Sunday, January 8, 2023

Tatiana Tibuleac - Το καλοκαίρι που η μητέρα μου είχε μάτια πράσινα (El verano en que mi madre tuvo los ojos verdes)


Γνώρισα τη Marion Ochoa de Eribe, τη μεταφράστρια της ισπανικής έκδοσης του βιβλίου για το οποίο γράφω εδώ, την εβδομάδα που πέθανε η μητέρα μου από καρκίνο. Η Marion, φίλη ενός καλού φίλου, είχε έρθει μαζί του στην Ελλάδα. Λίγους μήνες μετά μου έστειλε το βιβλίο αυτό μαζί με τη φίλη και συν- ταξιδιώτρια της, την Begoña.

Πολλές φορές είναι σαν η μοίρα να μας παίζει παιχνίδια. Διαβάζοντας το οπισθόφυλλο άρχισα να καταλαβαίνω ότι το βιβλίο περιέγραφε τη σχέση ενός εφήβου με την καρκινοπαθή και χωρίς ελπίδα επιβίωσης μητέρα του. Και όπως οι πεταλούδες της νύχτας γυρνάνε το καλοκαίρι γύρω από την αναμμένη, στο μπαλκόνι, λάμπα, έτσι και εγώ εισπνέοντας πρώτα την εγκλωβισμένη στο κουτί του ταχυδρομείου μυρωδιά του χαρτιού, χάιδεψα την πρώτη σελίδα και ξεκίνησα το διάβασμα.

Το τέλος του έτους πλησίαζε και ο φόβος μιας χριστουγεννιάτικης γιορτής χωρίς τη μητέρα μου με έκανε να θέλω να κρυφτώ σε μια τρύπα. Αφού αυτό δεν ήταν δυνατό η δεύτερη καλύτερη λύση ήταν να ξορκίσω το κακό αντιμετωπίζοντας το.

Ο Aleksy, ο ήρωας του βιβλίου της Tibuleac μεγαλώνει σε μια εντελώς δυσλειτουργική οικογένεια. Ο πατέρας μέθυσος και αδιάφορος φεύγει με μια πολύ μικρότερη σε ηλικία γυναίκα, η μικρή κόρη πεθαίνει ξαφνικά αφήνοντας τη μητέρα συντετριμμένη και ο Aleksy βρίσκεται μόνος έχοντας χάσει μαζί με την αδερφή του και τη μητέρα του.

Το βιβλίο ξεκινάει με την αποφοίτηση του Aleksy από το σχολείο. Τελευταία μέρα και οι γονείς έχουν πάει να μαζέψουν τα παιδιά τους. Τον Aleksy τον περιμένει η μητέρα του. Καταλαβαίνουμε ότι το σχολείο αυτό δεν είναι ένα σχολείο σαν όλα τα άλλα, αλλά ένα σχολείο για παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς. Ο Aleksy είναι ένας επιθετικός έφηβος. Το παιδί που έβλεπε τη μητέρα του να παραιτείται από τα πάντα μετά τον θάνατο της αδερφής του, θέλει να βαρέσει όλον τον κόσμο.


Στις 250 σελίδες του βιβλίου η Tibuleac θα περιγράψει το καλοκαίρι που θα περάσει ο Aleksy με τη άρρωστη μητέρα του. Ο επικείμενος θάνατος και η απομόνωση της εξοχής της Γαλλίας, μέρος το οποίο διάλεξε η μητέρα για τελευταίο καταφύγιο, θα τους φέρουν πιο κοντά και θα γκρεμίσουν κάποιους από τους τοίχους που είχαν χτιστεί γύρω από τις καρδιές μάνας και γιου.

Η μητέρα με το άσπρο δέρμα και το στρουμπουλό παρουσιαστικό μικραίνει μέρα με τη μέρα μπροστά στα μάτια του Aleksy. Η σάρκα που τόσο μισεί ο Aleksy τρώγεται από την ασθένεια. Όσο η μητέρα του εξαφανίζεται, τόσο σβήνει και ο θυμός του απέναντι της.

Η απειλή του τέλους δεν αφήνει περιθώρια μνησικακίας. Ξέρουν και οι δύο ότι όλα πρέπει να συγχωρεθούν.

Η φωνή του Aleksy, που είναι και ο αφηγητής έχει μια σκληρότητα που κάνει τον αναγνώστη να διακρίνει ακόμα πιο έντονα την τραγικότητα των καταστάσεων. Είναι η φωνή ενός κακοποιημένου ψυχολογικά παιδιού που παλεύει να τα βγάλει πέρα με τον έξω κόσμο. Μου φέρνει στο μυαλό τον ήρωα του Σάλιντζερ τον Χόλντεν Κόλφιλντ, το σκληρό αντράκι που  πίσω από το προσωπείο κρύβει ένα ευαίσθητο αγόρι.

Η Tibuleac δημιουργεί ένα βιβλίο βαθιά λυρικό, για τον θάνατο, τη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις. Η παρακολούθηση της πορείας της ασθένειας της μητέρας είναι ανατριχιαστική για κάποιον που έχει ζήσει κάτι αντίστοιχο. Ο τρόπος γραφής της είναι καθηλωτικός. Κάθε πρόταση κουβαλάει ένα ασήκωτο βάρος  και όμως μέσα από τις σελίδες της ξεπηδάει μαζί με τον θάνατο η χαρά της ζωής, Μέσα από το χωρίο της Γαλλίας ξεπηδάνε τα ηλιοτρόπια, μέσα από τον Aleksy ξεπηδάνε οι ζωγραφιές, μέσα από τη μητέρα ξεπηδάει η δύναμη.

Αυτό το βιβλίο με έκανε και έκλαψα. Μετά όμως με έκανε και θυμήθηκα τη δύναμη της δικής μου μητέρας. Την αναμονή του τέλους. Το ότι ζήσαμε την κάθε στιγμή σαν να ήταν η τελευταία.

«Σιωπούσαμε και οι δύο σχεδόν ουρλιάζοντας, και η δική μας σιωπή ήταν πιο βαριά από οποιονδήποτε θόρυβο. Ήξερε ότι αυτό που θα συνέβαινε στο πέρασμα της ημέρας ή αυτού του καλοκαιριού, θα διαρκούσε για πάντα.» 

Δεν ξέρω αν φταίει η χρονική σύμπτωση της ανάγνωσης του με την πρόσφατη δική μου απώλεια, που με έκανε να αγαπήσω τόσο αυτό το βιβλίο.Νομίζω πως όχι. Είναι ένα βιβλίο αξιολάτρευτο.

Η Tatiana Tibuleac (Ρουμανία-Μολδαβία) έχει εκδώσει μία συλλογή διηγημάτων και δύο μυθιστορήματα στα Ρουμάνικα. Το συγκεκριμένο για το οποίο γράφω, έχει μεταφραστεί στα Ισπανικά και στα Γαλλικά. Ευελπιστώ κάποια στιγμή να μεταφραστεί και στα ελληνικά.

«Μου είπε ήρεμα ότι ο καρκίνος δεν αφήνει εξωτερικά σημάδια. Ότι όλα συμβαίνουν μέσα στο σώμα, η ασχήμια, η απελπισία και ο φόβος. Ότι την ώρα του θανάτου οι καρκινοπαθείς πεθαίνουν πιο όμορφοι από ποτέ. Όπως εκείνη»