Saturday, October 3, 2020

Άρης Μαραγκόπουλος - φλλσστ, φλλσστ,φλλλσσστ


"Πήγε άκρη άκρη στην παραλία, στην αντίθετη μεριά από εκεί που είχαν μαζευτεί εκείνοι, και ψευτοκρύφτηκε πίσω από δύο αχαμνά αρμυρίκια. Είχε σηκώσει κάμποσο κύμα αλλά ούτε αυτό τον ενόχλησε. Το χρειαζόταν. Ήθελε να χτυπηθεί με το αλμυρό νερό που ποτέ του δεν τον πρόσβαλε, να παλέψει, να χαθεί για λίγο μέσα στα θολωμένα νερά του ταραγμένου βυθού που ποτέ δεν τον έβλαψε, να εγκαταλείψει στον αφρό όλα τα εχθρικά στοιχεία του σύμπαντος που τον πλημμύριζαν αβάσταγη δυσφορία. Το θαλασσινό νερό του έκανε πάντα καλό. Γαλήνευε τις έγνοιες του, θεράπευε τις αρχαίες πληγές. Το προτιμούσε κι απ’ το διάβασμα." (σελ 23)


Οι μέρες κυλάνε μέσα σε έναν παφλασμό στην Ελλάδα της κρίσης, η θάλασσα προσφέρει το κατάλληλο σκηνικό για το ξέπλυμα των σκέψεων που τριγυρίζουν στα ταραγμένα μυαλά των πολιτών. Η χώρα ζει στιγμές προπολεμικές, η μπουκιά βγήκε μέσα από το στόμα των Ελλήνων, η κατοχυρωμένη ανάπτυξη κλάπηκε από τους ίδιους που την υποσχέθηκαν και τρεις γέροι Θωμάδες (άπιστοι; και αν ναι, σε τι;) ξεπλένουν το γερασμένο τους κορμί σε μια ακτή της (συμβολικής;) Βάρκιζας. Σε αυτό το σκηνικό, ως από μηχανής θεοί και παραλίγο ναυαγοί αναδύονται μέσα από το βασίλειο του Ποσειδώνα η επίγεια θεά εκ του Μεξικού Ινέθ με τον Έλληνα άντρα της Νώντα. 

Οι τρεις Θωμάδες αντιπροσωπευτικοί χαρακτήρες ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας,- (ο βαρύς και ασήκωτος Μανιάτης Μπαγ’σάκος, ο αριστερός Ικαριώτης Ακ’μάτης και ο πασοκτζής ποριώτης πολιτικός μηχανικός/εργολάβος Π’λοπουλος), παρέχουν το κατάλληλο υλικό στον Άρη Μαραγκόπουλο για να στήσει ένα κοινωνικοπολιτικό, καταγγελτικό μυθιστόρημα. 

Ιδιοφυές επιχείρημα το «φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ» (προσπαθήστε να διαβάσετε δυνατά τον τίτλο) κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη από την πρώτη κιόλας σελίδα με τη χειμαρρώδη γλώσσα του Μαραγκόπουλου να μας παρουσιάζει τον έκτο/πρώτο/τρίτο, δεν έχει σημασία η σειρά, ήρωα του βιβλίου του, τον δάσκαλο Φώντα , αγουροξυπνημένο και με βέβαιη ταραχή μετά από έναν επεισοδιακό ύπνο, αντιμέτωπο στην αμέσως επόμενη σκηνή με μια μαινόμενη γυναίκα, βασανιζόμενο από τους ανθρώπινους περιορισμούς του και στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου βουτηγμένο κιόλας στην καθαρτική παγωμένη θάλασσα, την αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια του βιβλίου. 

Κάπως έτσι βουτάει και ο αναγνώστης στην ανάγνωση του «φλλστ,φλλσστ,φλλλσστ» μέσα από έναν υπνωτικό λόγο που τον παρασέρνει κάνοντας δύσκολη την οποιαδήποτε απόδραση. Γιατί πέρα από την έξυπνη πλοκή, το «δυνατό» χαρτί του συγγραφέα είναι αυτός ο λόγος που παφλάζει σαν τα κύματα της θάλασσας, τόσες λέξεις κολλημένες με τέχνη η μία μετά την άλλη, ένα απίστευτα πλούσιο λεξιλόγιο, λέξεις που τρέχουν σαν το νερό και τις ακούς μια- μία στο αυτί σου ακόμα και αν διαβάζεις σιγανά. Σαν μια πεζή, ποίηση στην οποία όμως τις λέξεις δεν τις έχει επιλέξει κάποιος ποιητής αλλά η ίδια η πλοκή. Ο Μαραγκόπουλος βουτάει στα δύσκολα και γράφει ένα βιβλίο για τη δύναμη που κουβαλάει o κάθε άνθρωπος, για το μυστήριο, το πάθος, τη ζήλια, τη δικαιοσύνη, την απανθρωπιά, το έγκλημα και την τιμωρία. Ένα βιβλίο δηλαδή για τη ζωή του καθενός μας. 

Οι τρεις Θωμάδες, ο Φώντας και το ζευγάρι Ινέθ- Νώντας αποτελούν ένα τέλειο λειτουργικό σύνολο. Ο ένας ήρωας επιβεβαιώνει και αντισταθμίζει τον άλλον. Το ζευγάρι από το Μεξικό αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ιστορίας, την κόλλα που δένει αυτούς τους ανθρώπους μαζί, σε μια συναρπαστική ιστορία που αν δεν είχε μέσα της τόση αλήθεια και τραγικότητα θα αποτελούσε την τέλεια μαγιά για το πλάσιμο μιας ιστορίας τρόμου. 

"Σήκωσε ένα απελπισμένο, φλογισμένο βλέμμα στον ουρανό. Το άλογο φρούμαζε λαχανιασμένο, όμως το μαλακό φλαπ,φλαπ,φλαπ που έκαναν με την ακρίβεια εκκρεμούς οι ανοιχτές πυρρόξανθες φτερούγες του σκέπαζε τον θόρυβο απ΄ το ρουθούνισμα του. Ένας τυφλός δαίμονας ανάδευε αγριεμένος τη μέσα ζωή του λοστρόμου, δεν ήξερε τι άλλο μπορούσε να κάνει. Δεν ήξερε. Στράφηκε στη Λούπε: είχε κοντοσταθεί και τον περίμενε με γερμένο κεφάλι και παρόμοιο βλέμμα. – Τι άλλο είναι να κάνουμε, Λούπε; Το ζώο δεν μπορούσε ν’ αποκριθεί. (σελ 193)"


Το κεφάλαιο «Χαμηλό Βαρομετρικό» που στέκεται και μόνο του αν και αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του βιβλίου αποτελεί μια λογοτεχνική καταγραφή της νεοελληνικής κοινωνίας, φωτιζόμενης ευρηματικά όχι μέσα από το φως αλλά μέσα από τη σκιά ενός φτερωτού αλόγου που σκεπάζει την πόλη αναδεικνύοντας τις λεπτομέρειες, όπως ακριβώς λειτουργεί η σκιά του Τανιζάκι (Εγκώμιο της Σκιάς) και ο κυβισμός του Πικάσο. Ακτινογραφώντας την κοινωνία του σήμερα, μπλέκοντας τα χίλια μύρια ονόματα και αναπτύσσοντας μια διεισδυτική ματιά, ο συγγραφέας δημιουργεί συνεχόμενες και καταιγιστικές λογοτεχνικές εικόνες καθώς σαρώνει νοητικά την Αθήνα με όλες τις παθογένειες της. 

Πολυγραφότατος και εξαιρετικός μυθιστοριογράφος ο Μαραγκόπουλος δίνει για άλλη μια φορά ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο. Το «φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ» πέρα από όλα τα παραπάνω, είναι ένα βιβλίο με έξι ιστορίες ανθρώπων και άλλες τόσες που μπλέκονται μεταξύ τους, με φόντο μια θάλασσα που τα ξεπλένει όλα ρυθμικά. Φλλσστ,φλλστ,φλλλστ.

"Ούτε ποιητής ούτε προφήτης ήταν ο λοστρόμος ώστε να απευθύνεται με τα παραπάνω λόγια στους συντρόφους του. Όσο όμως, κι αν ακούγεται περίεργο, αυτός ήταν ο αποχαιρετισμός του.  Πρόφερε τα λόγια του πολύ καθαρά, με μάτια μισάνοιχτα, λες και τα ψιθύριζε στο αυτί του κάποια αόρατη μούσα. Λες κι είχε πάρει πάλι πεγιότλ. Ή, απλώς λες και ο κάματος της μέρας που έφευγε κι η κατάσταση της υγείας του να είχαν κλονίσει βαθιά το συγκινημένο μυαλό του. Αλλά, εδώ που τα λέμε, τι κάνει τον άνθρωπο ποιητή; Η αληθινή ζωή, πάει να πει ο μοναδικός τρόπος που στέκεται αντίκρυ στον θάνατο. (σελ 339)"


Εκδόσεις Τόπος, 2020



Sunday, August 2, 2020

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς - Ο αόρατος Λεβιάθαν


Κρατώντας τον πήχη ψηλά όπως έκανε και με το "Είδωλα Πολιτισμού" αγαπημένο βιβλίο της μετεφηβικής ηλικίας μου, χρήσιμο για εμένα και ως "οδηγός ανάγνωσης" της κοινωνίας στην οποία τότε ξεκινούσα να μπαίνω με δειλά βήματα, ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, μας δίνει με το καινούργιο του βιβλίο μια επιστημονική και εμπνευσμένη ανάγνωση της σημερινής παγκόσμιας κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης καθώς και των προγενέστερων καταστάσεων που τη σχημάτισαν.

Με γλώσσα που εμένα μου προσφέρει σχεδόν λογοτεχνική ευχαρίστηση και αναφορές στα έργα πλήθους πολιτικών και κοινωνικών επιστημόνων των τριών τελευταίων αιώνων, το βιβλίο του αποτελεί σημαντικό ανάγνωσμα που παρότι γράφτηκε πριν την πανδημία,. μπορεί να βοηθήσει και στην κατανόηση του τρόπου αντιμετώπισης της κρίσης αυτής από τις πολίτικες ηγεσίες και από τον ίδιο τον πολίτη.

Το φιλο-λογοτεχνικό κομμάτι του εαυτού μου δεν με αφήνει να μη σχολιάσω ότι κρυφοκοιτώντας το ευρετήριο ονομάτων στο τέλος του βιβλίου, μέτρησα περισσότερες αναφορές στον J.L. Borges απ' ό,τι στον Pierre Bourdieu. Αυτό το αναφέρω έτσι για να σας κεντρίσω την περιέργεια.

Εκδ. Πόλις
2020

Monday, June 22, 2020

Γιάννης Μακριδάκης - Ενάμιση δευτερόλεπτο φως

"...πρώτη φορά ένιωσε τότε ο Μάριος Τσόχος τη σημασία την αληθινή της λέξης ημερεύω, γίνομαι μέρα, εξημερώνομαι από τα σκοτάδια μου τα άγρια,..."


Η έννοια του φωτός μέσα στο σκοτάδι, από μόνη της μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης, στοχασμού και φιλοσοφικής αναζήτησης. Το σκοτάδι αντιπροσωπεύει την απουσία ορατότητας, κάτι που μπορεί να συνδυαστεί με την ανυπαρξία αλλά και με την αποσιώπηση του κακού. Ο φάρος διεισδύει στο σκοτάδι και βοηθάει στην πλοήγηση των πλοίων οδηγώντας τα σε ασφαλή μονοπάτια, το φως του όμως στην κυκλική και επαναλαμβανόμενη κίνηση του, διαρκεί μόνο για ενάμισι δευτερόλεπτο που ακολουθείται από άλλα δεκαοκτώμιση δευτερόλεπτα σκότους. 

Το βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη με τίτλο «Ενάμιση δευτερόλεπτο φως» περιγράφει την επιστροφή ενός επιτυχημένου επαγγελματικά μετεωρολόγου και παρουσιαστή, στον τόπο που γεννήθηκε και από τον οποίο είχε εκδιωχθεί σε μικρή ηλικία μέσα σε τραυματικές συνθήκες. 

Οι χαρακτήρες του βιβλίου είναι λιγοστοί αλλά επαρκούν. Δύο άνθρωποι, ο φαροφύλακας και ο Μάριος Τσόχος, μετεωρολόγος και γιος του παλιού φαροφύλακα και μια γαϊδούρα, η Κοκώνα, σιωπηλός μάρτυρας των τραγικών γεγονότων που διαδραματίζονταν κατά καιρούς στον φάρο του νησιού. Μέσα από αυτούς ο αναγνώστης θα πληροφορηθεί για το παρελθόν, την αφορμή δηλαδή όλης αυτής της μυθιστοριογραφίας, και τις πράξεις που διαδραματίστηκαν δίπλα σε τόσο δυνατό φως, κρυμμένες μέσα στο σκοτάδι. 

Η αλληγορία του φάρου λειτουργεί αποτελεσματικά μέσα στη νουβέλα του Μακριδάκη, ο αναγνώστης βαραίνει και ανασταίνεται ακολουθώντας την κυκλική κίνηση του φάρου – έναν κύκλο που πρόσφατα όμως αντικαταστάθηκε από ένα ημικύκλιο μιας και η ρυθμική κίνηση του φάρου δεν είναι πλέον απαραίτητή-, όχι πια, όχι τώρα που η λειτουργία του βασίζεται σε τεχνολογικά εξελιγμένες ηλεκτρικές λυχνίες. Η φώτιση έρχεται εύκολα αλλά δεν φωτίζει τα πάντα. Τα βουνά μένουν σκοτεινά. Ο κύκλος της ζωής έχει διαταραχθεί, το καλό δεν διαδέχεται πάντα το κακό και ο ίδιος ο φάρος δεν είναι πια απαραίτητος. Η πορεία των πλοίων διασφαλίζεται και στην ανυπαρξία φωτός, καθοδηγούμενη από τα μαθηματικά δεδομένα. Οι δημιουργίες του ανθρώπου απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από την δική του φύση η οποία όμως δείχνει να μην μπορεί να αποκοπεί από την βίαιη ζωώδη καταγωγή της. Η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν καθοδηγείται από τα ίδια μαθηματικά δεδομένα αλλά από κάτι άλλο, κάτι απροσδιόριστο, κάτι που κρύβεται στα βάθη της ύπαρξης μας και συγγενεύει πιο πολύ με τη φωτιά, το φως του φάρου και το βαρίδιο που το θέτει σε κυκλική κίνηση πάρα με το ηλεκτροφόρο καλώδιο και τις ηλεκτρονικές συντεταγμένες. Άραγε αυτή η πρόοδος μπορεί να συμπαρασύρει και την ανθρώπινη ψυχή σε πιο λογικά καθοδηγούμενα μονοπάτια ή απλώς μεγαλώνει την απόσταση με αυτήν και κάνει την κατανόηση της ουσίας μας πλέον αδύνατη; 

Δύο άνθρωποι μέσα στον φάρο. Το βάρος που κουβαλάνε δεν μας πλακώνει, είναι σαν να βλέπουμε μέσα στο σκοτάδι της ιστορίας τους μια λάμψη. Η διήγηση του Μακριδάκη έχει τη δυναμική ενός μελτεμιού και όχι μιας άγριας τραμουντάνας. Ο ουρανός μένει καθαρός αλλά η θάλασσα σε λικνίζει δυνατά. Ο λόγος του, χωρίς τελείες, μόνο με κόμματα και άνω τελείες σε κάνει να πιστεύεις ότι όλα αυτά κυλάνε και φεύγουν. Όλο το βιβλίο το ένιωσα σαν να με κουβαλούσε πάνω του. Θέλει ικανότητα για να καταφέρεις να θίξεις τραγικά θέματα της ανθρώπινης φύσης σαν να περιγράφεις έναν νυχτερινό περίπατο. Σαν να φυσάει ο άνεμος. Ο Μάριος Τσόχος ή Καιρός, ο Ιπποκράτης Κοκκινογένης ή Τιμάριθμος, η Κοκώνα η γαϊδούρα και το φάντασμα του Τσοχόσπυρου. Όλοι κυλάνε κάτω από το φως και μέσα στο σκοτάδι με κατεύθυνση την έξοδο. 

Μικρό βιβλίο, μόλις 120 σελίδες αλλά λουσμένο από φως. Να το πάρετε. 


"...έκατσε κάμποση ώρα εκεί στα άβολα σκαλοπάτια του πυργοφάναρου και έκλαψε για όλα τότε ο Μάριος Τσόχος, ούτε ήξερε πόσην ώρα έκλαιγε, πόσο σκοτάδι έσβησαν πόσες αναλαμπές, έκλαψε που όλοι οι άνθρωποι έχουν γεννηθεί από τέρατα διότι όλοι οι άνθρωποι έχουν το τέρας μέσα τους∙ σκέφτηκε τότε, ανάμεσα στα μικρά διαλείμματα φωτός μες στο σκοτάδι και στα μεγάλα σκοταδιού μέσα στο φως, ότι αν ήταν τα πράγματα αλλιώς και αν ήταν άλλος ο πατέρας του δεν θα ήταν και αυτός ο ίδιος, αλλά ένας άλλος άνθρωπος κάπου αλλού ίσως εκείνη τη στιγμή, θα έκανε στη ζωή του άλλα πράγματα και δεν θα είχε βρει στον δρόμο του το Κατερινιώ, και τότε συνειδητοποίησε τη σκέψη την πιο απελευθερωτική απ'όλες, τη σκέψη που τον έκανε να κατηφορίσει τα σκαλιά σιγά-σιγά και να πάει να ξaπλώσει ανάσκελα με τα ρούχα στο κρεβάτι του να κοιμηθεί, με το μυαλό του όμως σε εγρήγορση ώστε να ξυπνάει κάθε τόσο και να ελέγχει τη λειτουργία του φάρου, σκέφτηκε ότι γι αυτόν τον λόγο εμφανίστηκε στη ζωή του το Κατερινιώ, για να τον οδηγήσει ξανά στο νησί και να τα μάθει όλα όσα έπρεπε να ξέρει για τον εαυτό του και δεν τα γνώριζε και ούτε με άλλον τρόπο θα τα μάθαινε ποτέ,..."

Εκδόσεις Εστία, 2020

Wednesday, May 13, 2020

James Baldwin - Το κουαρτέτο του Χάρλεμ (Just above my head)


"We didn’t wait for white people to have a change of heart, or change their laws, or anything, in order to be responsible for each other, to love our women, or raise our children. You better not wait, either. They ain’t going to change their laws for us-it just ain’t in them. They change their laws when their laws make them uncomfortable, or when they think they can see some kind of advantage for them -we ain’t, really, got nothing to do with it.” 

“If we had ever” said Florence, “depended on white folks for anything, there wouldn’t be a black person alive here today.”

“Mama,” asked Arthur. “you think they can’t change?” 



Με αφορμή την έκδοση του από τις εκδόσεις Πόλις διάβασα στο αγγλικό πρωτότυπο το βιβλίο του James Baldwin “Just Above my head”, μεταφρασμένο στα ελληνικά ως «Το κουαρτέτο του Χάρλεμ». 

Ήδη από τις πρώτες σελίδες αισθάνθηκα ότι είμαι αδικαιολόγητη που δεν γνώριζα τίποτα για τον συγγραφέα του. Μετά από μικρή αναζήτηση στο διαδίκτυο επιβεβαιώθηκα ότι ο Baldwin έχει αφήσει το σημάδι του στην Αμερικάνικη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα. Ανοίγοντας τον δρόμο για τους μαύρους λογοτέχνες, απελευθερώνοντας τη μαύρη φωνή, απαλλάσσοντας την από λευκές επιρροές και φτιασιδώματα έδωσε στον κόσμο μια αυθεντική λογοτεχνία που υπερβαίνει τη δύναμη της καταγωγής της. 

Το βιβλίο περιγράφει μέσα από τη διήγηση του μεγάλου αδερφού του, την πορεία του Άρθουρ Μοντάνα, τραγουδιστή των μπλουζ, από τις εκκλησίες του Χάρλεμ και τους ύμνους γκόσπελ, στα μπαράκια του Παρισιού και του Λονδίνου προς τη διεθνή αναγνώριση. Ο Άρθουρ, γέννημα θρέμμα του Χάρλεμ, μαύρος και ομοφυλόφιλος αποτελεί κομμάτι μιας νεολαίας που βυθίζεται στα ναρκωτικά, την πορνεία και την εγκληματικότητα. Ο πόλεμος της Κορέας καταπίνει όσους νέους έχουν καταφέρει να επιβιώσουν σε αυτόν τον χώρο των απελευθερωμένων σκλάβων σε μια Αμερική που δεν ξέρει ακόμα πώς να τους εντάξει στο σύστημα της, σχεδόν εκατό χρόνια μετά την επίσημη λήξη της δουλείας. Οι περιοδείες του Άρθουρ στον αμερικανικό νότο αναδεικνύουν μέσα από τις περιγραφές του Baldwin, το μέγεθος του αφροαμερικανικού προβλήματος καθώς τη δεκαετία του 50 το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων αναζωπύρωσε τις εστίες μίσους προς τους μαύρους και έδωσε πάτημα στην Κου Κλουξ Κλαν για την επανεκκίνηση των επιθέσεων της στην τρίτη και τελευταία περίοδο δράσης της. 

Ο Baldwin καταφέρνει να βάλει τον αναγνώστη με ευκολία μέσα στο κλίμα της μαύρης κοινότητας της δεκαετίας του πενήντα. Στα αυτιά μου έφταναν οι ήχοι της Mahalia Jackson, και του James Brown, ένιωθα τις δονήσεις των γκόσπελ μέσα στις εκκλησίες, καταλάβαινα ακριβώς γιατί η περηφάνια εμπόδιζε τους μαύρους να χαρούν το πρόσφατα αποκτημένο δικαίωμα πρόσβασης στα λεωφορεία των λευκών, μια κίνηση ελεημοσύνης όπως έλεγαν για κάτι αυτονόητο. Περισσότερο καταλάβαινα ότι αυτό που ένιωθαν οι μαύροι προς τους λευκούς δεν ήταν ακριβώς θυμός αλλά πιο πολύ κάτι σαν απαξίωση. Οι λευκοί δύσκολα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί γιατί είχαν φανεί κατώτεροι. Ένα αίσθημα λύπης με κατέκλισε κατά την ανάγνωση, όχι μόνο για τα βάσανα του μαύρου λαού αλλά και για όλα αυτά που έχανε η Αμερική μη αποδεχόμενη τους ανθρώπους που εκείνη είχε φέρει σε αυτή τη γη. Η πλούσια πολιτιστική προσφορά των μαύρων στην αμερικάνικη κοινωνία είχε μόλις αρχίσει να εμφανίζεται. Ο αγώνας για μια δίκαια κοινωνία θα αποδεικνυόταν μακρύς. Η αλήθεια είναι ότι η ομορφιά της οποιασδήποτε ποικιλομορφίας τρομάζει ακόμα τους λαούς. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι ακόμα αιτία κοινωνικού ή κυριολεκτικού λιθοβολισμού στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Οι γυναίκες ακόμα παλεύουν να βρουν τη θέση τους. Οι μειονότητες κάθε είδους ακόμα αδικούνται. 

Μπορεί οι συνθήκες ζωής των μαύρων στις ΗΠΑ να έχουν κατά πολύ βελτιωθεί από την εποχή που έζησε ο Baldwin, κάοια πράγματα όμως έχουν μείνει επικίνδυνα ίδια. Πρόσφατα διάβαζα μια συνέντευξη του Rashawn Ray καθηγητή κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Maryland, την οποία έδωσε με αφορμή την πρόσφατη δολοφονία ενός 25χρονου μαύρου jogger από έναν λευκό. Ο δράστης υποστήριξε ότι τον πέρασε για διαρρήκτη. Ο Rashawn Ray μετά από έρευνα σε δείγμα πεντακοσίων λευκών και μαύρων ατόμων συμπέρανε ότι οι μαύροι άντρες, που ζουν σε γειτονιές κυριαρχούμενες από λευκούς, αισθάνονται ότι απειλούντα. Αυτός ο φόβος πηγάζει από τη γνώση ότι οι λευκοί κατά πλειοψηφία τούς θεωρούν a priori παραβατικούς βασιζόμενοι σε φυλετικές προκαταλήψεις ετών. 

Ο Rashawn Ray κατέληξε στο ότι η πλειοψηφία των αντρών που πήραν μέρος στην έρευνα, προσπαθούσαν να «αποδείξουν» τη μη επικινδυνότητα τους, χρησιμοποιώντας διάφορους τρόπους όπως το να φοράνε το μπλουζάκι της σχολής τους όταν τρέχουν και να αποφεύγουν ερημικούς δρόμους το βράδυ, όντας έτοιμοι πάντα να επιδείξουν την ταυτότητα τους σε πιθανή συνάντηση τους με αστυνομικό ή άτομο ιδιωτικής ασφάλειας. 

Η ιστορία του βιβλίου μπορεί να εκτυλίσσεται στην Αμερική των 50s αλλά η παραπάνω κατάσταση απέχει πολύ λίγο από τη σκηνή του βιβλίου στην οποία κανένας ταξιτζής δεν ανταποκρίνεται στα νεύματα του Χαλ, του μεγάλου αδερφού του Άρθουρ όταν προσπαθεί να βρει ταξί ένα κρύο βράδυ, γυρνώντας με την κοπελιά του από μια βραδινή έξοδο. Οι ταξιτζήδες δεν σταματάνε το βράδυ όταν ο υποψήφιος πελάτης είναι μαύρος. 

Πέρα όμως από τη μαύρη πολιτική φωνή που αναδύεται ξεκάθαρα, το βιβλίο έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία. Στις σελίδες του ο Baldwin περιγράφει τις ανθρώπινες σχέσεις, τη φιλία, την οικογένεια, την αγάπη και τη μοναξιά μέσα από χαρακτήρες ολοκληρωμένους και με μια εξαίσια ικανότητα μυθοπλασίας. Το «Κουαρτέτο του Χάρλεμ» είναι ένα βιβλίο διαχρονικό με γλώσσα που δεν προδίδει την ηλικία του. Θα το θυμάμαι και θα προκαλέσει έναυσμα για να διαβάσω και τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του ίδιου. 

Μπράβο στις εκδόσεις Πόλις που αποφάσισαν να το εκδώσουν στα ελληνικά. Καιρός ήταν να το κάνει κάποιος. 



It’s like we used to say in the church, and it’s still true-the sinner can’t be saved unless he knows he’s a sinner. And you surrounded by junkies, child. This is a nation of sleepwalkers, and they can’t wake up.” She reaches out, and touches Tony’s face, lightly. “And death comes, baby, that’s all. It’s best, when death comes, that he wrap his arms around you, and take you with him. Death can strike you, and leave you grinning where you are-like a skeleton with cloths on. It’s happening around us every day. You just look around you, when you walk out tomorrow morning”

Wednesday, April 15, 2020

D.H. Lawrens - Ο παραβάτης (The Trespasser)




Μια πανδαισία αισθήσεων περιμένει τον υπομονετικό αναγνώστη του The Trespasser (Ο παραβάτης) του D.H Lawrens. Το βιβλίο αυτό δεν είναι για τους βιαστικούς. Μάλλον γράφτηκε για να το διαβάσουμε εμείς οι έγκλειστοι επιβάτες του πλανήτη γη, στην εποχή της πανδημίας του Covid-19. Κάθε λέξη στο πρώτο μέρος του βιβλίου μεταφέρει το αεράκι της ανατολικής ακτής της Αγγλίας στο μάγουλο μας. Κάθε συναίσθημα μετριέται με το μέγεθος της φουσκοθαλασσιάς, κάθε άγγιγμα με τη μορφή μιας καταιγίδας και κάθε δάκρυ είναι το αποτέλεσμα του καυτού ήλιου στα πρόσωπα των εραστών

Η ιστορία είναι απλή. Μια απιστία. Ο D.H Lawrens ακονίζει την πένα του δεκαέξι χρόνια πριν γράψει το αριστούργημα του “Ο εραστής της Λαίδης Chatterley” ζωγραφίζοντας πάνω στο φυσικό τοπίο τη μάχη δύο ανθρώπων με τον έρωτα. Ο Σίγκμουντ, μουσικός, παντρεμένος από πολύ μικρός με τη Βεατρίκη και κουρασμένος από τη σχέση του, ερωτεύεται τη νεαρή βιολίστρια Ελένα και φεύγει για πέντε ημέρες στην εξοχή μαζί της. 

Το πρώτο μέρος του βιβλίου αποτελείται από λεπτομερείς περιγραφές του φυσικού τοπίου και των μεταμορφώσεων του, που βρίσκονται σε απόλυτη αναλογία με τις διαθέσεις και την πορεία του παράνομου ρομάντζου. Οι εραστές, εναρμονισμένοι με τη φύση, «χορεύουν» στον ρυθμό της ακόμα και όταν αυτός κινδυνεύει -όπως ακριβώς και ο έρωτας τους - να τους καταπιεί. Έρωτας που φαίνεται να έχει μια αυτόνομη παρουσία, υπαρκτός ακόμα και χωρίς αυτούς, σαν συναίσθημα χωρίς συγκεκριμένο αποδέκτη, επιθυμητό μόνο για την δύναμη του να ξεσκεπάζει τη φύση και να χαρίζει ενέργεια, κίνητρο και χρώμα στον ξενιστή του, εκτρέποντας ακόμα και την μονότονη περιοδική κίνηση του σύμπαντος. 

Το αστικό τοπίο του δεύτερου μέρους έρχεται σε αντιπαράθεση με τη φωτεινή φύση του πρώτου, οριοθετώντας τη μετάβαση του «αμαρτωλού Σίγκμουντ» από τον παράδεισο στην τιμωρία του. Το ταξίδι της επιστροφής με το τρένο είναι αργό και βασανιστικό. Η Ελένα βρίσκεται εκεί απέναντι του, ανυπόφορη υπενθύμιση της επικείμενης απουσίας της. Ο Σίγκμουντ σαν ένας άλλος Ρασκόλνικωφ , δεν μπορεί να αντέξει το ηθικό αδιέξοδο της πράξης του. Η αίσθηση του οικείου που φέρνει η επαφή του σώματος του με το συζυγικό κρεβάτι δεν είναι ανακουφιστική αλλά βασανιστική και ανυπόφορη. Η ενοχή που γεννιέται παράλληλα με την επιθυμία του τον εμποδίζει να αισθανθεί ηδονή, ο κόσμος δείχνει να κινείται χωρίς αυτόν και ο Σίγκμουντ μοιάζει με έναν χαρτοπαίχτη που τον έπιασαν να κλέβει. 

Ο D.H Lawrens με το βιβλίο του «Ο παραβάτης» μας έδωσε μια νουβέλα (εμπνευσμένη από την αληθινή ιστορία της φίλης του Helen Corke) που παρουσιάζει τον έρωτα και τον θάνατο ως τις μοναδικές δυνατές μορφές ζωής. Με συναρπαστικές περιγραφές, λυρική γλώσσα και διεισδυτική ματιά στην ανθρώπινη φύση αποτελεί ένα τέλειο ανάγνωσμα για να θυμηθούμε τι αποκαλούμε καλή λογοτεχνία.

"What is the music of it?" he asked

She glanced at him. His eylids were half lowered, his mouth slightly open, as if in ironic rhapsody.

"Of what, dear?"

"What music do you think holds the best interpretation of sunset?"

Tuesday, March 31, 2020

Νίκος Γκίκας - Η διαθήκη του δολοφόνου



«Σπάνια μεν, οδυνηρά δε, τις ελάχιστες φορές που τυχαίνει να επιστρέψει ο εφιάλτης, το θύμα κυριεύεται από ένα αιφνίδιο και σαρωτικό αίσθημα τρόμου, μια έκρηξη πανικού, αφού συλλαμβάνεται απροετοίμαστο για ό,τι ακολουθεί. Γι’ αυτό βέβαια δεν έφταιγε τόσο ο Δριμός κι η έμπνευση του να τηλεφωνήσει για μια ακόμα φορά πριν καν ο ωροδείκτης δείξει πέντε το πρωί, όσο ο ήχος της συσκευής του τηλεφώνου, που εύκολα μπορούσε να περάσει, εν μέσω βαθύ ύπνου, για κροτάλισμα οπλοπολυβόλου τη στιγμή της εκτέλεσης· ίσως πάλι να έφταιγε η αμέλεια του δύστυχου υπαστυνόμου να χαμηλώσει την ένταση του, η οποία τόσο απάνθρωπα πέταξε από τον ύπνο της τη δύστυχη γυναίκα του κι εκείνη με τη σειρά της τον άντρα της κάτω απ’το κρεβάτι» 


Δεν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να σχολιάσω ένα βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας. Δε ξέρω καν αν είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για να διαβάσω ένα βιβλίο αστυνομικής λογοτεχνίας. Λάτρης της Αγκάθα Κρίστη και του ήρωα του Doyle, τον Σέρλοκ Χολμς (όπως πολλοί) με μόνα σχετικά σύγχρονα αναγνώσματα αυτού του είδους να είναι βιβλία του Παδούρα και του Philip Kerr (ο πρώτος μου αρέσει, ο δεύτερος έτσι κι έτσι) ξέρω ότι αυτό που εγώ αποζητώ σε ένα βιβλίο δε θα το βρω εκεί. Ο λόγος που διαβάζω βιβλία είναι αυτό το ευχάριστο ρίγος που νιώθω όταν μέσα από μια γραπτώς διατυπωμένη σκέψη, μια ζωγραφισμένη με λέξεις εικόνα ή μια απλώς όμορφη σειρά λέξεων νομίζω ότι ανακαλύπτω την πηγή της ευτυχίας. Αυτό το ρίγος δε μπορεί να το φέρει ποτέ μια «πλοκή» όσο καλοστημένη και αν είναι. Αυτό είναι και το πρόβλημα μου με τα περισσότερα αστυνομικά βιβλία. Ότι επικεντρώνονται στην πλοκή. 

Τυχαία, έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του Νίκου Γκίκα «Η διαθήκη του δολοφόνου». Ξεκίνησα να το διαβάζω εν μέσω της επιδημίας του Κορονοϊού με το σκεπτικό ότι θα μου είναι πιο εύκολο να συγκεντρωθώ σε ένα κείμενο που θα απαιτήσει από εμένα λιγότερη προσήλωση. 

Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου ο Γκίκας μας συστήνει τον κεντρικό χαρακτήρα του, τον Άρη Δριμό μέσα από το ντιβάνι της υπηρεσιακής ψυχιάτρου επιφορτισμένης με το καθήκον να εντοπίζει πιθανές ψυχολογικές ενδείξεις που μπορεί να καθιστούν τον αστυνομικό «ακατάλληλο» προσωρινά ή επ’ αόριστο για το Αστυνομικό Σώμα. Το προφίλ του Δριμού, αστυνομικού με σοβαρό πρόβλημα υγείας, χωρισμένο και μάλλον παραδομένο στη μοίρα του, βάζει τον αναγνώστη ήδη από την αρχή σε μια νουάρ διάθεση θέτοντας τον σε ετοιμότητα για το έγκλημα που ξέρει ότι θα ακολουθήσει. Ο θάνατος ενός πλούσιου γιατρού κινητοποιεί τον αστυνομικό μηχανισμό και το διάβασμα της διαθήκης που θα επακολουθήσει περιπλέκει τα πράγματα αφού ο νεκρός με επιστολή που έχει αφήσει προαναγγέλλει έναν δεύτερο θάνατο για τον οποίο αποκλειστικά υπεύθυνος θα είναι ο ίδιος. 

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα στο βιβλίο του Νίκου Γκίκα ήταν η ομορφιά της γραφής του. Αυτό και μόνο αρκεί για να το διαφοροποιήσει από τα απλά αστυνομικά βιβλία. Η γραφή του Γκίκα έχει τη δύναμη να συγκρατήσει το βλέμμα του αναγνώστη, μειώνοντας τον ρυθμό ανάγνωσης και αποτρέποντας το συνηθισμένο λάθος του αναγνώστη που «σκανάρει» τις σελίδες με μόνο κίνητρο τη λύση του αινίγματος, την αποκάλυψη δηλαδή του δολοφόνου ή στη συγκεκριμένη περίπτωση που ο δολοφόνος ήταν γνωστός, την αποκάλυψη του τρόπου με το οποίο εκτελέστηκε το έγκλημα. Το κείμενο στο συγκεκριμένο βιβλίο, δεν αποτελεί απλώς ένα σκαλί που θα οδηγήσει στην τελική λύση, αλλά αποτελεί από μόνο του μια αναγνωστική εμπειρία, όπως πρέπει δηλαδή να είναι όλα τα κείμενα στα βιβλία που θέλουν να θεωρούνται λογοτεχνικά. 

Δεύτερο στοιχείο που με εξέπληξε ευχάριστα ήταν η δημιουργία ολοκληρωμένων χαρακτήρων, μακριά από σχηματοποιημένους χαρακτήρες/καρικατούρες που πολλές φορές χρησιμοποιούνται στην αστυνομική λογοτεχνία με σκοπό να εξυπηρετήσουν  την εξέλιξη της πλοκής σε καταστάσεις που έτσι κι αλλιώς δεν χαρακτηρίζονται ως συνηθισμένες. Οι χαρακτήρες που έχει πλάσει ο Γκίκας δείχνουν να αναπνέουν πραγματικά, ταλαιπωρούνται από προβλήματα που πολλοί από τους αναγνώστες έχουν ή μπορεί να έχουν να αντιμετωπίσουν στο μέλλον, είναι τρωτοί, θνητοί και κάποιες φορές αρκετά μικροί. Η Αλίκη κόρη του θανόντος, με τη συναισθηματική της εξάρτηση από τον σύζυγο της δεν είναι σε καλύτερη θέση από τη μικρή συμπαθητική Έρση, νεαρή hacker εθισμένη στα χάπια, που προσφέρει ανεκτίμητη βοήθεια στον Δριμό (αυτός ο χαρακτήρας θα μπορούσε να μας προσφέρει πολλούς απολαυστικούς διαλόγους νομίζω – σε ένα πιθανό sequel), η μικρή εγγονή της οικογένειας δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να περιλάβει στο σκηνικό του ένα μικρό «Μυστικό μέρος», κάτι που υπάρχει στο φαντασιακό των περισσότερων αναγνωστών και προφανώς και στο δικό του, η κόρη του Δριμού, Ειρήνη, συνδετικός κρίκος σε μια άλλη πραγματικότητα, σε μια άλλη ζωή, του υπενθυμίζει το κομμάτι που έχει χάσει, και τέλος ο ίδιος ο Δριμός, σπαρακτικός χαρακτήρας, μια υπενθύμιση ανθρώπου που καθώς δεν έχει βρει τον δρόμο του σε αυτή τη ζωή, θα μπορούσε να θεωρηθεί ξοφλημένος αν δεν αναποδογύριζε τους όρους αυτής με την τελική του πράξη. 

Η τρίτη παρατήρηση μου αφορά τη ζωντάνια των διαλόγων. Θεωρώ τους διαλόγους αρκετά δύσκολο κομμάτι της μυθοπλασίας. Όπως στο θέατρο είναι δύσκολο για τον ηθοποιό να αναπαραστήσει τον εαυτό του χωρίς να γίνεται αισθητό ότι αυτό είναι μια «αναπαράσταση» έτσι και στη λογοτεχνία είναι δύσκολο να κατασκευάσεις έναν διάλογο που να αποπνέει φυσικότητα αποκρύβοντας την κατασκευασμένη του φύση. Κάθε προσπάθεια αναπαράστασης του φυσικού απαιτεί την απόλυτη κατανόηση των κανόνων λειτουργίας του. Στη «Διαθήκη του δολοφόνου» οι διάλογοι δεν πάσχουν από την «αμηχανία» που δημιουργεί η αποτυχία μίμησης της πραγματικότητας. Η φυσική ροή της κουβέντας έχει επιτευχθεί και επιπλέον οι διάλογοι έχουν καταφέρει να υπηρετήσουν αποτελεσματικά την πλοκή. Θα μπορούσαν να έχουν χρησιμοποιηθεί σε περισσότερα σημεία ώστε να μειώσουν κάποια περιγραφικά κομμάτια αλλά αυτό θα έφερνε αναπόφευκτα αύξηση του αριθμού των σελίδων με αβέβαια αποτελέσματα στην αντοχή του μέσου αναγνώστη, οπότε θεωρώ ότι καλώς κρατήθηκε αυτή η ισορροπία. 

Και φτάνουμε και στην πλοκή. Την άφησα τελευταία για να τονίσω ότι αυτό το βιβλίο δε βασίζεται αποκλειστικά στην πλοκή του. Η ιστορία είναι έξυπνη. Αγωνία τεράστια δε δημιουργείται μεν ποτέ, υπάρχει όμως η περιέργεια κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης για το τι μπορεί να έχει συμβεί. Η αφήγηση αφήνει παραθυράκια στον αναγνώστη να δημιουργήσει τα δικά του σενάρια (τα δικά μου πάντως διαψεύστηκαν και αυτό νομίζω ότι είναι καλό), και η λύση του αινίγματος είναι αποδεκτή και αληθοφανής. 


Θα τελειώσω χαρακτηρίζοντας το βιβλίο του Γκίκα ως ένα απολαυστικό αστυνομικό μυθιστόρημα με πολλές δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης σε ένα πιθανό sequel. Οι χαρακτήρες του σίγουρα το ζητάνε και μπορούν να το υποστηρίξουν. Θα μας το δώσει ο Γκίκας;






ReplyForward















εκδ Bell

Friday, February 21, 2020

Anna Burns - Ο Γαλατάς (Milkman)



«Την εποχή εκείνη, δεκαοχτώ χρονών, μεγαλωμένη σε μια κοινωνία έτοιμη να εκραγεί, όπου οι βασικοί κανόνες ήταν –αν δεν ασκούσαν πάνω σου σωματική βία, αν δεν σ ᾽έβριζαν κατάμουτρα, αν δεν σου ᾽ριχναν ανοιχτά προσβλητικές ματιές, τότε δεν έτρεχε τίποτα, πως γινόταν λοιπόν να κινδυνεύεις από κάτι που δεν υπήρχε καν; στα δεκαοχτώ δεν είχα σαφή αντίληψη του τι αποτελούσε παρενόχληση, προσβολή, επίθεση. Είχα μια ιδέα, μια διαίσθηση, μια απέχθεια για κάποιες καταστάσεις και για κάποιους ανθρώπους, αλλά δεν ήξερα πως η διαίσθηση και η απέχθεια μετράνε, δεν ήξερα πως είχα το δικαίωμα να μη μ’ αρέσει, να μη θέλω, να μην είμαι αναγκασμένη να δέχομαι όποιον με πλησίαζε. Η καλύτερη περίπτωση για μένα εκείνες τις μέρες ήταν να ελπίζω ότι ο κάθε ενδιαφερόμενος θα έλεγε στα γρήγορα ό,τι ήταν αυτό που νόμιζε ότι ήταν φιλικό κι ευγενικό να πει, κι ύστερα θα ‘φευγε · ή να καταφέρω να φύγω εγώ, ευγενικά και στα γρήγορα, με την πρώτη ευκαιρία.»


Μια δυνατή γυναικεία φωνή από αυτές που τόσο έχει ανάγκη η λογοτεχνία. Και τονίζω το γυναικεία γιατί σε αυτό το βιβλίο το φύλο της αφηγήτριας καθορίζει άμεσα το ύφος του βιβλίου. Η φωνή της -κοπέλας που διαβάζει περπατώντας-, της αφηγήτριας δηλαδή είναι μια φωνή αυθεντική που αναβλύζει μέσα από μια πηγαία αλλά και συνειδητοποιημένη θέαση του κόσμου, η οποία εμφανίζεται ανέγγιχτη από τις κοινωνικές επιρροές που πολλές φορές καταδικάζουν τις ίδιες τις γυναίκες να γίνουν φορείς της ίδιας τους της καταπίεσης. (βλέπε Bourdieu -Η ανδρική Κυριαρχία). Αυτό που κάνει την αφηγήτρια στόχο μέσα στην κοινωνία που ζει είναι η απόλυτη ανοσία της στις κοινωνικές φωνές που την καταδιώκουν σαν αποπροσανατολισμένες ερινύες. Φωνές που καθώς είναι τόσο διαφορετικές από την δική της μπορούν απλώς να δημιουργούν μια αδύναμη παραφωνία, μόνο προσωρινά απειλητική. 

Το σκηνικό της πλοκής, χωρίς αυτό να αναφέρεται ξεκάθαρα στο βιβλίο, παραπέμπει στην Ιρλανδία της δεκαετίας του εβδομήντα, την εποχή των «Ταραχών» (The troubles) όταν ο ΙΡΑ μεσουρανούσε και οι προτεστάντες με τους καθολικούς βρισκόντουσαν στα μαχαίρια. Παρόλα αυτά δεν έχει σημασία αν η χώρα που υπονοείται σε αυτό το βιβλίο είναι αυτή ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, που βρίσκεται σε έντονο διχασμό και αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας, σημασία έχει ότι στο βιβλίο περιγράφεται μια κοινωνία στην οποία ο φανατισμός είναι ο βασικός αλλά όχι ο μόνος εχθρός, γιατί κάτω από αυτόν αναπτύσσονται και περνάνε απαρατήρητες όλες οι παθογένειες των κλειστών κοινωνιών όπως το κουτσομπολιό, οι φήμες, η κατακραυγή των ελεύθερων πνευμάτων και φυσικά ο περιορισμός στον αυτοκαθορισμό της γυναικείας υπόστασης. 

Η συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί ονόματα αλλά περιγραφές για τους χαρακτήρες που εμφανίζονται στο βιβλίο, με τον ίδιο τρόπο που οι ινδιάνοι ονομάτιζαν τους εαυτούς τους βάσει των βασικών χαρακτηριστικών τους ή των γεγονότων που τους έχουν συμβεί. Μέσα σε αυτή τη περίεργη ονοματοδοσία η Anna Burns μας παρουσιάζει από την πρώτη παράγραφο του βιβλίου τον «Γαλατά», τον άνθρωπο που αποτελεί την ύπουλη απειλή για την κοπέλα που περπατάει διαβάζοντας, μια απειλή όμως η οποία δεν μπορεί να καθοριστεί ακριβώς, δεν μπορεί να περιγραφεί και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να ορισθεί επίσημα ως απειλή, καθώς δεν υπάρχει τίποτα χειροπιαστό που να την χαρακτηρίζει. Η αφηγήτρια ζει από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου κάτω από την επήρεια της απειλής αυτής χωρίς να μπορεί να μοιραστεί αυτήν την κατάσταση με κανένα.

Ο «Γαλατάς» μπορεί να είναι όλη η κοινωνία. Σίγουρα ο «Γαλατάς» δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς την συναίνεση της υπόλοιπης κοινωνίας, είναι δημιούργημα της και καμάρι της. Η Anna Burns σαν ένας θηλυκός Κάφκα, πλέκει τον ιστό που δένει όλο και περισσότερο την αφηγήτρια στα δίχτυα μιας εφιαλτικής κοινωνικής κατακραυγής χωρίς να έχει υπάρξει ουσιαστική αιτία άλλη εκτός από την διαφορετικότητα του χαρακτήρα της. «Αυτό που δεν τους δίνεις θα το δημιουργήσουν μόνοι τους» προειδοποιεί κάποια στιγμή την αφηγήτρια η -πιο μακροχρόνια φίλη-(longest friend). «Διαβάζεις ολόκληρα βιβλία περπατώντας, κρατάς σημειώσεις σαν να βρισκόσουν στο γραφείο σου». Μέσα από την πλοκή και την περιγραφή των διαφόρων χαρακτήρων που εμφανίζονται στο βιβλίο, διαγράφεται σιγά σιγά το προφίλ μιας κοινωνίας που λυγίζει κάτω από τους προσωπικούς περιορισμούς, τα στερεότυπα, την ανία, και πάνω από όλα από τον φόβο ενός καθρέφτη που θα τους κάνει να δουν ποιοι πραγματικά είναι. 

Το βιβλίο αποτελεί μια γροθιά στο στομάχι και μια λογοτεχνική αποκάλυψη τόσο για την πρωτοτυπία και την φρεσκάδα του αφηγηματικού λόγου της Anna Burns που καθηλώνει ολοκληρωτικά τον αναγνώστη όσο και για την πολιτική και κοινωνική ματιά που εμπεριέχεται σε αυτήν την αφήγηση, την οποία χαρακτηρίζει συγχρόνως η διεισδυτικότητα σε δύσκολα θέματα όπως αυτά της γυναικείας ταυτότητας, της κοινωνικής ένταξης και των πολιτικών και θρησκευτικών φρονημάτων αλλά και η ποιητική ματιά και ο χρωματισμός όλου του ψυχολογικού φάσματος των συναισθημάτων της ηρωίδας χωρίς αυτά να περιγράφονται όμως πουθενά! 

Τέλος, να παρατηρήσω ότι η αφήγηση σε πολλά σημεία κυλάει απόλυτα θεατρικά. Σκηνές ολόκληρες του βιβλίου μένουν στον αναγνώστη ως εικόνες κινούμενες, κινηματογραφικές. Οι γυναίκες ως «χορός» σώζουν τον «αληθινό γαλατά από τα χέρια των «εθνικιστών» (renouncers), δύο άντρες παλεύουν σιωπηλά στο παρασκήνιο καθώς η πλοκή συνεχίζεται, το αυτοκίνητο του «Γαλατά» κυλάει αθόρυβα στην άσφαλτο και ο ίδιος εμφανίζεται και εξαφανίζεται σαν μην υπήρχε ποτέ. 

Όμως ο «Γαλατάς» είναι ο πιο πραγματικός από όλους. Και θα υπάρχει ακόμα και όταν θα έχει για πάντα εξαφανιστεί. 

Να το διαβάσετε οπωσδήποτε.

«Ακόμα και τότε, παρόλο πια που στον ουρανό έβλεπα περισσότερα από τα τρία αποδεκτά ουράνια χρώματα ‒το γαλανό (του ουρανού της μέρας), το μαύρο (του ουρανού της νύχτας) και το άσπρο (σύννεφα)‒, ακόμα και τότε κράτησα το στόμα μου κλειστό. Και τώρα δεν το παραδέχονταν ούτε οι άλλοι στην τάξη ‒ όλοι τους μεγαλύτεροι από μένα, κάποιοι μάλιστα τριαντάρηδες και βάλε. Ήταν η σύμβαση: να μην παραδέχεται κανείς λεπτομέρειες, γιατί η παραδοχή τέτοιων λεπτομερειών θα σήμαινε επιλογή, και η επιλογή θα σήμαινε ευθύνη, και ευθύνη θα σήμαινε βάρος... Κι αν, τελικά, δεν μπορούσαμε να το σηκώσουμε αυτό το βάρος; Αν δεν καταφέρναμε να τα βγάλουμε πέρα με τις συνέπειες στην περίπτωση που θα βλέπαμε περισσότερα απ' όσα μπορούσαμε να κουμαντάρουμε; Ακόμα χειρότερα: τι θα κάναμε αν ήταν ωραίο, ό,τι κι αν ήταν αυτό, αν μας άρεσε, αν το συνηθίζαμε και το χαιρόμασταν, αν φτάναμε να το 'χουμε ανάγκη ‒ κι ύστερα το χάναμε ή μας το παίρνανε και δεν μας το ξαναδίνανε ποτέ; Καλύτερα να μην το δοκιμάσουμε καθόλου, αυτό ήταν το συναίσθημα που υπερίσχυσε, κι έτσι το γαλανό ήταν το χρώμα που θα είχε ο ουρανός μας»


Ο Γαλατάς -Anna Burns
μετάφραση Αγγελίδου Μαρία
εκδ Gutenberg

Milkman - Faber & Faber


Monday, January 27, 2020

Fernando Aramburu - Πατρίδα


Διαπίστωσε: Για να ζητήσεις συγγνώμη, απαιτείται περισσότερη παλικαριά πάρα για να πυροβολήσεις με ένα όπλο, πάρα για να ενεργοποιήσεις μία βόμβα. Αυτό το κάνει ο καθένας.

(Πατρίδα: Η φυλακή σου, η φυλακή μου)



Διάβασα πρόσφατα το βιβλίο «Πατρίδα» του Αραμπούρου, ένα βιβλίο το οποίο έκανε τρελές πωλήσεις στην Ισπανία, γραμμένο στα βασκικά και μεταφρασμένο στα καστιλιάνικα, ακολουθώντας την τάση των τελευταίων δεκαετιών να προτιμάται από τους Βάσκους συγγραφείς η βασκική γλώσσα της καστιλιανικής (επίσημης ισπανικής) με σκοπό την στήριξη και την προστασία της βασκικής κουλτούρας. 

Ο Αραμπούρου καταπιάστηκε με ένα θέμα ταμπού για τη βασκική κοινωνία (πιο ταμπού και από το δικό μας εμφύλιο), τη δράση της οργάνωσης ΕΤΑ, εξετάζοντας το μέσα από τις προσωπικές ζωές δύο οικογενειών που ζουν σε ένα μικρό χωριό κοντά στο Σαν Σεμπαστιάν. Εν τάχει και χωρίς κίνδυνο spoiler αφού ο αναγνώστης καταλαβαίνει από την αρχή το ποιος είναι αυτός που θα πεθάνει, περιγράφω την πλοκή. Ο Αραμπούρου παρακολουθεί από κοντά δύο οικογένειες με πολύ στενές φιλικές σχέσεις μεταξύ τους οι οποίες θα βρεθούν στις διαμετρικά αντίθετες θέσεις του θύματος και του θύτη. Ο γιος της μίας οικογένειας εισχωρεί στους κόλπους της ΕΤΑ ενώ ο πατέρας της άλλης εκβιάζεται και δολοφονείται από αυτή. Φυσικό και επόμενο να διαταραχθούν οι δεσμοί μεταξύ των δύο οικογενειών, αυτό το περιμένει ο αναγνώστης, αυτό όμως που δεν περιμένει είναι το πώς η οικογένεια του θύματος θα βρεθεί ενοχοποιημένη και διωγμένη από το ίδιο της τον τόπο ως εχθρός του βασκικού κινήματος. Χρησιμοποιώντας, σύμφωνα με την γνώμη μου, υπερβολικά σχηματοποιημένες καταστάσεις και χαρακτήρες, ο Αραμπούρου περνάει όντως το μήνυμα του, ο αναγνώστης καταλαβαίνει τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι νέοι μετά την πτώση του Φράνκο και πριν την διακοπή των τρομοκρατικών εκτελέσεων της ΕΤΑ το 2011, μεγαλώνοντας σε κοινωνίες οι οποίες όχι απλώς αποδεχόντουσαν την δολοφονική δράση της ΕΤΑ αλλά και καταδίκαζαν την αποχή από αυτή έχοντας την υποστήριξη σε αυτό ακόμα και της εκκλησίας. Στο βιβλίο γίνεται ξεκάθαρη η κοινωνική πίεση υπέρ της ανάληψης δράσης. Οι νέοι έπρεπε να αποδείξουν ότι υποστήριζαν την βασκική ταυτότητα τους αλλιώς κινδύνευαν να στοχοποιηθούν ως προδότες της πατρίδας τους. Η ζωή στο χωριό περιγράφεται ως κλειστοφοβική και χωρίς διέξοδο διαφυγής. Όλοι πρέπει να διαλέξουν μεριά. 

Το βιβλίο είναι γραμμένο με τρόπο που δεν το αφήνεις εύκολα από τα χέρια σου. Μικρά κεφάλαια που μεταφέρουν τον αναγνώστη μπρος και πίσω χρονικά χωρίς όμως να υπάρχει δυσκολία προσανατολισμού. Η ανάγνωση του βιβλίου είναι πολύ εύκολη. Σε κάποιες σελίδες σκεφτόμουν ότι παραείναι εύκολη. Διαβάζοντας το βιβλίο όλο περισσότερο υποψιαζόμουν ότι ο συγγραφέας πρέπει να έκανε πρώτα ένα πλάνο με το τι ακριβώς ήθελε να πει πάνω στο θέμα της ΕΤΑ και μετά να έχτισε τους χαρακτήρες του και την πλοκή έτσι ώστε να εξυπηρετεί αυτό το πλάνο. Μου φάνηκαν όλα υπερβολικά υπολογισμένα. Τίποτα δεν χαλούσε την ομοιομορφία του επιχειρήματος. Όταν το διάβαζα, ένοιωθα ότι ξέρω τι θα διαβάσω στο επόμενο κεφάλαιο. Παρόλα αυτά το βιβλίο με έκανε να θέλω να διαβάσω και το επόμενο κεφάλαιο. Συμπέρασμα για εμένα. Προικισμένος συγγραφέας αλλά χωρίς την απαραίτητη ψυχή που δημιουργεί ένα αριστούργημα. 

Όσον αφορά την θέση που παίρνει ο συγγραφέας σχετικά με το φαινόμενο ΕΤΑ, θεωρώ ότι ναι μεν προσπαθεί να διατηρήσει μια ισορροπία αναλύοντας τους λόγους που πολλοί εντάχθηκαν σε αυτήν την οργάνωση δείχνοντας παράλληλα και την βαρβαρότητα και κρυφή δράση της αστυνομίας που παραπέμπει στο σκοτεινό φασιστικό παρελθόν της Ισπανίας, δεν εμβαθύνει όμως όσο θα έπρεπε. Ο επίσης Βάσκος συγγραφέας Ramon Saizarbitoria τον κατηγορεί ότι περιγράφει μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του τις αιτίες που συντέλεσαν στην δημιουργία του συγκεκριμένου αυτονομιστικού κινήματος, επί δικτατορίας Φράνκο (το 1959), όταν το να είσαι Βάσκος ήταν από μόνο του παράνομο και η ΕΤΑ αποτελούσε τον μόνο δρόμο για όσους ήθελαν να διατηρήσουν τα πολιτιστικά δικαιώματα τους και την εθνική τους κληρονομιά. 

Ο Ramon Saizarbitoria, που ανέφερα πιο πάνω, από τους πρώτους συγγραφείς που έγραψαν τα βιβλία τους στα βασκικά κατηγορήθηκε ότι στο βιβλίο του 100 metros (το οποίο γράφτηκε το 1972 αλλά εκδόθηκε το 1976 μετά τον θάνατο του Φράνκο και περιγράφει τη σύλληψη και δολοφονία ενός μέλους της ΕΤΑ) υποστηρίζει την τρομοκρατία της ΕΤΑ. Ο ίδιος σχολιάζει σε μια συνέντευξη του ότι πρέπει κανείς να κρίνει ένα ιστορικό φαινόμενο τοποθετώντας το μέσα στο ιστορικό πλαίσιο το οποίο το δημιούργησε και το οποίο αποτέλεσε το πεδίο δράσης του. Σύμφωνα πάντα με τον Saizarbitoria η οργάνωση ΕΤΑ δεν ήταν η ίδια όταν δρούσε ενάντια στην καταστολή του Φράνκο και η ίδια όταν έφτασε να εκτελεί ακόμα και δικούς της ανθρώπους σε περίπτωση που αυτοί αποφάσιζαν να αφήσουν τον ένοπλο αγώνα. Πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι στην γέννηση της ήταν μια οργάνωση που είχε απέναντι της ένα φασιστικό και όχι ένα δημοκρατικό καθεστώς όπως έγινε αργότερα. (El Diario, Las victimas han tenido un comportamiento impeccable de Aitor Guenaga). Στα πρόσφατα βιβλία του Martutene και La Educacion den Lili (το τελευταίο αναφέρεται περισσότερο στον ισπανικό εμφύλιο) τα οποία δυστυχώς δεν έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά (αλλά μπορεί να τα βρει κάποιος μεταφρασμένα στα αγγλικά) ο Saizarbitoria κάνει νίξη στο αίσθημα ενοχής των Βάσκων το οποίο πολλές φορές αλληλοεπιδρά με το αίσθημα περηφάνιας που νιώθουν για την αντίσταση του λαού τους ενάντια στο φασιστικό κράτος του Φράνκο και για το έθνος τους γενικότερα. Στα βιβλία του περιγράφεται πιο ξεκάθαρα από ότι στο βιβλίο του Αραμπούρου, η πολυπλοκότητα των καταστάσεων που βίωσαν οι Βάσκοι την εποχή της δράσης της ΕΤΑ, και εξετάζονται πολύπλευρα τα συναισθήματα που δημιουργήθηκαν ακόμα και στη γενιά που δεν έζησε παρά μόνο έμμεσα, μέσα από τα βιώματα των δικών τους, τα τραύματα της τρομοκρατίας και την αίσθηση της συλλογικής ενοχής. Να θυμηθούμε ότι τα πρώτα χρόνια της δράσης της ΕΤΑ πολλοί ευρωπαίοι διανοούμενοι (όπως ο Sartre) την υποστήριξαν. Ότι επίσης πολλοί υποστηρικτές της ΕΤΑ έδωσαν μεγάλο αγώνα κατά του φασισμού με αποτέλεσμα να μην είναι ξεκάθαρο, κατά την πάροδο των χρόνων, το ποιοι είναι οι κακοί και ποιοι οι καλοί. Πολλοί Βάσκοι που υποστήριξαν αρχικά την οργάνωση δυσκολεύτηκαν να απαλείψουν τις ενοχές τους όταν κατά την διάρκεια των ετών η οργάνωση μετεξελίχθηκε από μια αυτονομιστική σοσιαλιστική οργάνωση ενάντια στην επιβολή ενός φασιστικού καθεστώτος σε μία καθαρά τρομοκρατική. 

Μπορεί να αδικώ τον Αραμπούρου επειδή έτυχε να διαβάσω πρώτα τα βιβλία του Saizarbitoria τα οποία αγάπησα. Μπορεί επειδή με εξιτάρουν πιο πολύ οι όποιες ατέλειες στο στήσιμο των βιβλίων του Saizarbitoria σε σχέση με το άψογο στήσιμο του Αραμπούρου. Μπορεί επειδή μου άρεσε να διαβάζω στο Martutene μια εκτεταμένη συζήτηση μεταξύ δύο χαρακτήρων του για την αισθητική στο τσάι που κατάληγε στον προβληματισμό του αν είναι πιο σωστό να βουτάς πρώτα το τσάι στο ζεστό νερό ή πρώτα να χύνεις μέσα το ζεστό το γάλα. Μπορεί τέλος επειδή στο βιβλίο του Saizarbitoria αισθάνθηκα τους χαρακτήρες περισσότερο «ανθρώπινους» και λιγότερο «χαρακτήρες». 

Θα σύστηνα στους αναγνώστες που έχουν την δυνατότητα να διαβάσουν βιβλία στην αγγλική ή ισπανική γλώσσα και ενδιαφέρονται για την σύγχρονη ιστορία αυτής της περιοχής, να διαβάσουν και τον Αραμπούρου και τον Saizarbitoria. Τα βιβλία και των δύο προσφέρουν μια αρκετά ενδιαφέρουσα διείσδυση στην κοινωνία και την ψυχολογία του βασκικού λαού. 

Στα ελληνικά το βιβλίο η Πατρίδα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πολιτεία (2018) σε μετάφραση της Σπερελάκη Τιτίνας.


https://www.nybooks.com/daily/2018/05/03/the-end-of-etas-era/

https://www.wordswithoutborders.org/book-review/martutene-by-ramon-saizarbitoria-carolyn-silveira

https://www.eldiario.es/norte/euskadi/victimas-comportamiento-impecable_0_598440703.html







Monday, January 6, 2020

Mercè Rodoreda - Πλατεία Διαμαντιού


«Το κοχύλι ήταν στη μέση της κονσόλας, ήταν σαν να το άκουγα μ’ εκείνον τον ήχο της θάλασσας μέσα… ουουου… ουουου… και σκέφτηκα ότι ίσως αν δεν το έβαζες στο αυτί σου να μην ακουγόταν τίποτε από μέσα κι ότι αυτό δεν θα μπορούσες να το μάθεις ποτέ: αν μέσα στο θαλασσινό κοχύλι ακούγονταν κύματα όταν στην είσοδο της τρύπας δεν υπήρχε κανένα αυτί.» 


Η «Πλατεία Διαμαντιού», νουβέλα που εκδόθηκε το 1962, γραμμένη από την καταλανή συγγραφέα Μερσέ Ροδορέδα μεταφράστηκε στα ελληνικά και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη μόλις το 2019. To 1983, o Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραφε για τη Μερσέ: «Απ’ ότι φαίνεται, λίγοι εκτός Καταλονίας ξέρουν ποια ήταν αυτή η αόρατη γυναίκα που έγραφε, σε εξαιρετικά καταλανικά, όμορφα και σκληρά μυθιστορήματα που όμοια τους δεν βρίσκει κανείς εύκολα στις μέρες μας». 

Και όντως από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου οσμίζεσαι τη δύναμη του. Η Ναταλία, μόλις τελειώνει τη βάρδια της από τη δουλειά σε ένα ζαχαροπλαστείο, συνοδεύει τη φίλη της Ζουλιέτα σε έναν χορό. Είναι κουρασμένη και δεν θέλει ιδιαίτερα να πάει, αλλά δυσκολεύεται πάντα να αρνείται χάρες στους ανθρώπους. Η ευαίσθητη Ναταλία εκείνο το βράδυ θα γνωρίσει τον μελαχρινό, με τα μάτια πιθήκου Κιμέτ, και θα μετονομαστεί από αυτόν σε Κολομέτα (το μικρό περιστέρι), συμβολικό όνομα το οποίο συνδέεται άμεσα με τη μετέπειτα πλοκή αφού ο Κιμέτ θα μεταμορφώσει το μελλοντικό τους σπίτι σε περιστερώνα, φέρνοντας των κόσμο των πουλιών μέσα στον κόσμο των ανθρώπων. Ο Κιμέτ με την αποφασιστικότητα του μπαίνει σαν σίφουνας στην ζωή της Ναταλίας/Κολομέτα και η Μερσέ Ροδορέδα μας περιγράφει με τον ποιητικό της λόγο την κατάσταση που βιώνει η Κολομέτα από εκείνη την στιγμή και πέρα, από την εποχή της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας, την περίοδο δηλαδή πριν τον εμφύλιο μέχρι και αρκετά χρόνια μετά από αυτόν. 

Η διήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο. Διαβάζουμε τον σπαρακτικό συνειρμικό μονόλογο της Κολομέτα, η αθωότητα του οποίου κάνει τον αναγνώστη να χωνεύει πιο δύσκολα τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνει η ηρωίδα. Η αντίθεση ανάμεσα στις λυρικές περιγραφές της Μερσέ και στο σκληρό αντικείμενο αυτών των περιγραφών δημιουργεί ένα ακαταμάχητο κείμενο, το οποίο καλεί τον αναγνώστη να αμφιταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στην απόλαυση που αντλεί από αυτήν την καθαρή τέχνη της γραφής και στην ανείπωτη λύπη που προκαλούν οι καταστάσεις που αντιμετωπίζει η Κολομέτα. 

Η Μερσέ Ροδορέδα καταφέρνει σε αυτό το βιβλίο να μεταφέρει στον αναγνώστη την εξωτερική πραγματικότητα μέσα από τα μάτια και την συνείδηση της ηρωίδας της, εμπλουτίζοντας έτσι αυτή την πραγματικότητα με τις σκέψεις, τους φόβους, τις αντιλήψεις και την απελπισία των ανθρώπων που την έζησαν. Η Κολομέτα είναι μια μικρή κοπέλα που παραδίδεται στο κύμα της ζωής χωρίς να ξέρει τι την περιμένει, χωρίς να έχει κανέναν να τη συμβουλέψει, με μοναδικό οδηγό το ένστικτο και με την αδυναμία της να λέει όχι. Η ανίσχυρη μικρή αυτή κοπέλα μου φάνηκε τεράστια στο τέλος του βιβλίου, σαν όλο αυτό που πέρασε, να μπήκε μέσα της και να την φούσκωσε, σαν ένα μπαλόνι γεμάτο ήλιον, που πετάει στον ουρανό χωρίς να μπορεί κανείς να το σταματήσει. Το κορίτσι που ο Κιμέτ μπορούσε να διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο έγινε δυσπρόσιτο ακόμα και για τον προσεκτικό αναγνώστη. Κάθε σκέψη, κάθε φόβος έγραψε πάνω της αυτό το βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Εμένα με άγγιξε βαθιά. 




«Το απόγευμα πήγα να δω την κυρία Ενρικέτα και μου είπε ότι είχαμε ήδη κάνει ένα βήμα μπροστά και ότι ήταν σίγουρη ότι θα είχαμε ξανά βασιλιά. Μου έδωσε μισό αντίδι. Και ζούσαμε. Ακόμα ζούσαμε. Δεν ήξερα τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν μέχρι που μια μέρα η κυρία Ενρικέτα ήρθε να μου πει ότι ήξερε σίγουρα πως είχαν τουφεκίσει τον Ματέου στη μέση της πλατείας, κι όταν τη ρώτησα στη μέση ποιας πλατείας γιατί δεν ήξερα τι να πω, είπε στη μέση μιας πλατείας αλλά δεν ήξερε στη μέση ποιας πλατείας, ναι, ναι, είναι αλήθεια, τους τουφεκίζουν όλους στη μέση μιας πλατείας. Ο δυνατός πόνος δεν βγήκε από μέσα μου μέχρι που πέρασαν πέντε λεπτά και είπα χαμηλόφωνα, θαρρείς και η ψυχή μόλις είχε πεθάνει μες στην καρδιά, αυτό δεν… αυτό δεν… Γιατί δεν γινόταν να έχουν τουφεκίσει τον Ματέου, εκεί στη μέση μιας πλατείας. Δεν ήταν δυνατόν! Κι η κυρία Ενρικέτα μου είπε ότι αν ήξερε πως θα το έπαιρνα τόσο άσχημα και θα χλόμιαζα τόσο στο πρόσωπο δεν θα μου είχε πει τίποτα.» 



Μετάφραση από τα καταλανικά: Ευρυβιάδης Σοφός
εκδ Καστανιώτη