Monday, January 27, 2020

Fernando Aramburu - Πατρίδα


Διαπίστωσε: Για να ζητήσεις συγγνώμη, απαιτείται περισσότερη παλικαριά πάρα για να πυροβολήσεις με ένα όπλο, πάρα για να ενεργοποιήσεις μία βόμβα. Αυτό το κάνει ο καθένας.

(Πατρίδα: Η φυλακή σου, η φυλακή μου)



Διάβασα πρόσφατα το βιβλίο «Πατρίδα» του Αραμπούρου, ένα βιβλίο το οποίο έκανε τρελές πωλήσεις στην Ισπανία, γραμμένο στα βασκικά και μεταφρασμένο στα καστιλιάνικα, ακολουθώντας την τάση των τελευταίων δεκαετιών να προτιμάται από τους Βάσκους συγγραφείς η βασκική γλώσσα της καστιλιανικής (επίσημης ισπανικής) με σκοπό την στήριξη και την προστασία της βασκικής κουλτούρας. 

Ο Αραμπούρου καταπιάστηκε με ένα θέμα ταμπού για τη βασκική κοινωνία (πιο ταμπού και από το δικό μας εμφύλιο), τη δράση της οργάνωσης ΕΤΑ, εξετάζοντας το μέσα από τις προσωπικές ζωές δύο οικογενειών που ζουν σε ένα μικρό χωριό κοντά στο Σαν Σεμπαστιάν. Εν τάχει και χωρίς κίνδυνο spoiler αφού ο αναγνώστης καταλαβαίνει από την αρχή το ποιος είναι αυτός που θα πεθάνει, περιγράφω την πλοκή. Ο Αραμπούρου παρακολουθεί από κοντά δύο οικογένειες με πολύ στενές φιλικές σχέσεις μεταξύ τους οι οποίες θα βρεθούν στις διαμετρικά αντίθετες θέσεις του θύματος και του θύτη. Ο γιος της μίας οικογένειας εισχωρεί στους κόλπους της ΕΤΑ ενώ ο πατέρας της άλλης εκβιάζεται και δολοφονείται από αυτή. Φυσικό και επόμενο να διαταραχθούν οι δεσμοί μεταξύ των δύο οικογενειών, αυτό το περιμένει ο αναγνώστης, αυτό όμως που δεν περιμένει είναι το πώς η οικογένεια του θύματος θα βρεθεί ενοχοποιημένη και διωγμένη από το ίδιο της τον τόπο ως εχθρός του βασκικού κινήματος. Χρησιμοποιώντας, σύμφωνα με την γνώμη μου, υπερβολικά σχηματοποιημένες καταστάσεις και χαρακτήρες, ο Αραμπούρου περνάει όντως το μήνυμα του, ο αναγνώστης καταλαβαίνει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι νέοι μετά την πτώση του Φράνκο και πριν την διακοπή των τρομοκρατικών εκτελέσεων της ΕΤΑ το 2011, μεγαλώνοντας σε κοινωνίες οι οποίες όχι απλώς αποδεχόντουσαν την δολοφονική δράση της ΕΤΑ αλλά και καταδίκαζαν την αποχή από αυτή έχοντας την υποστήριξη σε αυτό ακόμα και της εκκλησίας. Στο βιβλίο γίνεται ξεκάθαρη η κοινωνική πίεση υπέρ της ανάληψης δράσης. Οι νέοι έπρεπε να αποδείξουν ότι υποστήριζαν την βασκική ταυτότητα τους αλλιώς κινδύνευαν να στοχοποιηθούν ως προδότες της πατρίδας τους. Η ζωή στο χωριό περιγράφεται ως κλειστοφοβική και χωρίς διέξοδο διαφυγής. Όλοι πρέπει να διαλέξουν μεριά. 

Το βιβλίο είναι γραμμένο με τρόπο που δεν το αφήνεις εύκολα από τα χέρια σου. Μικρά κεφάλαια που μεταφέρουν τον αναγνώστη μπρος και πίσω χρονικά χωρίς όμως να υπάρχει δυσκολία προσανατολισμού. Η ανάγνωση του βιβλίου είναι πολύ εύκολη. Σε κάποιες σελίδες σκεφτόμουν ότι παραείναι εύκολη. Διαβάζοντας το βιβλίο όλο περισσότερο υποψιαζόμουν ότι ο συγγραφέας πρέπει να έκανε πρώτα ένα πλάνο με το τι ακριβώς ήθελε να πει πάνω στο θέμα της ΕΤΑ και μετά να έχτισε τους χαρακτήρες του και την πλοκή έτσι ώστε να εξυπηρετεί αυτό το πλάνο. Μου φάνηκαν όλα υπερβολικά υπολογισμένα. Τίποτα δεν χαλούσε την ομοιομορφία του επιχειρήματος. Όταν το διάβαζα, ένοιωθα ότι ξέρω τι θα διαβάσω στο επόμενο κεφάλαιο. Παρόλα αυτά το βιβλίο με έκανε να θέλω να διαβάσω και το επόμενο κεφάλαιο. Συμπέρασμα για εμένα. Προικισμένος συγγραφέας αλλά χωρίς την απαραίτητη ψυχή που δημιουργεί ένα αριστούργημα. 

Όσον αφορά την θέση που παίρνει ο συγγραφέας σχετικά με το φαινόμενο ΕΤΑ, θεωρώ ότι ναι μεν προσπαθεί να διατηρήσει μια ισορροπία αναλύοντας τους λόγους που πολλοί εντάχθηκαν σε αυτήν την οργάνωση δείχνοντας παράλληλα και την βαρβαρότητα και κρυφή δράση της αστυνομίας που παραπέμπει στο σκοτεινό φασιστικό παρελθόν της Ισπανίας, δεν εμβαθύνει όμως όσο θα έπρεπε. Ο επίσης Βάσκος συγγραφέας Ramon Saizarbitoria τον κατηγορεί ότι περιγράφει μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις αιτίες που συντέλεσαν στην δημιουργία του συγκεκριμένου αυτονομιστικού κινήματος, επί δικτατορίας Φράνκο (το 1959), όταν το να είσαι Βάσκος ήταν από μόνο του παράνομο και η ΕΤΑ αποτελούσε τον μόνο δρόμο για όσους ήθελαν να διατηρήσουν τα πολιτιστικά δικαιώματα τους και την εθνική τους κληρονομιά. 

Ο Ramon Saizarbitoria, που ανέφερα πιο πάνω, από τους πρώτους συγγραφείς που έγραψαν τα βιβλία τους στα βασκικά κατηγορήθηκε ότι στο βιβλίο του 100 metros (το οποίο γράφτηκε το 1972 αλλά εκδόθηκε το 1976 μετά τον θάνατο του Φράνκο και περιγράφει τη σύλληψη και δολοφονία ενός μέλους της ΕΤΑ) υποστηρίζει την τρομοκρατία της ΕΤΑ. Ο ίδιος σχολιάζει σε μια συνέντευξη του ότι πρέπει κανείς να κρίνει ένα ιστορικό φαινόμενο τοποθετώντας το μέσα στο ιστορικό πλαίσιο το οποίο το δημιούργησε και το οποίο αποτέλεσε το πεδίο δράσης του. Σύμφωνα πάντα με τον Saizarbitoria η οργάνωση ΕΤΑ δεν ήταν η ίδια όταν δρούσε ενάντια στην καταστολή του Φράνκο και η ίδια όταν έφτασε να εκτελεί ακόμα και δικούς της ανθρώπους σε περίπτωση που αυτοί αποφάσιζαν να αφήσουν τον ένοπλο αγώνα. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην γέννηση της ήταν μια οργάνωση που είχε απέναντι της ένα φασιστικό και όχι ένα δημοκρατικό καθεστώς όπως έγινε αργότερα. (El Diario, Las victimas han tenido un comportamiento impeccable de Aitor Guenaga). Στα πρόσφατα βιβλία του Martutene και La Educacion den Lili (το τελευταίο αναφέρεται περισσότερο στον ισπανικό εμφύλιο) τα οποία δυστυχώς δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά (αλλά μπορεί να τα βρει κάποιος μεταφρασμένα στα αγγλικά) ο Saizarbitoria κάνει νίξη στο αίσθημα ενοχής των Βάσκων το οποίο πολλές φορές αλληλοεπιδρά με το αίσθημα περηφάνιας που νιώθουν για την αντίσταση του λαού τους ενάντια στο φασιστικό κράτος του Φράνκο και για το έθνος τους γενικότερα. Στα βιβλία του περιγράφεται πιο ξεκάθαρα από ότι στο βιβλίο του Αραμπούρου, η πολυπλοκότητα των καταστάσεων που βίωσαν οι Βάσκοι την εποχή της δράσης της ΕΤΑ, και εξετάζονται πολύπλευρα τα συναισθήματα που δημιουργήθηκαν ακόμα και στη γενιά που δεν έζησε παρά μόνο έμμεσα, μέσα από τα βιώματα των δικών τους, τα τραύματα της τρομοκρατίας και την αίσθηση της συλλογικής ενοχής. Να θυμηθούμε ότι τα πρώτα χρόνια της δράσης της ΕΤΑ πολλοί ευρωπαίοι διανοούμενοι (όπως ο Sartre) την υποστήριξαν. Ότι επίσης πολλοί υποστηρικτές της ΕΤΑ έδωσαν μεγάλο αγώνα κατά του φασισμού με αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρο, κατά την πάροδο των χρόνων, το ποιοι είναι οι κακοί και ποιοι οι καλοί. Πολλοί Βάσκοι που υποστήριξαν αρχικά την οργάνωση δυσκολεύτηκαν να απαλείψουν τις ενοχές τους όταν κατά την διάρκεια των ετών η οργάνωση μετεξελίχθηκε από μια αυτονομιστική σοσιαλιστική οργάνωση ενάντια στην επιβολή ενός φασιστικού καθεστώτος σε μία καθαρά τρομοκρατική. 

Μπορεί να αδικώ τον Αραμπούρου επειδή έτυχε να διαβάσω πρώτα τα βιβλία του Saizarbitoria τα οποία αγάπησα. Μπορεί επειδή με εξιτάρουν πιο πολύ οι όποιες ατέλειες στο στήσιμο των βιβλίων του Saizarbitoria σε σχέση με το άψογο στήσιμο του Αραμπούρου. Μπορεί επειδή μου άρεσε να διαβάζω στο Martutene μια εκτεταμένη συζήτηση μεταξύ δύο χαρακτήρων του για την αισθητική στο τσάι που κατάληγε στον προβληματισμό του αν είναι πιο σωστό να βουτάς πρώτα το τσάι στο ζεστό νερό ή πρώτα να χύνεις μέσα το ζεστό το γάλα. Μπορεί τέλος επειδή στο βιβλίο του Saizarbitoria αισθάνθηκα τους χαρακτήρες περισσότερο «ανθρώπινους» και λιγότερο «χαρακτήρες». 

Θα σύστηνα στους αναγνώστες που έχουν την δυνατότητα να διαβάσουν βιβλία στην αγγλική ή ισπανική γλώσσα και ενδιαφέρονται για την σύγχρονη ιστορία αυτής της περιοχής, να διαβάσουν και τον Αραμπούρου και τον Saizarbitoria. Τα βιβλία και των δύο προσφέρουν μια αρκετά ενδιαφέρουσα διείσδυση στην κοινωνία και την ψυχολογία του βασκικού λαού. 

Στα ελληνικά το βιβλίο η Πατρίδα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πολιτεία (2018) σε μετάφραση της Σπερελάκη Τιτίνας.


https://www.nybooks.com/daily/2018/05/03/the-end-of-etas-era/

https://www.wordswithoutborders.org/book-review/martutene-by-ramon-saizarbitoria-carolyn-silveira

https://www.eldiario.es/norte/euskadi/victimas-comportamiento-impecable_0_598440703.html







Monday, January 6, 2020

Mercè Rodoreda - Πλατεία Διαμαντιού


«Το κοχύλι ήταν στη μέση της κονσόλας, ήταν σαν να το άκουγα μ’ εκείνον τον ήχο της θάλασσας μέσα… ουουου… ουουου… και σκέφτηκα ότι ίσως αν δεν το έβαζες στο αυτί σου να μην ακουγόταν τίποτε από μέσα κι ότι αυτό δεν θα μπορούσες να το μάθεις ποτέ: αν μέσα στο θαλασσινό κοχύλι ακούγονταν κύματα όταν στην είσοδο της τρύπας δεν υπήρχε κανένα αυτί.» 


Η «Πλατεία Διαμαντιού», νουβέλα που εκδόθηκε το 1962, γραμμένη από την καταλανή συγγραφέα Μερσέ Ροδορέδα μεταφράστηκε στα ελληνικά και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη μόλις το 2019. To 1983, o Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραφε για τη Μερσέ: «Απ’ ότι φαίνεται, λίγοι εκτός Καταλονίας ξέρουν ποια ήταν αυτή η αόρατη γυναίκα που έγραφε, σε εξαιρετικά καταλανικά, όμορφα και σκληρά μυθιστορήματα που όμοια τους δεν βρίσκει κανείς εύκολα στις μέρες μας». 

Και όντως από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου οσμίζεσαι τη δύναμη του. Η Ναταλία, μόλις τελειώνει τη βάρδια της από τη δουλειά σε ένα ζαχαροπλαστείο, συνοδεύει τη φίλη της Ζουλιέτα σε έναν χορό. Είναι κουρασμένη και δεν θέλει ιδιαίτερα να πάει, αλλά δυσκολεύεται πάντα να αρνείται χάρες στους ανθρώπους. Η ευαίσθητη Ναταλία εκείνο το βράδυ θα γνωρίσει τον μελαχρινό, με τα μάτια πιθήκου Κιμέτ, και θα μετονομαστεί από αυτόν σε Κολομέτα (το μικρό περιστέρι), συμβολικό όνομα το οποίο συνδέεται άμεσα με τη μετέπειτα πλοκή αφού ο Κιμέτ θα μεταμορφώσει το μελλοντικό τους σπίτι σε περιστερώνα, φέρνοντας των κόσμο των πουλιών μέσα στον κόσμο των ανθρώπων. Ο Κιμέτ με την αποφασιστικότητα του μπαίνει σαν σίφουνας στην ζωή της Ναταλίας/Κολομέτα και η Μερσέ Ροδορέδα μας περιγράφει με τον ποιητικό της λόγο την κατάσταση που βιώνει η Κολομέτα από εκείνη την στιγμή και πέρα, από την εποχή της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας, την περίοδο δηλαδή πριν τον εμφύλιο μέχρι και αρκετά χρόνια μετά από αυτόν. 

Η διήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο. Διαβάζουμε τον σπαρακτικό συνειρμικό μονόλογο της Κολομέτα, η αθωότητα του οποίου κάνει τον αναγνώστη να χωνεύει πιο δύσκολα τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνει η ηρωίδα. Η αντίθεση ανάμεσα στις λυρικές περιγραφές της Μερσέ και στο σκληρό αντικείμενο αυτών των περιγραφών δημιουργεί ένα ακαταμάχητο κείμενο, το οποίο καλεί τον αναγνώστη να αμφιταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στην απόλαυση που αντλεί από αυτήν την καθαρή τέχνη της γραφής και στην ανείπωτη λύπη που προκαλούν οι καταστάσεις που αντιμετωπίζει η Κολομέτα. 

Η Μερσέ Ροδορέδα καταφέρνει σε αυτό το βιβλίο να μεταφέρει στον αναγνώστη την εξωτερική πραγματικότητα μέσα από τα μάτια και την συνείδηση της ηρωίδας της, εμπλουτίζοντας έτσι αυτή την πραγματικότητα με τις σκέψεις, τους φόβους, τις αντιλήψεις και την απελπισία των ανθρώπων που την έζησαν. Η Κολομέτα είναι μια μικρή κοπέλα που παραδίδεται στο κύμα της ζωής χωρίς να ξέρει τι την περιμένει, χωρίς να έχει κανέναν να τη συμβουλέψει, με μοναδικό οδηγό το ένστικτο και με την αδυναμία της να λέει όχι. Η ανίσχυρη μικρή αυτή κοπέλα μου φάνηκε τεράστια στο τέλος του βιβλίου, σαν όλο αυτό που πέρασε, να μπήκε μέσα της και να την φούσκωσε, σαν ένα μπαλόνι γεμάτο ήλιον, που πετάει στον ουρανό χωρίς να μπορεί κανείς να το σταματήσει. Το κορίτσι που ο Κιμέτ μπορούσε να διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο έγινε δυσπρόσιτο ακόμα και για τον προσεκτικό αναγνώστη. Κάθε σκέψη, κάθε φόβος έγραψε πάνω της αυτό το βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Εμένα με άγγιξε βαθιά. 




«Το απόγευμα πήγα να δω την κυρία Ενρικέτα και μου είπε ότι είχαμε ήδη κάνει ένα βήμα μπροστά και ότι ήταν σίγουρη ότι θα είχαμε ξανά βασιλιά. Μου έδωσε μισό αντίδι. Και ζούσαμε. Ακόμα ζούσαμε. Δεν ήξερα τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν μέχρι που μια μέρα η κυρία Ενρικέτα ήρθε να μου πει ότι ήξερε σίγουρα πως είχαν τουφεκίσει τον Ματέου στη μέση της πλατείας, κι όταν τη ρώτησα στη μέση ποιας πλατείας γιατί δεν ήξερα τι να πω, είπε στη μέση μιας πλατείας αλλά δεν ήξερε στη μέση ποιας πλατείας, ναι, ναι, είναι αλήθεια, τους τουφεκίζουν όλους στη μέση μιας πλατείας. Ο δυνατός πόνος δεν βγήκε από μέσα μου μέχρι που πέρασαν πέντε λεπτά και είπα χαμηλόφωνα, θαρρείς και η ψυχή μόλις είχε πεθάνει μες στην καρδιά, αυτό δεν… αυτό δεν… Γιατί δεν γινόταν να έχουν τουφεκίσει τον Ματέου, εκεί στη μέση μιας πλατείας. Δεν ήταν δυνατόν! Κι η κυρία Ενρικέτα μου είπε ότι αν ήξερε πως θα το έπαιρνα τόσο άσχημα και θα χλόμιαζα τόσο στο πρόσωπο δεν θα μου είχε πει τίποτα.» 



Μετάφραση από τα καταλανικά: Ευρυβιάδης Σοφός
εκδ Καστανιώτη