Tuesday, March 31, 2020

Νίκος Γκίκας - Η διαθήκη του δολοφόνου



«Σπάνια μεν, οδυνηρά δε, τις ελάχιστες φορές που τυχαίνει να επιστρέψει ο εφιάλτης, το θύμα κυριεύεται από ένα αιφνίδιο και σαρωτικό αίσθημα τρόμου, μια έκρηξη πανικού, αφού συλλαμβάνεται απροετοίμαστο για ό,τι ακολουθεί. Γι’ αυτό βέβαια δεν έφταιγε τόσο ο Δριμός κι η έμπνευση του να τηλεφωνήσει για μια ακόμα φορά πριν καν ο ωροδείκτης δείξει πέντε το πρωί, όσο ο ήχος της συσκευής του τηλεφώνου, που εύκολα μπορούσε να περάσει, εν μέσω βαθύ ύπνου, για κροτάλισμα οπλοπολυβόλου τη στιγμή της εκτέλεσης· ίσως πάλι να έφταιγε η αμέλεια του δύστυχου υπαστυνόμου να χαμηλώσει την ένταση του, η οποία τόσο απάνθρωπα πέταξε από τον ύπνο της τη δύστυχη γυναίκα του κι εκείνη με τη σειρά της τον άντρα της κάτω απ’το κρεβάτι» 


Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να σχολιάσω ένα βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας. Δε ξέρω καν αν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να διαβάσω ένα βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας. Λάτρης της Αγκάθα Κρίστη και του ήρωα του Doyle, τον Σέρλοκ Χολμς (όπως πολλοί) με μόνα σχετικά σύγχρονα αναγνώσματα αυτού του είδους να είναι βιβλία του Παδούρα και του Philip Kerr (ο πρώτος μου αρέσει, ο δεύτερος έτσι κι έτσι) ξέρω ότι αυτό που εγώ αποζητώ σε ένα βιβλίο δε θα το βρω εκεί. Ο λόγος που διαβάζω βιβλία είναι αυτό το ευχάριστο ρίγος που νιώθω όταν μέσα από μια γραπτώς διατυπωμένη σκέψη, μια ζωγραφισμένη με λέξεις εικόνα ή μια απλώς όμορφη σειρά λέξεων νομίζω ότι ανακαλύπτω την πηγή της ευτυχίας. Αυτό το ρίγος δε μπορεί να το φέρει ποτέ μια «πλοκή» όσο καλοστημένη και αν είναι. Αυτό είναι και το πρόβλημα μου με τα περισσότερα αστυνομικά βιβλία. Ότι επικεντρώνονται στην πλοκή. 

Τυχαία, έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Νίκου Γκίκα «Η διαθήκη του δολοφόνου». Ξεκίνησα να το διαβάζω εν μέσω της επιδημίας του Κορονοϊού με το σκεπτικό ότι θα μου είναι πιο εύκολο να συγκεντρωθώ σε ένα κείμενο που θα απαιτήσει από εμένα λιγότερη προσήλωση. 

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ο Γκίκας μας συστήνει τον κεντρικό χαρακτήρα του, τον Άρη Δριμό μέσα από το ντιβάνι της υπηρεσιακής ψυχιάτρου επιφορτισμένης με το καθήκον να εντοπίζει πιθανές ψυχολογικές ενδείξεις που μπορεί να καθιστούν τον αστυνομικό «ακατάλληλο» προσωρινά ή επ’ αόριστο για το Αστυνομικό Σώμα. Το προφίλ του Δριμού, αστυνομικού με σοβαρό πρόβλημα υγείας, χωρισμένο και μάλλον παραδομένο στη μοίρα του, βάζει τον αναγνώστη ήδη από την αρχή σε μια νουάρ διάθεση θέτοντας τον σε ετοιμότητα για το έγκλημα που ξέρει ότι θα ακολουθήσει. Ο θάνατος ενός πλούσιου γιατρού κινητοποιεί τον αστυνομικό μηχανισμό και το διάβασμα της διαθήκης που θα επακολουθήσει περιπλέκει τα πράγματα αφού ο νεκρός με επιστολή που έχει αφήσει προαναγγέλλει έναν δεύτερο θάνατο για τον οποίο αποκλειστικά υπεύθυνος θα είναι ο ίδιος. 

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα στο βιβλίο του Νίκου Γκίκα ήταν η ομορφιά της γραφής του. Αυτό και μόνο αρκεί για να το διαφοροποιήσει από τα απλά αστυνομικά βιβλία. Η γραφή του Γκίκα έχει τη δύναμη να συγκρατήσει το βλέμμα του αναγνώστη, μειώνοντας τον ρυθμό ανάγνωσης και αποτρέποντας το συνηθισμένο λάθος του αναγνώστη που «σκανάρει» τις σελίδες με μόνο κίνητρο τη λύση του αινίγματος, την αποκάλυψη δηλαδή του δολοφόνου ή στη συγκεκριμένη περίπτωση που ο δολοφόνος ήταν γνωστός, την αποκάλυψη του τρόπου με το οποίο εκτελέστηκε το έγκλημα. Το κείμενο στο συγκεκριμένο βιβλίο, δεν αποτελεί απλώς ένα σκαλί που θα οδηγήσει στην τελική λύση, αλλά αποτελεί από μόνο του μια αναγνωστική εμπειρία, όπως πρέπει δηλαδή να είναι όλα τα κείμενα στα βιβλία που θέλουν να θεωρούνται λογοτεχνικά. 

Δεύτερο στοιχείο που με εξέπληξε ευχάριστα ήταν η δημιουργία ολοκληρωμένων χαρακτήρων, μακριά από σχηματοποιημένους χαρακτήρες/καρικατούρες που πολλές φορές χρησιμοποιούνται στην αστυνομική λογοτεχνία με σκοπό να εξυπηρετήσουν  την εξέλιξη της πλοκής σε καταστάσεις που έτσι κι αλλιώς δεν χαρακτηρίζονται ως συνηθισμένες. Οι χαρακτήρες που έχει πλάσει ο Γκίκας δείχνουν να αναπνέουν πραγματικά, ταλαιπωρούνται από προβλήματα που πολλοί από τους αναγνώστες έχουν ή μπορεί να έχουν να αντιμετωπίσουν στο μέλλον, είναι τρωτοί, θνητοί και κάποιες φορές αρκετά μικροί. Η Αλίκη κόρη του θανόντος, με τη συναισθηματική της εξάρτηση από τον σύζυγο της δεν είναι σε καλύτερη θέση από τη μικρή συμπαθητική Έρση, νεαρή hacker εθισμένη στα χάπια, που προσφέρει ανεκτίμητη βοήθεια στον Δριμό (αυτός ο χαρακτήρας θα μπορούσε να μας προσφέρει πολλούς απολαυστικούς διαλόγους νομίζω – σε ένα πιθανό sequel), η μικρή εγγονή της οικογένειας δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να περιλάβει στο σκηνικό του ένα μικρό «Μυστικό μέρος», κάτι που υπάρχει στο φαντασιακό των περισσότερων αναγνωστών και προφανώς και στο δικό του, η κόρη του Δριμού, Ειρήνη, συνδετικός κρίκος σε μια άλλη πραγματικότητα, σε μια άλλη ζωή, του υπενθυμίζει το κομμάτι που έχει χάσει, και τέλος ο ίδιος ο Δριμός, σπαρακτικός χαρακτήρας, μια υπενθύμιση ανθρώπου που καθώς δεν έχει βρει τον δρόμο του σε αυτή τη ζωή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ξοφλημένος αν δεν αναποδογύριζε τους όρους αυτής με την τελική του πράξη. 

Η τρίτη παρατήρηση μου αφορά τη ζωντάνια των διαλόγων. Θεωρώ τους διαλόγους αρκετά δύσκολο κομμάτι της μυθοπλασίας. Όπως στο θέατρο είναι δύσκολο για τον ηθοποιό να αναπαραστήσει τον εαυτό του χωρίς να γίνεται αισθητό ότι αυτό είναι μια «αναπαράσταση» έτσι και στη λογοτεχνία είναι δύσκολο να κατασκευάσεις έναν διάλογο που να αποπνέει φυσικότητα αποκρύβοντας την κατασκευασμένη του φύση. Κάθε προσπάθεια αναπαράστασης του φυσικού απαιτεί την απόλυτη κατανόηση των κανόνων λειτουργίας του. Στη «Διαθήκη του δολοφόνου» οι διάλογοι δεν πάσχουν από την «αμηχανία» που δημιουργεί η αποτυχία μίμησης της πραγματικότητας. Η φυσική ροή της κουβέντας έχει επιτευχθεί και επιπλέον οι διάλογοι έχουν καταφέρει να υπηρετήσουν αποτελεσματικά την πλοκή. Θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί σε περισσότερα σημεία ώστε να μειώσουν κάποια περιγραφικά κομμάτια αλλά αυτό θα έφερνε αναπόφευκτα αύξηση του αριθμού των σελίδων με αβέβαια αποτελέσματα στην αντοχή του μέσου αναγνώστη, οπότε θεωρώ ότι καλώς κρατήθηκε αυτή η ισορροπία. 

Και φτάνουμε και στην πλοκή. Την άφησα τελευταία για να τονίσω ότι αυτό το βιβλίο δε βασίζεται αποκλειστικά στην πλοκή του. Η ιστορία είναι έξυπνη. Αγωνία τεράστια δε δημιουργείται μεν ποτέ, υπάρχει όμως η περιέργεια κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης για το τι μπορεί να έχει συμβεί. Η αφήγηση αφήνει παραθυράκια στον αναγνώστη να δημιουργήσει τα δικά του σενάρια (τα δικά μου πάντως διαψεύστηκαν και αυτό νομίζω ότι είναι καλό), και η λύση του αινίγματος είναι αποδεκτή και αληθοφανής. 


Θα τελειώσω χαρακτηρίζοντας το βιβλίο του Γκίκα ως ένα απολαυστικό αστυνομικό μυθιστόρημα με πολλές δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης σε ένα πιθανό sequel. Οι χαρακτήρες του σίγουρα το ζητάνε και μπορούν να το υποστηρίξουν. Θα μας το δώσει ο Γκίκας;






ReplyForward















εκδ Bell