικό χώρο. Εκεί που τα έντομα είναι όμορφα, εκεί που κάθε νιφάδα χιονιού αξίζει παρατήρηση. Που ο κόσμος όλος είναι σαν μία δαντέλα, φτιαγμένη με τέτοια τέχνη και προσοχή ώστε σε κάνει να στέκεσαι στην κάθε μικρή λεπτομέρεια. Το όμορφο χιόνι, αγνό, άσπρο, βρώμικο, πατημένο. Το νερό στη βάση κάθε ύπαρξης. Σύσταση του κόσμου. Συνδετικός κρίκος. Το νερό μας πνίγει και μας καθαρίζει συγχρόνως. Το νερό στα όνειρα του Winkler και σε κάθε βήμα της ζωής του. Ενώνει τον χρόνο, τον τόπο ακόμα και την ξύπνια με την κοιμισμένη διάσταση της ζωής.


Θα το ξαναδιάβαζα. Σίγουρα.


Anthony Doerr - All the light we cannot see

What do we call visible light? We call it color. But the electromagnetic spectrum runs to zero in one direction and infinity in the other, so really, children,mathematically, all of light is invisible.” P.53

Αυτό ακούει ο  Werner, από ένα παλιό ραδιόφωνο που κατάφερε να επισκευάσει, ουσιαστικά ξανα τοποθετώντας ένα, ένα τα κομμάτια του. Του αρέσει η μηχανική. Και τα μαθηματικά. Αυτός ο Γάλλος που εκπέμπει στα ραδιοκύματα κάθε απόγευμα τον μαθαίνει τα πάντα. Που αλλού θα μπορούσε να μάθει για το φως, μεγαλώνοντας σε μια πόλη που ζει από το σκοτάδι; Ζει σε ένα ορφανοτροφείο με την αδερφή του την Jutta, στο  Zollverein μία πόλη-μεταλλείο της Γερμανίας Το μεταλλείο είναι το μέλλον του. Όλα τα αγόρια του ορφανοτροφείου όταν συμπληρώνουν το 15ο έτος της ηλικίας τους, πιάνουν δουλειά εκεί. Εκεί που σκοτώθηκε ο πατέρας του.Δεν υπάρχει όμως προδιαγεγραμμένο μέλλον στην Γερμανία του 1934.  Όλα πρόκειται να αλλάξουν.

Στην γειτονική Γαλλία μεγαλώνει ένα κορίτσι τυφλό. Η Marie- Ann. Από τα 6 της χρόνια ζει μέσα στο σκοτάδι. Βοηθός και συμπαραστάτης της, ο πατέρας της προσπαθεί να της μάθει την πόλη κατασκευάζοντας ένα πιστό μοντέλο για να το χρησιμοποιεί ως οδηγό. Ο ίδιος κατασκευάζει κλειδαριές για το μουσείο φυσικής ιστορίας του Παρισιού. Και κλειδαριές γρίφους για την κόρη του τις οποίες εκείνη αμέσως ανοίγει χρησιμοποιώντας την αφή όπως μόνο κάποιος που δεν βλέπει μπορεί να κάνει. Στη Marie- Ann αρέσει να διαβάζει. Κάθε Χριστούγεννα ο πατέρας της, της κάνει δώρο ένα βιβλίο. Το διαβάζει όλο το χρόνο, ξανά και ξανά μέχρι που το μαθαίνει απέξω. Αγαπημένος της συγγραφέας ο Ιούλιος Βερν. Η φαντασία του καλύπτει το κενό της όρασης της. Ο κόσμος που περιγράφει θα μπορούσε και να υπάρχει. Έτσι μπορεί να σκεφτεί ένα κορίτσι που δεν βλέπει.

Και στην μέση υπάρχει μια πέτρα, ένα μπλε διαμάντι. Το μεγαλύτερο που έχει ποτέ βρεθεί. The sea of flames. Ο θρύλος λέει ότι όποιος έχει αυτήν τη πέτρα στην κατοχή του είναι άτρωτος. Αθάνατος. Τυχερός ή άτυχος να ζει για πάντα, με κόστος όμως κακουχίες που πέφτουν σε όσους εκείνος αγαπά.
Η πέτρα αυτή βρίσκεται στο μουσείο φυσικής ιστορίας,κλειδωμένη από τον τελευταίο ιδιοκτήτη της- έναν δούκα που έχασε όλη την οικογένεια του ως απόρροια της μαγικής της ιδιότητας- σε μια κρύπτη χτισμένη ειδικά για αυτή. Ο Δούκας δίνοντας την πέτρα στο μουσείο έβαλε όρο μείνει τουλάχιστον για 200 χρόνια εκεί μέσα χωρίς να μπορεί να την δει και να την αγγίξει κανείς.

Ο Anthony Doerr δημιουργεί ένα μαγικό μυθιστόρημα από τα συντρίμμια ενός κόσμου σε αποσύνθεση. Ο πόλεμος έρχεται. Και σκεπάζει τον Werner και την Marie-Ann. Δυο παιδιά –έφηβοι σε διαφορετικά σημεία της Ευρώπης. Και οι δύο μέσα στο δικό τους σκοτάδι παλεύοντας να βγουν έξω. Και ο πόλεμος τους αλλάζει τη ζωή.
Η Marie-Ann αναγκάζεται να αφήσει το σπίτι της στο Παρίσι με την ελπίδα να καταφέρει να επιβιώσει πιο εύκολα σε μια πιο μικρή πόλη το–Saint-Malo με τον θείο της και την οικονόμο του. Ο Werner στρατολογείται και αναλαμβάνει να εντοπίζει ραδιοπομπούς που χρησιμοποιούνται από την γαλλική αντίσταση για να μεταδίδουν κωδικοποιημένα τις γερμανικές θέσεις.

Όλα αυτά δένονται αριστοτεχνικά από τον συγγραφέα, ο οποίος μυθιστοριογραφεί,κάνοντας τον αναγνώστη να «αναπνέει» τον πόλεμο. Μυρίζει πόλεμος σε κάθε λέξη που διαβάζουμε. Μυρίζουν άνθρωποι μέσα στο πόλεμο που προσπαθούν να κινηθούν σαν ποντίκια μέσα σε λαβύρινθο. Αυτό που αισθάνεται ο αναγνώστης είναι ότι οι άνθρωποι θα θρυμματιστούν κάτω από αυτή τη δύναμη που τους μεταμορφώνει από άνθρωπο σε φόβο. Και από φόβο σε μίσος. Μέσα από την μυθοπλασία ο Doerr καταφέρνει να μας δείξει τον άνθρωπο σαν αυτόνομη οντότητα, πέρα από τις συνθήκες που τον περιβάλουν και πέρα από τις πράξεις του. Ο Werner προδίδει τον καλύτερο του φίλο.Αλλά τον αγαπάει πολύ. Ο Werner είναι μάρτυρας στον φόνο αθώων, αλλά είναι αθώος και ο ίδιος.Ο εφιάλτης του μέλλοντος του στα μεταλλεία έχει μετατραπεί σε έναν πολύ χειρότερο. Το ερώτημα της Jutta έχει σφηνωθεί στο κεφάλι του παιδιού: « Is it right to do something only because everyone else is doing it? (p 246)- είναι σωστό να κάνεις κάτι μόνο και μόνο επειδή το κάνουν όλοι γύρω σου;

Φυσικά ο Werner και η Marie–Ann θα συναντηθούν. Έτσι γίνεται πάντα στα παραμύθια. Και αυτό το βιβλίο είναι ένα παραμύθι για το καλό και το κακό, για το φως και το σκοτάδι και για τη μαγεία που μας σώζει και μας καταστρέφει συγχρόνως. Η μαγεία της πέτρας είναι η ζωή.Είναι ο νόμος της φυσικής. Η ενέργεια ενός συστήματος που μικραίνει, μεταφέρεται σε ένα άλλο σύστημα. Η πέτρα προστατεύει το ένα σύστημα μόνο, εις βάρος του άλλου. Γιατί στη φύση όλα είναι αλληλένδετα. Όλα συμπληρώνουν το σύνολο. Η ενέργεια δεν μπορεί να χαθεί. Γι’αυτό και όταν τα τέρατα πεθαίνουν πάντα κάτι θα γεννηθεί στη θέση τους.

Paul Auster - Η επινόηση της μοναξιάς

Συμβαίνει μερικές φορές να αγοράζω ένα βιβλίο καταλαβαίνοντας από πριν ότι θα μου αρέσει πολύ. Το βάζω στην βιβλιοθήκη να περιμένει την σειρά του. Περνάει λίγος καιρός και εγώ συνεχίζω να το αφήνω κλειστό στο ράφι,  στην στοίβα των αδιάβαστων,  φοβούμενη μην βιαστώ, αναζητώντας την κατάλληλη στιγμή που, σίγουρη πια ότι είμαι έτοιμη να το απολαύσω στο  μέγιστο, θα το ξεκινήσω. Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική στην επιλογή του χρόνου γιατί πολλές φορές όταν το μυαλό μου είναι αλλού, κλειστό και με απίστευτη άρνηση συγκέντρωσης το βιβλίο μπορεί απλώς να περάσει από πάνω μου χωρίς να με αγγίξει.
Σήμερα ξεκίνησα ένα τέτοιο βιβλίο, την Επινόηση της Μοναξιάς του Πολ Όστερ (1982), και ένοιωσα αυτή τη ταραχή που νιώθεις όταν κάποιος σου εκμυστηρεύεται κάτι καινούριο, ένα μυστικό προορισμένο μόνο για εσένα   που όμως εσύ ήδη γνώριζες χρόνια τώρα.

Kazuo Ishiguro - The Unconsoled


Έπεσε στα χέρια μου πρόσφατα το βιβλίο του Kazuo Ishiguro, The Unconsoled. Ο συγγραφέας γνωστός και από τα βιβλία του αλλά και από τις μεταφορές δύο από αυτών στον κινηματογράφο(Remains of the Day και Never let me go).Βιβλία αγαπημένα μου και τα δύο. Επομένως ξεκίνησα να το διαβάζω έχοντας ήδη σχεδόν σχηματισμένη γνώμη για το αν θα μου αρέσει ή όχι. Το κάνω αυτό. Και στα βιβλία και στους ανθρώπους καλώς ή κακώς.

Το βιβλίο όχι απλώς επιβεβαίωσε τις προσδοκίες μου αλλά και τις ξεπέρασε. Η υπόθεση απλή. Ο Ryder,φτασμένος πιανίστας φτάνει καθυστερημένος σε μια πόλη στην οποία πρόκειται να δώσει ένα κονσέρτο. Το ότι έχει καθυστερήσει το μαθαίνει λίγο μετά την άφιξη του στο ξενοδοχείο από μία υπάλληλο η οποία φαίνεται να έχει αναλάβει το χρονοδιάγραμμα και την οργάνωση γενικά των υποχρεώσεων του. Ο ίδιος δεν γνωρίζει τίποτα. Η σιγουριά όμως των γύρω του τον αποτρέπει από το να εκφράσει αυτή την άγνοια του. Όλοι μιλάνε για το γεγονός της Πέμπτης που προφανώς είναι η μέρα της συναυλίας. Ο Ryder χωρίς να έχει ξεκάθαρο τίποτα στο μυαλό του αποφασίζει να ακολουθήσει την ροή των πραγμάτων ελπίζοντας ότι αργότερα θα ξεκαθαρίσει το τοπίο. Δεν έχει και πολλές επιλογές αφού από ότι φαίνεται χάνει όλες τις ευκαιρίες να ενημερώσει τους υπεύθυνους για την άγνοια του προγράμματος την οποία αποδίδει σε κάποια κακή συνεννόηση. Έτσι από την αρχή ο αναγνώστης αισθάνεται μια ανασφάλεια νοιώθοντας χαμένος μαζί με τον Ryder σε ένα κουβάρι γεγονότων και καταστάσεων που ξετυλίγονται γύρω από αυτόν, αυτόνομα και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε προσωπική βούληση του.

Σχεδόν αμέσως καταλαβαίνουμε ότι ο χρόνος διαστέλλεται και συστέλλεται έτσι ώστε να βοηθάει την αφήγηση και την ροή των γεγονότων. Δεν υπάρχει «πραγματικός» χρόνος. Η άνοδος με το ασανσέρ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου διαρκεί αρκετές σελίδες, τόσες ώστε να επιτρέψει έναν αρκετά μακροσκελή διάλογο ανάμεσα στον Ryder και στον Gustav, υπάλληλο του ξενοδοχείου(porter). Ο χώρος και η αντίληψη διαστρεβλώνονται αντίστοιχα. Μέσα στο ασανσέρ ανακαλύπτει μετά από αρκετή ώρα ότι υπάρχει και μία γυναίκα – πόσο μεγάλο μπορεί να είναι ένα ασανσέρ!- την οποία δεν είχε δει από την αρχή. Χώρος και χρόνος στροβιλίζονται δίνοντας μας την εντύπωση ότι όλα αυτά διαδραματίζονται μέσα σε ένα όνειρο. Ο Ryder στην διάρκεια του βιβλίου «κυλάει» από το ένα μέρος στο άλλο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις υποχρεώσεις του και τα χρονικά διαστήματα που απαιτούν αυτές,υποχρεώσεις σημαντικές όπως η φύλαξη του γιου του, ή ακόμα και το ίδιο το κονσέρτο που έχει να δώσει. Ο αναγνώστης τον ακολουθεί να διανύει διαδρομές που δεν γνωρίζει, φτάνοντας στον προορισμό του πάντα μετά από κάποια τυχερή συγκυρία. Ο συγγραφέας μας ξεγελάει με τις αποστάσεις. Διαδρομές που διαρκούν πολλές ώρες διανύονται μέσα σε λίγα λεπτά στον γυρισμό ή ακόμα λιγότερο ρεαλιστικά αποστάσεις ανατρέπονται με την εμφάνιση μιας πόρτας η οποία μέσα σε λίγα λεπτά μας οδηγεί πίσω στο σημείο εκκίνησης (μια πόρτα που μου θυμίζει την Αλίκη – μαγικές πόρτες εμφανίζονται μπροστά του που καταργούν τον χρόνο και την συνέχεια του χώρου). Γεγονότα τα οποία διαρκούν μεγάλο μέρος της ημέρας για τονRyder αφήνουν ανέπαφο τον χρόνο γι αυτούς που τον περιμένουν. Ο Ishiguro μας δίνει συνέχεια την αίσθηση του παράλληλου γεγονότος. Το κυνήγι του χρόνου γίνεται συνέχεια αισθητό αλλά και αυτόματα ακυρώνεται. Ο Ryder είναι πάντα κάπου, αλλά και συγχρόνως πρέπει να είναι κάπου αλλού. Όλο αυτό υποδηλώνει στον αναγνώστη ένα υπαρξιακό άγχος. Χάνεται σε καφκικά μονοπάτια. Το κουβάρι δεν μπορεί να σταματήσει να ξετυλίγεται και ο Ryder γυρνάει γύρω γύρω προσπαθώντας να το ελέγξει χωρίς αποτέλεσμα.

Μερικές φορές ο αναγνώστης αναρωτιέται αν αυτός ο Ryder υπάρχει ή είναι ένας άδειος μαυροπίνακας που γεμίζει όσο εξελίσσεται η ιστορία. Συναντάει ανθρώπους που στην αρχή δεν αναγνωρίζει, μόνο και μόνο για να καταλάβει μετά από λίγο ότι είναι παλιοί γνωστοί του ή ακόμα και  σύντροφοι ή συγγενείς του. Από την "μηδέν" αναγνώριση δημιουργείται ένας κόσμος.Συνειδητοποιούμε ότι αυτή δεν είναι μια άγνωστη πόλη για αυτόν αλλά η πόλη στην οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε. Στην αρχή όλοι φαίνονται ξένοι. Αλλά όλοι έχουν παίξει ένα ρόλο στο σενάριο της ζωής του.
Οι μνήμες του Ryder σε αντίθεση με τις μνήμες του Μαρσέλ στο Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Proust δεν είναι το αποτύπωμα που έχει αφήσει το παρελθόν στο μυαλό. Είναι το ίδιο το παρελθόν. Έχουν υπόσταση και συμμετέχουν στο παρόν. Το δωμάτιο του ξενοδοχείου που θα εγκατασταθεί αρχικά ο Ryder είναι το παιδικό του δωμάτιο. Δεν υπάρχει ως μνήμη, δεν ανασύρεται από το βάθος του μυαλού του λόγω μιας μυρωδιάς, ενός madeleine tea, μιας γεύσης. Υπάρχει. Το αγγίζουμε. Έχει έρθει από το παρελθόν και έχει θέση στο παρόν. Ο Ryder ταξιδεύει στο χρόνο αλλά είναι ακόμα εδώ. Το ίδιο συμβαίνει και με το αυτοκίνητο που συναντάει έξω από Karwinsky Gallery.Είναι το αυτοκίνητο των γονιών του από την παιδική του ηλικία. Μπαίνει μέσα. Το πιάνει. Και τελικά εκεί μέσα τον παίρνει ο ύπνος. Έτσι συναντιέται η πραγματικότητα με το παρελθόν. Ο ύπνος μπορεί να δικαιολογήσει αυτή την ανυπαρξία χρόνου. Και όταν ξυπνάει μένει πάλι χρόνος για όλα όσα πρέπει να γίνουν.

Βασικό στοιχείο του βιβλίου η οικογένεια. Η δικιά του και οι άλλες. Οι δυνάμεις που αναπτύσσονται μέσα της είναι  πραγματικές. Σε αντίθεση με τις δυνάμεις που συνδέουν όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα και γεγονότα μεταξύ τους. Σχέσεις βαριές που δεν μπορούν να τις αντέξουν τα μέλη τους. Σχέσεις που σε κάνουν να λυγίζεις. Ο Stephan ευνουχισμένος σχεδόν προσπαθεί να σταθεί πάνω από την σιωπηλή απόρριψη των γονιών του. Ο Gustav δεν μιλάει με την κόρη του. Η κόρη του δεν μπορεί να βρεθεί στον ίδιο χωρόχρονο με τον Ryner, ο Ryner δεν μπορεί να πλησιάσει τον γιο του. Ο Hoffman φοβάται να δείξει στην γυναίκα του ότι δεν ξέρει να παίζει πιάνο. Η γυναίκα του εγκλωβισμένη στην τέχνη της. Η τέχνη σκοτώνει τους δεσμούς με τον γιο της, τον Stephan.Κύκλος αίματος. Η οικογένεια σαν μια πραγματικότητα πάνω από την ονειρική κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Ανίκητη σχεδόν. Και καταστροφική. Η οικογένεια ως το μάτι που παρατηρεί, κριτικάρει, αρνείται. Η οικογένεια ως πηγή δυστυχίας, κινητήρια δύναμη και τροχοπέδη. Αναρωτιέμαι  τελικά μήπως η οικογένεια είναι και το κύριο θέμα  του βιβλίου.

Ο Brodsky,πιανίστας και χρόνια αλκοολικός, ως τραγική φιγούρα ενσωματώνει τις ενοχές της κοινωνίας που τον απαρνείται. Τα τραύμα του, εσωτερικό, εξωτερικό δεν έχει σημασία. Η αγάπη του για την Miss Colins μεγάλη. Πιο μεγάλη από τον εαυτό του. Γι αυτό την χάνει. Όπως χάνει και το πόδι του. Διαμελίζεται. Ο πόνος είναι και σωματικός. Το ακροατήριο δεν μπορεί να δεχτεί την μουσική που βγάζει η ορχήστρα κάτω από την διεύθυνση του. Ο κόσμος δεν μπορεί να δεχτεί έναν Mr Brodsky. Είναι ο τρελός του χωριού. Θα είναι ο τρελός ό,τι και να κάνει. Οι άνθρωποι τον ορίζουν. Τον έχουν ανάγκη. Δεν μπορεί να αλλάξει. Ο Brodsky είναι μέρος του ονείρου του βιβλίου. Ανυψώνεται και πέφτει. Γιατί αυτό πρέπει να κάνει. Σαν τον Χριστό. Για να μπορέσουν οι υπόλοιποι.

Και στο τέλος η συναυλία, το γεγονός που κινεί όλο το βιβλίο δεν πραγματοποιείται. Η αλληλουχία των γεγονότων δεν οδήγησε στον σκοπό.  Είναι και αυτό κάτι το φυσιολογικό. Τίποτα από αυτά που συμβαίνουν σε αυτό το βιβλίο δεν έχει τις επιπτώσεις που θα είχε στην πραγματικότητα. Όπως στα όνειρα. Ο χρόνος δεν καταλήγει στο γεγονός. Ο χρόνος απλώς σταματά. Και ξαναρχίζει από την αρχή.  

Άρης Μαραγκόπουλος - Το χαστουκόδεντρο

Και ήρθε η ώρα λοιπόν να διαβάσω το «Χαστουκόδεντρο», του Άρη Μαραγκόπουλου, βιβλίο που δεν θα διάλεγα αν το μόνο στοιχείο που είχα ήταν ο τίτλος. Γιατί δεν μου αρέσουν τα χαστούκια. Ούτε να τα δίνω, ούτε να τα παίρνω. Ευτυχείς συγκυρίες όμως το έφεραν στον δρόμο μου και με έκαναν να το διαβάσω.

Το «Χαστουκόδεντρο» είναι κάτι παραπάνω από ένα δέντρο φορτωμένο με ετοιμοπαράδοτα χαστούκια ικανά να τιμωρήσουν όσους μας αδίκησαν κατά καιρούς.
Το «Χαστουκόδεντρο» μιλάει για τους « δόλιους εξουσιαστές των ψυχών» μας. Και στον αντίποδα για την ελπίδα, την ιδεολογία, την δύναμη των ιδανικών. Για ανθρώπους που έβαλαν το «μέλλον» πάνω από το «παρόν». Διηγείται μια ιστορία αγάπης για τον άνθρωπο, τις ανάγκες του και τα δικαιώματα του.
Ο Άρης Μαραγκόπουλος προσεγγίζει μια ιστορική περίοδο λογοτεχνικά, ξεγυμνώνει τους ήρωες του προσφέροντας στον αναγνώστη ένα απολαυστικό ψυχογράφημα δύο ανθρώπων που παλεύουν μέσα σε ένα εχθρικό πολιτικό σύστημα καταφέρνοντας να διατηρήσουν την ουσία τους ως άνθρωποι. Μέσα από την διαδρομή της ζωή τους ταξιδεύουμε στις δεκαετίες ’40 με ’70 και ερχόμαστε σε επαφή με την πραγματικότητα αυτών των πονεμένων χρόνων.
Ο Άρης Μαραγκόπουλος, ιδεολόγος και λογοτέχνης, λογοτέχνης και ιδεολόγος δημιουργεί ένα έργο ιστορικό και λογοτεχνικό (με την βοήθεια του επίμετρου η μυθολογία βρίσκει την αναφορά της σε γεγονότα) , χωρίς να πέφτει στην παγίδα της «στρατευμένης λογοτεχνίας».
Παρά το γεγονός ότι ο πολιτικός προσανατολισμός του συγγραφέα γίνεται εμφανής στον αναγνώστη, το βιβλίο αυτό ξεπερνάει την πολιτικοιστορική του διάσταση και στέκεται ως διαμαντάκι λογοτεχνικό, αυτόνομο και αυτόφωτο, δίνοντας μια ώθηση στην κατά την γνώμη μου λίγο «κουρασμένη» ελληνική λογοτεχνία.

Orhan Pamuk - Το μουσείο της αθωότητας

Με εξέπληξε ευχάριστα το γεγονός ότι υπάρχουν ακόμα συγγραφείς που μπορούν να αφιερώσουν οκτακόσιες σελίδες ενός βιβλίου περιγράφοντας μια ερωτική, ανεκπλήρωτη ιστορία. Διαβάζοντας πρόσφατα το βιβλίο του βραβευμένου με Νόμπελ λογοτεχνίας τούρκου συγγραφέα Ορχάν Παμούκ «Το μουσείο της Αθωότητας» αφέθηκα να παρασυρθώ στην παράλογη και ψυχαναγκαστική σκέψη του Κεμάλ, ευκατάστατου τούρκου νεαρού που αντικρίζοντας την μακρινή του ξαδέρφη Φισούν εισέβαλε σε ένα σύμπαν παράλληλο και διαφορετικό από αυτό που ζουν όλοι οι υπόλοιποι, οι «μη ερωτευμένοι». Ο Παμούκ μπόρεσε να γεμίσει οκτακόσιες σελίδες με την περιγραφή της εμμονής του Κεμάλ για την φτωχή Φισούν χωρίς να χρειαστεί να εμπλουτίσει την πλοκή με καμία απολύτως δράση. Μου θύμισε το «Αναζητώντας τον Χαμένο χρόνο του Προυστ» (τον οποίο αναφέρει κάποια στιγμή μέσα στο βιβλίο του) όπου ο έρωτας του Μαρσέλ για την Ζιλμπέρτ και στην συνέχεια την Αλμπερτίν τον έφτασε στα πρόθυρα της τρέλας. Στην εποχή μας που τα συναισθήματα έχουν δώσει την θέση τους στην λογική, ο έρωτας θεωρείται αδυναμία και το πάθος μπορεί να ελεγχθεί ανεβοκατεβάζοντας τα επίπεδα της σεροτονίνης στον εγκέφαλο, θαυμάζω τους ανθρώπους που μπορούν να διεισδύσουν τόσο βαθιά στα σκοτεινά και παράλογα μονοπάτια του έρωτα και της ζήλειας.

Orhan Pamuk - Το μαύρο βιβλίο

Μετά το «Μουσείο της Αθωότητας» και τις 800 σελίδες τού, κατάφερα να τελειώσω και το «Το Μαύρο βιβλίο» με άλλες 550 σελίδες γεμάτες από τον υπέροχο λόγο του Παμούκ και τις μαγικές εικόνες του.

Το Μαύρο βιβλίο είναι όπως λέει και ο Γκαλίπ ο ήρωας του βιβλίου «οι αναμνήσεις ενός υπνοβάτη». Ένα βιβλίο στο οποίο ο συγγραφέας προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει τον εαυτό του, μέσα από τα δαιδαλώδη στενά μιας μαύρης και υγρής Κωνσταντινούπολης. Μέσα από πρόσωπα-κωδικοποιημένα. Τα πρόσωπα είναι βιβλία, κάθε σπιθαμή του προσώπου αντιστοιχεί σε ένα γράμμα. Το μόνο που μένει είναι να τα διαβάσεις. Ξεκινώντας από το δικό σου πρόσωπο στον καθρέφτη. Και οι σκέψεις σου, είναι όντως δικές σου; Ή μιλούν μέσα σου οι φωνές των άλλων; Ένας τρόπος υπάρχει να είσαι σίγουρος. Φτιάχνε ιστορίες και ξεκίνα να τις γράφεις, μην σταματάς. Αλλιώς η φωνή των άλλων θα μπει πάλι μέσα σου.
Ο Γκαλίπ ψάχνει την Ρουγιά, την όμορφη γυναίκα του που έφυγε αφήνοντας του ένα γράμμα. Ψάχνει στο σκοτάδι να την βρει και βρίσκει μια άλλη ζωή γεμάτη παραμύθια, ιστορίες, σκιές, πασάδες και πρίγκιπες. Χάνεται στα σοκάκια, χάνει τον εαυτό του. Ή μάλλον δεν τον είχε ποτέ. Δεν ξέρουμε ποιο διάστημα είναι πιο αληθινό. Το πριν ή το μετά. Ανακαλύπτει καινούρια ζωή μέσα από τα γραπτά του Τζελάλ, αδερφού της Ρουγιά, επίσης εξαφανισμένου. Ένας κόσμος ολόκληρος τα γραπτά του. Μπερδευόμαστε κάποια στιγμή. Ποιος είναι ο Γκαλίπ και ποιος ο Τζελάλ; Και στο τέλος η σιωπή απαλλαγμένη από φαντάσματα. Η σιωπή και η απουσία. Ο Γκαλίπ είναι ο εαυτός του και γράφει. «Γιατί τίποτα δεν είναι τόσο καταπληκτικό όσο η ζωή. Εκτός από το γράψιμο. Εκτός από το γράψιμο. Ναι, βέβαια, εκτός από το γράψιμο, τη μόνη παρηγοριά.» όπως λέει και ο Παμούκ μέσα από τα χείλη του Γκαλίπ.

Leo Tolstoy - Πόλεμος και Ειρήνη




Πόλεμος και ειρήνη, ο Τολστόι στα καλύτερα του μας δείχνει ότι μεγάλος συγγραφέας είναι αυτός που μπαίνει μέσα στις ψυχές, τις αναλύει, τις κινεί σύμφωνα με τους ανθρώπινους νόμους και μας τις σερβίρει προς βρώση. 


Η Ρωσία κουβαλάει τα παιδιά της στην πλάτη. Τα δίνει τροφή στα λιοντάρια για να επιβιώσει. Τα ταΐζει ιδανικά. Ο Τσάρος το υπέρτατο καλό. Όλοι θυσία για τον Τσάρο. Ρώσοι αριστοκράτες αφήνουν τα μεταξωτά τους μαξιλάρια για να πολεμήσουν. Μέσα σε λίγες μέρες η ζωή στην πόλη φαίνεται μακρινή στους στρατιώτες που αντιμετωπίζουν τον εχθρό. Πριν λίγο καιρό οι γάλλοι αριστοκράτες μιλούσαν γαλλικά στα σαλόνια τους και φορούσαν τα καλύτερα παριζιάνικα υφάσματα. Τώρα προσπαθούν να ξεχάσουν αυτή τη γλώσσα. Είναι η γλώσσα του Ναπολέοντα που προχωράει ολοταχώς προς την Μόσχα. Πόλη σύμβολο που όταν τελικά θα την κατακτήσει, αυτή είναι ήδη πεθαμένη. Η πόλη αυτοκτόνησε πριν πέσει στα χέρια του Βοναπάρτη. Και του στέρησε την χαρά να την πάρει μόνος του. Ο πόλεμος προχωράει, η Γαλλία είναι νικήτρια αλλά αρχίζει να χάνει ακριβώς γιατί έχει πάρει ήδη πολλά. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο δυνατός κάποια στιγμή δεν μπορεί να αντέξει την δύναμη του.
Και μέσα σε όλα αυτά ο κάθε άνθρωπος μια μονάδα μέσα στο σύνολο. Οι χαρακτήρες του Τολστόι ξεφυτρώνουν με τόση δύναμη που δεν μπορείς να μην επικεντρωθείς στα πάθη τους. Η κάθε μονάδα πιο δυνατή από τον πόλεμο. Σαν να τον αφήνει πίσω καθώς κινείται μέσα στον χρόνο. Και στο φόντο απλώς το σκηνικό μιας μάχης, ο επιθανάτιος ρόγχος και η συνειδητοποίηση ότι η γη γυρίζει.

Wednesday, March 6, 2019

Άρης Μαραγκόπουλος - Πολ και Λόρα-Ζωγραφική εκ του φυσικού





Τι να γράψεις για ένα βιβλίο σαν το Πολ και Λόρα, ζωγραφική εκ του φυσικού του Άρη Μαραγκόπουλου, ιστορικό μυθιστόρημα που καλύπτει την εποχή της εκβιομηχάνισης στην Ευρώπη, αναπνέοντας κάρβουνο, ζωγραφίζοντας όνειρα και παρακολουθώντας την ζωή ενός ζευγαριού που θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε ζευγάρι αλλά τυχαίνει να είναι ένα ζευγάρι με ονοματεπώνυμο. Ζώντας καλύτερα από τον μέσο όρο, η κόρη του Μαρξ είναι η κόρη του Μάρξ. Μεγαλώνει ακούγοντας τον, μαθαίνοντας ότι μπορούν όλοι να ζήσουν και καλύτερα, μαθαίνοντας για τον κομμουνισμό όπως κάποιοι άλλοι μαθαίνουν να πλέκουν. Μαθαίνοντας ότι το γυναικείο της φύλλο δεν την περιορίζει και ότι υπάρχουν γύρω πολλοί άνθρωποι που ζουν σαν τον μπαμπά της. Είναι καταδικασμένη από μικρή να σκέφτεται.


Ο Πολ, το δεύτερο μέλος του ζευγαριού αυτού μεγάλωσε διαφορετικά αλλά και αυτός με ανέσεις, περισσότερες από αυτές της Λόρας. Ο Πολ μεγάλωσε μαθαίνοντας ότι η ιδιοκτησία είναι ιερή, ότι η οικογένεια είναι ιερή, ότι η εργασία είναι ιερή. Ο Πολ αντίθετα από την Λόρα που ακολούθησε τον πατέρα της, έμαθε να σκέφτεται διαφορετικά από την οικογένεια του. Πόσα πράγματα θα μπορούσε να μας πει ο Φρόυντ αν είχε γεννηθεί λίγο νωρίτερα και είχε την τύχη να γνωρίσει τον Πολ, για την αηδία που αισθάνθηκε ο Πολ στο νεκροκρέβατο του πατέρα του, όταν ο τελευταίος μιλάει για το δικαίωμα της ιδιοκτησίας για την χαρά να κάνουμε δικό μας ένα κομμάτι γης, μαζί με τον αέρα του, μέχρι τα έγκατα αυτής! 


Γιατρός που δεν πήρε άδεια άσκησης επαγγέλματος ποτέ, κίνηση αντίδρασης, ανίας, οκνηρίας ή κάτι από όλα, ξεχώρισε αμέσως την κόρη του Μαρξ, όταν την είδε στο σπίτι της. Ένας άντρας που ήθελε σύντροφο στη ζωή και την επανάσταση βρήκε στην Λόρα την ενσάρκωση του γυναικείου ελεύθερου πνεύματος. 


Το βιβλίο όμως δεν αφορά αυτό το ζευγάρι. Αφορά όλα τα ζευγάρια, τους πολίτες, τους εργάτες, τις πόρνες, τους τεχνίτες που πήραν μέρος στην κομούνα του Παρισιού μετά την πολιορκία του Παρισιού από τους Πρώσσους και όλους αυτούς που ζούσαν στο μαύρο Λονδίνο και στο μαύρο Παρίσι, κάτω από άθλιες συνθήκες, γρανάζια των μηχανών, ζώντας σε ένα μεταβατικό στάδιο που τους έφερε στη πόλη, μακριά από τα δέντρα τους, τα μποστάνια τους, τις ρίζες τους, ανθρώπους που δεν γνωρίζανε τον Μανέ που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου γιατί δεν προλάβαιναν να σκεφτούν δουλεύοντας όλη μέρα, μοχθώντας μάλλον και όχι δουλεύοντας όπως θα έλεγε και η Άρεντ ,δεν παράγουν τίποτα άλλο εκτός από τον ιδρώτα τους, πίνοντας μηλόξιδο σε κάτι τρύπες το βράδυ κατάκοποι, αφήνοντας την γυναίκα σπίτι να κλαίει για τα άρρωστα και ημιθανή παιδιά, μη γνωρίζοντας ότι όλα θα μπορούσαν να είναι καλύτερα αν ο Παστέρ είχε βρει πώς να μην πεθαίνουν τα παιδιά τους, αν η θρησκεία τους και το πορτοφόλι τους επέτρεπε την χρήση της «αγγλικής ρεντικότας» όπως πολύ περιγραφικά αποκαλούσαν στην Αγγλία τα προφυλακτικά, για να μην κάνεις τόσα μα τόσα παιδιά πια, πόσο καλύτερα θα ήταν αν μπορούσες να κάνεις έρωτα χωρίς να γεννάς παιδιά προορισμένα να πεθάνουν. Και όλη αυτή η κατάσταση, η δύναμη μιας τέτοιας κοινωνίας έδινε δύναμη στον Μαρξ να σχεδιάζει την λύση του προβλήματος. Το εγελιανό ποτάμι, η θέση, η αντίθεση, η σύνθεση έκανε δυνατή την ύπαρξη του Μαρξ. Τα τρία πεθαμένα του εγγόνια ήταν και αυτά η θέση που έκανε δυνατή την επιβίωση της θεωρίας του. 


Η κομούνα ένωσε όλους τους εξαθλιωμένους του Παρισιού και όχι μόνο. Ένωσε όλους αυτούς που μπορούσαν να έχουν κάποιο όραμα. Έχοντας στο κοντινό παρελθόν τα παράδειγμα των εξεγέρσεων 1848, -που ενώ δεν κατέληξαν σε ένα ικανοποιητικό αποτέλεσμα, έδειξαν όμως ότι μια εξέγερση είναι δυνατή – η «πλέμπα» του Παρισιού αποφάσισε να ορίσει τον εαυτό της ως κάτι άλλο, ως ανεξάρτητο πολίτη, να πάρει την εξουσία της ζωής της στα χέρια της. Νομίζω ότι η έλξη που μας ασκεί η κομούνα του 1871 οφείλεται και στο ότι παρ όλη τη σύντομη διάρκεια της έκανε τους συμμετέχοντες να αισθανθούν «ελεύθεροι», μη καθοδηγούμενοι για πρώτη φορά. Η μικρή της διάρκεια δεν επέτρεψε την παρακμή της, ο περιορισμός των συμμετεχόντων επέτρεψε την συνεννόηση αποτρέποντας οποιεσδήποτε προσπάθειες εξωτερικής χειραγώγησης και οικειοποίησης της. 


Ο Μαραγκόπουλος μας οδηγεί παίρνοντας μας από το χέρι, μέσα στο εξεγερμένο Παρίσι, μας οδηγεί μέσα στις φτωχικές σοφίτες του Παρισιού, στα καπηλειά, στα βρώμικα πρόσωπα, στις «νεκρές ψυχές», βάζει μέσα μας τον πόνο της μητέρας που χάνει το παιδί της, του ανήμπορου πατέρα, αισθανόμαστε την οργή, την ελπίδα την απογοήτευση. Καταφέρνει να δούμε τον Πολ και την Λόρα του τότε, σκεπτόμενοι όμως και τον Πολ και Λόρα του σήμερα. Σκιαγραφεί το χτίσιμο της ιδεολογίας, ενσταλάζει μέσα μας μέσω του Πολ την αμφιβολία για την αξία της εργασίας. Όλα, όλα περνάνε από το μυαλό μας διαβάζοντας αυτό το βιβλίο. Δυνατό μυθιστόρημα από μόνο του που γίνεται όμως “αξιοφύλαχτο” έργο τέχνης μέσα από την συνύφανση ιστορίας και μυθοπλασίας. Πόσο θέλει ο αναγνώστης να γνωρίσει ακόμα λίγο, αυτό το καταπληκτικό ζευγάρι που ζώντας την ζωή του με τόσο προσωπικό πόνο, δεν χάνει ποτέ το όραμα και καταλήγει να γίνει άρχοντας και κυρίαρχος της μοίρας του έστω στον θάνατο του, αφού δεν κατάφερε να αλλάξει την μοίρα του κόσμου και των παιδιών του! Και αυτό λίγο πριν την Οκτωβριανή επανάσταση που δεν θα δει ποτέ. Η Λόρα αφήνει αυτόν τον κόσμο με την θεωρία του πατέρα της άσπιλη ακόμα, μη εφαρμοσμένη, μη μαγαρισμένη. Αφήνει σε άλλους την ευθύνη της υπεράσπισης της ή μη. Η Λόρα και ο Πολ είναι ειλικρινείς. Πεθαίνουν όταν νιώθουν ότι δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα πια σε αυτόν τον κόσμο, καθώς επίσης και ότι ο κόσμος δεν μπορεί να τους προσφέρει ή να τους κλέψει τίποτα πια. Πράξη γενναιότητας ή δειλίας; Αφήνουν τον κόσμο όταν δεν μπορούν να ορίσουν τίποτα πια, αδυνατώντας να αφεθούν στην φθορά, μη πιστεύονταν στην ιερότητα της ζωής, πιστεύοντας μόνο στην ιερότητα των ιδεών. Ο καθένας θα δει στην πράξη αυτή, ακριβώς αυτό που θέλει να δει…

Κωνσταντίνος Τριανταφυλάκης -Μια άλλη ευκαιρία


«Πρώτα μου έκανε εντύπωση ο άστεγος. Όχι ότι άστεγοι υπάρχουν λίγοι, αλλά ο συγκεκριμένος δεν φαινόταν να ήταν ένας «συνηθισμένος» άστεγος. Τουλάχιστον όχι ένας άστεγος όπως τον έχουμε οι περισσότεροι στο μυαλό μας. Γιατί, για να πούμε την αλήθεια, δεν υπάρχουν «συνηθισμένοι» άστεγοι. Κάποιοι απλώς έχουν «συνηθίσει» να είναι άστεγοι. Αυτό ακριβώς. Αυτός ο άστεγος που βρήκα στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλάκη «Μία άλλη ευκαιρία», δεν είχε συνηθίσει ακόμα να είναι άστεγος. Μάλλον αυτό ήθελα να πω από την αρχή.
Και έτσι το ξεκίνημα του βιβλίου με έκανε να θέλω να διαβάσω παρακάτω και να δω τι στο καλό είχε συμβεί σε αυτόν τον άμοιρο άνθρωπο που έκανε παρέα με τα σκυλιά, λες και ήταν καρδιακοί του φίλοι. Γιατί δεν είχε κάπου να μείνει όταν ήταν ολοφάνερο από τους τρόπους του ότι σώμα του κάποτε ξάπλωνε σε μαλακά στρώματα; Τι καλύτερος τρόπος λοιπόν να ξεκινάει μία ιστορία από έναν άστεγο που διαβάζει Τζόις με έναν σκύλο δίπλα του που μιλάει;
Το βιβλίο «Μία άλλη ευκαιρία» είναι η ιστορία μια αδικίας, σαν αυτές τις παλιές που διαβάζουμε σε κάτι τραγωδίες όπου ο ήρωας, όπως και ο Οδυσσέας βολοδέρνει και προσπαθεί να ξετυλίξει το κουβάρι των βασάνων που έχουν πέσει πάνω του από τους θεούς και από την μοίρα. Έτσι κι εδώ ο Παυλίδης (ο άστεγος) κατατροπώνεται από μια αδικία τόσο μεγάλη που την αφήνει να τον καταπιεί. Δεν την παλεύει, δεν εναντιώνεται σε αυτήν γιατί μάλλον μέσα του τον τρώνε οι ενοχές. Τις περισσότερες φορές δεν έχει σημασία αν όντως φταίξαμε, αν αυτό που έχει συμβεί θα μπορούσαμε να το αποτρέψουμε, αν αυτό που έγινε ήταν καθαρά δική μας συνειδητή μοχθηρή πράξη, το μόνο που έχει σημασία είναι το αν εμείς πιστεύουμε ότι φταίμε. Ο ήρωας που υποφέρει είναι αυτός που δεν μπορεί να αποδεχτεί την μη-ενοχή του. Γιατί για να έρθει η κάθαρση πρέπει να την ζητήσουμε πρώτα εμείς.
Η ιστορία του ιατρού Παυλίδη είναι μια ιστορία τέτοια. Ενοχής και κάθαρσης. Ιστορία δικαίωσης. Που για να έρθει πρέπει πρώτα ο Παυλίδης να συρθεί κάτω, στο πεζοδρόμιο, να απαρνηθεί κάθε δικαίωμα σε οποιαδήποτε απόλαυση, να γίνει ίσος με το υποτιθέμενο θύμα του. Οι εχθροί οι εξωτερικοί θα εξοντωθούν μόνο όταν εκείνος είναι έτοιμος να συγχωρέσει τον εαυτό του. Γιατί εχθροί πάντα υπάρχουν, αλλά η αδυναμία μας τους δίνει την δύναμη να μας νικούν. Γύρω από την ιστορία του Παυλίδη, ο Τρανταφυλλάκης πλέκει ιστορίες αλληλένδετες, ιστορίες ανθρώπινες που βοηθούν την εξέλιξη της πλοκής, εισάγει χαρακτήρες ξεκάθαρους με τα δικά τους ηθικά διλήμματα, που βασανίζονται και αυτοί με την σειρά τους, άλλοι λιγότερο και άλλοι –οι πιο αδύναμοι- περισσότερο καθώς υποκύπτουν σε εύκολες λύσεις και πειρασμούς θυσιάζοντας την ακεραιότητα τους, μόνο και μόνο για να το μετανιώσουν αργότερα πικρά αφού σε αυτό το βιβλίο όπως είπαμε οι πορείες των ηρώων μας θυμίζουν ήρωες αρχαίας τραγωδίας και οι θεοί δεν αστειεύονται με αυτά τα πράγματα.
Η γραφή του Τριανταφυλλάκη γάργαρη,- αυτή η λέξη μου έρχεται για να την περιγράψω- ρέει, ειδικά όταν είναι να περιγράψει εικόνες όπως το κτήμα της γυναίκας του Έκτορα , τον ουρανό, τα λουλούδια, την θάλασσα, αυτή την ομορφιά που υπάρχει γύρω μας όταν φεύγουμε από την γκρίζα πόλη, αυτήν την ομορφιά που είναι τόσο εμφανές ότι θαυμάζει ο ίδιος ο Τριανταφυλλάκης κάθε μέρα, με όλη του την ψυχή, γιατί κανείς δεν μπορεί να γράψει έτσι για κάτι όταν αυτό το κάτι δεν έχει γίνει κομμάτι του.
Ο Έκτορας, κατεστραμμένος από την κρίση, με χρυσή καρδιά αλλά με ένα μεγάλο κενό ακριβώς στo μέσο του στέρνου, ακριβώς εκεί στο πολύτιμο μέταλλο – αγαπά αλλά δεν μπορεί. Η Ελένη παραπατά, ο Γιώργος είναι ιδεολόγος, ρομαντικός και απένταρος. Η Πέρσα σε προσωρινή πλάνη –έτσι θα έλεγα- έχασε τον προσανατολισμό της για το τι είναι σημαντικό στην ζωή- κινείται και αυτή ψάχνοντας και η μοίρα την βοηθάει. Οικογενειακές σχέσεις που πάσχουν γιατί βασίστηκαν για λίγο σε λάθος βάσεις. Η κρίση όμως μέσα στα κακά που φέρνει, έχει και το καλό ότι ξεσκεπάζει οτιδήποτε σαθρό –το ρίχνει και το γκρεμίζει- δίνοντας του την ευκαιρία (μια άλλη ευκαιρία) να ξαναστηθεί καλύτερα. Το χρήμα σκεπάζει τα κίνητρα, τις σχέσεις, ομορφαίνει επιφανειακά, ξεγελώντας και οδηγώντας τον ανυποψίαστο σε λάθος δρόμους και λάθος αποφάσεις. Η ευκολία σκεπάζει την αλήθεια μέχρι να είναι πια αργά ή κάποιες φορές σχεδόν αργά. Τίποτα δεν είναι εύκολο σε αυτή τη ζωή, η ευκαιρία είναι για αυτούς που βλέπουν και την αρπάζουν, για αυτούς που μέσα τους ξέρουν τι είναι πραγματικά αυτό που πρέπει να κάνουν. Και όλο αυτό το κουβάρι σχέσεων, ιστοριών, μπερδεμάτων και αγωνίας εκτυλίσσεται κατά μεγάλη μου ευχαρίστηση σε γνωστές γειτονιές της Αθήνας τις οποίες ο Τριανταφυλλάκης μας κάνει να τις θυμηθούμε. Το Παγκράτι, η περιοχή του Χίλτον, το Κολωνάκι και τα Εξάρχεια, περιοχές δικές μου πολύ οικίες, γι αυτό και στέκομαι σε αυτές, γιατί όταν το διάβαζα τις περπατούσα μαζί με τους χαρακτήρες και ένοιωθα το βιβλίο ακόμα πιο αληθινό καθώς όλα αυτά που συμβαίνουν μέσα του, δεν έγιναν κάπου μακριά, σε ένα μέρος που δεν μας αγγίζει, αλλά γίνονται κάθε μέρα δίπλα μας, έξω από το σπίτι μας, στο δρόμο για την δουλειά, όταν βγαίνουμε για βόλτα τις Κυριακές, στους γείτονες μας αλλά ακόμα και σε εμάς. Το μόνο που μένει είναι να μπορέσουμε να τις δούμε. Όχι όμως με τα μάτια, γιατί όπως είπε και η αλεπού στον Μικρό Πρίγκιπα (Σαιντ Εξυπερύ) «Είναι πολύ απλό: μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία τα μάτια δεν την βλέπουν.»
Ε, αυτό λοιπόν αισθάνθηκα. Ότι τις ιστορίες του ο Τριανταφυλλάκης τις βλέπει με την καρδιά. Εύχομαι καλή ανάγνωση στον επίδοξο αναγνώστη."