Friday, February 21, 2020

Anna Burns - Ο Γαλατάς (Milkman)



«Την εποχή εκείνη, δεκαοχτώ χρονών, μεγαλωμένη σε μια κοινωνία έτοιμη να εκραγεί, όπου οι βασικοί κανόνες ήταν –αν δεν ασκούσαν πάνω σου σωματική βία, αν δεν σ ᾽έβριζαν κατάμουτρα, αν δεν σου ᾽ριχναν ανοιχτά προσβλητικές ματιές, τότε δεν έτρεχε τίποτα, πως γινόταν λοιπόν να κινδυνεύεις από κάτι που δεν υπήρχε καν; στα δεκαοχτώ δεν είχα σαφή αντίληψη του τι αποτελούσε παρενόχληση, προσβολή, επίθεση. Είχα μια ιδέα, μια διαίσθηση, μια απέχθεια για κάποιες καταστάσεις και για κάποιους ανθρώπους, αλλά δεν ήξερα πως η διαίσθηση και η απέχθεια μετράνε, δεν ήξερα πως είχα το δικαίωμα να μη μ’ αρέσει, να μη θέλω, να μην είμαι αναγκασμένη να δέχομαι όποιον με πλησίαζε. Η καλύτερη περίπτωση για μένα εκείνες τις μέρες ήταν να ελπίζω ότι ο κάθε ενδιαφερόμενος θα έλεγε στα γρήγορα ό,τι ήταν αυτό που νόμιζε ότι ήταν φιλικό κι ευγενικό να πει, κι ύστερα θα ‘φευγε · ή να καταφέρω να φύγω εγώ, ευγενικά και στα γρήγορα, με την πρώτη ευκαιρία.»


Μια δυνατή γυναικεία φωνή από αυτές που τόσο έχει ανάγκη η λογοτεχνία. Και τονίζω το γυναικεία γιατί σε αυτό το βιβλίο το φύλο της αφηγήτριας καθορίζει άμεσα το ύφος του βιβλίου. Η φωνή της -κοπέλας που διαβάζει περπατώντας-, της αφηγήτριας δηλαδή είναι μια φωνή αυθεντική που αναβλύζει μέσα από μια πηγαία αλλά και συνειδητοποιημένη θέαση του κόσμου, η οποία εμφανίζεται ανέγγιχτη από τις κοινωνικές επιρροές που πολλές φορές καταδικάζουν τις ίδιες τις γυναίκες να γίνουν φορείς της ίδιας τους της καταπίεσης. (βλέπε Bourdieu -Η ανδρική Κυριαρχία). Αυτό που κάνει την αφηγήτρια στόχο μέσα στην κοινωνία που ζει είναι η απόλυτη ανοσία της στις κοινωνικές φωνές που την καταδιώκουν σαν αποπροσανατολισμένες ερινύες. Φωνές που καθώς είναι τόσο διαφορετικές από την δική της μπορούν απλώς να δημιουργούν μια αδύναμη παραφωνία, μόνο προσωρινά απειλητική. 

Το σκηνικό της πλοκής, χωρίς αυτό να αναφέρεται ξεκάθαρα στο βιβλίο, παραπέμπει στην Ιρλανδία της δεκαετίας του εβδομήντα, την εποχή των «Ταραχών» (The troubles) όταν ο ΙΡΑ μεσουρανούσε και οι προτεστάντες με τους καθολικούς βρισκόντουσαν στα μαχαίρια. Παρόλα αυτά δεν έχει σημασία αν η χώρα που υπονοείται σε αυτό το βιβλίο είναι αυτή ή οποιαδήποτε άλλη χώρα, που βρίσκεται σε έντονο διχασμό και αμφισβήτηση της κρατικής εξουσίας, σημασία έχει ότι στο βιβλίο περιγράφεται μια κοινωνία στην οποία ο φανατισμός είναι ο βασικός αλλά όχι ο μόνος εχθρός, γιατί κάτω από αυτόν αναπτύσσονται και περνάνε απαρατήρητες όλες οι παθογένειες των κλειστών κοινωνιών όπως το κουτσομπολιό, οι φήμες, η κατακραυγή των ελεύθερων πνευμάτων και φυσικά ο περιορισμός στον αυτοκαθορισμό της γυναικείας υπόστασης. 

Η συγγραφέας δεν χρησιμοποιεί ονόματα αλλά περιγραφές για τους χαρακτήρες που εμφανίζονται στο βιβλίο, με τον ίδιο τρόπο που οι ινδιάνοι ονομάτιζαν τους εαυτούς τους βάσει των βασικών χαρακτηριστικών τους ή των γεγονότων που τους έχουν συμβεί. Μέσα σε αυτή τη περίεργη ονοματοδοσία η Anna Burns μας παρουσιάζει από την πρώτη παράγραφο του βιβλίου τον «Γαλατά», τον άνθρωπο που αποτελεί την ύπουλη απειλή για την κοπέλα που περπατάει διαβάζοντας, μια απειλή όμως η οποία δεν μπορεί να καθοριστεί ακριβώς, δεν μπορεί να περιγραφεί και κατ’ επέκταση δεν μπορεί να ορισθεί επίσημα ως απειλή, καθώς δεν υπάρχει τίποτα χειροπιαστό που να την χαρακτηρίζει. Η αφηγήτρια ζει από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου κάτω από την επήρεια της απειλής αυτής χωρίς να μπορεί να μοιραστεί αυτήν την κατάσταση με κανένα.

Ο «Γαλατάς» μπορεί να είναι όλη η κοινωνία. Σίγουρα ο «Γαλατάς» δεν θα μπορούσε να υπάρχει χωρίς την συναίνεση της υπόλοιπης κοινωνίας, είναι δημιούργημα της και καμάρι της. Η Anna Burns σαν ένας θηλυκός Κάφκα, πλέκει τον ιστό που δένει όλο και περισσότερο την αφηγήτρια στα δίχτυα μιας εφιαλτικής κοινωνικής κατακραυγής χωρίς να έχει υπάρξει ουσιαστική αιτία άλλη εκτός από την διαφορετικότητα του χαρακτήρα της. «Αυτό που δεν τους δίνεις θα το δημιουργήσουν μόνοι τους» προειδοποιεί κάποια στιγμή την αφηγήτρια η -πιο μακροχρόνια φίλη-(longest friend). «Διαβάζεις ολόκληρα βιβλία περπατώντας, κρατάς σημειώσεις σαν να βρισκόσουν στο γραφείο σου». Μέσα από την πλοκή και την περιγραφή των διαφόρων χαρακτήρων που εμφανίζονται στο βιβλίο, διαγράφεται σιγά σιγά το προφίλ μιας κοινωνίας που λυγίζει κάτω από τους προσωπικούς περιορισμούς, τα στερεότυπα, την ανία, και πάνω από όλα από τον φόβο ενός καθρέφτη που θα τους κάνει να δουν ποιοι πραγματικά είναι. 

Το βιβλίο αποτελεί μια γροθιά στο στομάχι και μια λογοτεχνική αποκάλυψη τόσο για την πρωτοτυπία και την φρεσκάδα του αφηγηματικού λόγου της Anna Burns που καθηλώνει ολοκληρωτικά τον αναγνώστη όσο και για την πολιτική και κοινωνική ματιά που εμπεριέχεται σε αυτήν την αφήγηση, την οποία χαρακτηρίζει συγχρόνως η διεισδυτικότητα σε δύσκολα θέματα όπως αυτά της γυναικείας ταυτότητας, της κοινωνικής ένταξης και των πολιτικών και θρησκευτικών φρονημάτων αλλά και η ποιητική ματιά και ο χρωματισμός όλου του ψυχολογικού φάσματος των συναισθημάτων της ηρωίδας χωρίς αυτά να περιγράφονται όμως πουθενά! 

Τέλος, να παρατηρήσω ότι η αφήγηση σε πολλά σημεία κυλάει απόλυτα θεατρικά. Σκηνές ολόκληρες του βιβλίου μένουν στον αναγνώστη ως εικόνες κινούμενες, κινηματογραφικές. Οι γυναίκες ως «χορός» σώζουν τον «αληθινό γαλατά από τα χέρια των «εθνικιστών» (renouncers), δύο άντρες παλεύουν σιωπηλά στο παρασκήνιο καθώς η πλοκή συνεχίζεται, το αυτοκίνητο του «Γαλατά» κυλάει αθόρυβα στην άσφαλτο και ο ίδιος εμφανίζεται και εξαφανίζεται σαν μην υπήρχε ποτέ. 

Όμως ο «Γαλατάς» είναι ο πιο πραγματικός από όλους. Και θα υπάρχει ακόμα και όταν θα έχει για πάντα εξαφανιστεί. 

Να το διαβάσετε οπωσδήποτε.

«Ακόμα και τότε, παρόλο πια που στον ουρανό έβλεπα περισσότερα από τα τρία αποδεκτά ουράνια χρώματα ‒το γαλανό (του ουρανού της μέρας), το μαύρο (του ουρανού της νύχτας) και το άσπρο (σύννεφα)‒, ακόμα και τότε κράτησα το στόμα μου κλειστό. Και τώρα δεν το παραδέχονταν ούτε οι άλλοι στην τάξη ‒ όλοι τους μεγαλύτεροι από μένα, κάποιοι μάλιστα τριαντάρηδες και βάλε. Ήταν η σύμβαση: να μην παραδέχεται κανείς λεπτομέρειες, γιατί η παραδοχή τέτοιων λεπτομερειών θα σήμαινε επιλογή, και η επιλογή θα σήμαινε ευθύνη, και ευθύνη θα σήμαινε βάρος... Κι αν, τελικά, δεν μπορούσαμε να το σηκώσουμε αυτό το βάρος; Αν δεν καταφέρναμε να τα βγάλουμε πέρα με τις συνέπειες στην περίπτωση που θα βλέπαμε περισσότερα απ' όσα μπορούσαμε να κουμαντάρουμε; Ακόμα χειρότερα: τι θα κάναμε αν ήταν ωραίο, ό,τι κι αν ήταν αυτό, αν μας άρεσε, αν το συνηθίζαμε και το χαιρόμασταν, αν φτάναμε να το 'χουμε ανάγκη ‒ κι ύστερα το χάναμε ή μας το παίρνανε και δεν μας το ξαναδίνανε ποτέ; Καλύτερα να μην το δοκιμάσουμε καθόλου, αυτό ήταν το συναίσθημα που υπερίσχυσε, κι έτσι το γαλανό ήταν το χρώμα που θα είχε ο ουρανός μας»


Ο Γαλατάς -Anna Burns
μετάφραση Αγγελίδου Μαρία
εκδ Gutenberg

Milkman - Faber & Faber