Friday, November 1, 2019

Karl Ove Knausgaard - My Struggle (The End 6)

Τη γνωριμία μου με τον Knausgaard την έκανα πριν από μερικά χρόνια με το βιβλίο του «Ένας θάνατος στην οικογένεια», που αποτελεί και το πρώτο βιβλίο του εξάτομου αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος του με τίτλο «Ο αγώνας μου», το οποίο έφτασε στα χέρια μου τυχαία και μου άρεσε από τις πρώτες κιόλας. σελίδες. Το βιβλίο του αυτό όπως και τα επόμενα της σειράς πούλησαν σαν τρελά. Ο Knausgaard αποτελεί τη ζωντανή απόδειξη για το πως κάποιος μπορεί από την μια στιγμή στην άλλη να γίνει celebrity στον χώρο του βιβλίου, αποτελώντας εκδοτικό φαινόμενο χωρίς να θεωρηθεί απαραίτητα φτηνός, ευπώλητος ή ελαφρύς. 


Ο Knausgaard κατάφερε να διχάσει τους κριτικούς, έχοντας κάποιους στο πλευρό του να υποστηρίζουν ότι τα βιβλία του αποτελούν λογοτεχνική πρωτοπορία, και άλλους να τον κατακριμνήζουν. Ο λόγος για όλα αυτά είναι ότι ο Knausgaard, έγραψε ένα βιβλίο σε συνέχειες περιγράφοντας με κάθε λεπτομέρεια τη ζωή του, από την παιδική του ηλικία μέχρι την ώρα που έφτανε στο τυπογραφείο η τελευταία σελίδα αυτού του έργου του. Ένα βιβλίο χωρίς ξεκάθαρη λογοτεχνική αξία και χωρίς μυθοπλασία. Ένα βιβλίο απόλυτα ρεαλιστικό. Θα μπορούσε το ενδιαφέρον των αναγνωστών να αποτελεί άλλη μια απόδειξη για την ακόρεστη ανάγκη του κόσμου να παρακολουθεί από την κλειδαρότρυπα τη ζωή των άλλων, όπως συμβαίνει και με τις τηλεοπτικές παραγωγές τύπου Big Brother. Ο Knausgaard στο βιβλίο του εκθέτει όλες τις κουτσομπολίστικες λεπτομέρειες της ζωής του στο κοινό. Γι’ αυτόν τον λόγο προκάλεσε και αντιδράσεις από τους κοντινούς του ανθρώπους αλλά και από τους κριτικούς για το πόσο ηθικό είναι να δημοσιοποιείς τόσα πολλά προσωπικά στοιχεία και περιστατικά από τη ζωή των ανθρώπων με τους οποίους είχες κατά καιρούς περισσότερες ή λιγότερες σχέσεις. Το βιβλίο του δεν αποτελεί ακριβώς ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα ούτε μπορεί να ενταχθεί στη μυθιστορηματική βιογραφία (Roman a clef), γιατί του λείπει το μυθοπλαστικό πέπλο που πέφτει πάνω σε αντίστοιχα μυθιστορήματα και το οποίο αλλοιώνοντας την πραγματικότητα τη μετατρέπει σε λογοτεχνικό αφήγημα προστατεύοντας έτσι την ιδιωτικότητα των ηρώων-προσώπων που αναφέρονται σε αυτό. 


Το κεντρικό σημείο του «Αγώνα» είναι η φιγούρα του πατέρα του Knausgaard και η σχέση του με αυτόν. Αυτός είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από τη μαραθώνιά αυτή αφήγηση, αυτός κατευθύνει τις σκέψεις του Knausgaard, αυτός διαμόρφωσε τον χαρακτήρα του, τις εμμονές του, τους φόβους, τον αντικοινωνικό χαρακτήρα του, αυτός άφησε αυτό το κενό που όλοι οι συγγραφείς παλεύουν να γεμίσουν με κάτι. Άρα κατά κάποιο τρόπο ο Knausgaard οφείλει αυτό το βιβλίο στον πατέρα του, τον άντρα που του δημιούργησε τόσο θυμό μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν κάποιος άλλος, κάποιος που θα είχε κάνει τον Knausgaard να είναι ένας άνθρωπος πιο συνηθισμένος, πιο εφησυχασμένος, πιο σίγουρος για αυτό που είναι ώστε να μην έχει ανάγκη αυτό το εξάτομο βιβλίο για να απαλλαγεί μέσα από τη διήγηση από τις ενοχές και τη ντροπή για τα συναισθήματα του απέναντι του.


Το βιβλίο ξεκινάει με τον θάνατο του πατέρα του και συνεχίζεται ανάποδα, με τη ζωή του πατέρα του μέσα στην οικογένεια. Με τη ζωή του μικρού Karl Ove (Knausgaard). Έξι τόμοι γεμάτοι λεπτομέρειες από την ζωή ενός συγγραφέα που πριν από λίγα χρόνια δεν γνωρίζαμε καν την ύπαρξη. Σελίδες και σελίδες με ανεξάντλητες περιγραφές μικρών και φαινομενικά ανούσιων περιστατικών και γεγονότων, περιγραφές και των παραμικρών κινήσεων του συγγραφέα, από το άναμμα του τσιγάρου του μέχρι το πλύσιμο του προσώπου του στο πατρικό του σπίτι. Λεπτομέρεια μετά τη λεπτομέρεια που όμως αντί να κάνει την ανάγνωση του βιβλίου βαρετή, το διανθίζει βάζοντας τον αναγνώστη ακριβώς στο κέντρο της πλοκής, δίνοντας του τα κατάλληλα όπλα για να καταλάβει απόλυτα τα συναισθήματα και τις αισθήσεις του συγγραφέα, από το στέγνωμα δηλαδή του στόματος του πριν ακουμπήσουν τα χείλη του την ζεστή κούπα του καφέ μέχρι τον τρόμο του μικρού Karl Ove στη θέα του νερού που φεύγει από τη μικρή τρύπα του νιπτήρα. 


Στις χιλιάδες σελίδες αυτού του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος βλέπουμε τον Karl Ove μικρό, μαθαίνουμε για τους φόβους του, την κοινωνική συστολή του, την αγάπη του για τη μητέρα του, την προβληματική σχέση με τον πατέρα του, την πρώτη του ερωτική επαφή, τις ερωτικές του αποτυχίες, την επικίνδυνη σχέση του με το αλκοόλ, τις μικρότητες της σκέψης του, την ελπίδα του για συγγραφική επιτυχία, τη γνώμη του για τους Σουηδούς, την επικίνδυνη έλξη που του προκαλεί μια έφηβη μαθήτρια του, τον εγωισμό του, τις ανασφάλειες του, τις ικανότητες του ως πατέρας, και πολλές ντροπιαστικές λεπτομέρειες της ζωής του που οι περισσότεροι από εμάς δεν θα ήθελαν να αποκαλυφθούν όσο εκείνοι βρίσκονται εν ζωή. Με την έκδοση του μυθιστορήματος του, η καθημερινότητα του σταμάτησε να του ανήκει. Αυτό για έναν άνθρωπο που αναφέρει ξανά και ξανά το πόσο φοβάται το βλέμμα των τρίτων θα πρέπει να ήταν τρομακτικό. Αλλά πέρα από το τι σήμαινε για εκείνον αυτό το ξεγύμνωμα ολόκληρης της ζωής του μπροστά σε χιλιάδες αναγνώστες αυτό που αξίζει να σχολιάσουμε είναι το γεγονός ότι αυτή η συνηθισμένη ζωή ενός άσημου επίδοξου συγγραφέα, ζωή που δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτή του οποιουδήποτε μέσου ανθρώπου, μπόρεσε να στηρίξει έξι τόμους ενός μυθιστορήματος καθηλώνοντας χιλιάδες αναγνώστες μπροστά στις σελίδες του και προκαλώντας αναπάντεχο αριθμό πωλήσεων. 


Ο Knausgaard, καταφέρνει να διηγηθεί στον αναγνώστη μια ιστορία ενός κοινού ανθρώπου, με αρχή, μέση και τέλος μέσα από την περιγραφή όλης της γκάμας των συναισθημάτων των δικών του αλλά και την αίσθηση που έχει για τα συναισθήματα των άλλων. Ξέρει επίσης τι ακριβώς πρέπει να περιγράψει ώστε χωρίς να γίνεται βαρετός να δημιουργεί στο χαρτί το απαραίτητο σκηνικό για την πλοκή του ενώ συγχρόνως ξέρει να μεταμορφώνει τον απόλυτα κοινό και συνηθισμένο μικρόκοσμο του σε άξια λόγου μυθιστοριογραφία. Ακόμα και όταν ο Knausgaard εμφανίζεται υπεροπτικός, έως και αντιπαθής, ο αναγνώστης έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσει τις σκέψεις του οικειοποιώντας τις, και κατά κάποιο τρόπο χρησιμοποιώντας τις για να αποενοχοποιηθεί ο ίδιος. Το βιβλίο αυτό πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από τα αισθήματα της ενοχής και της ντροπής του συγγραφέα. Κάθε σελίδα του αποτελεί μια κοπιαστική ανάβαση στον Γολγοθά, μια πάλη με τον εαυτό του συγγραφέα, μια προσπάθεια να ξεπεράσει τον φόβο της τιμωρίας για όλα αυτά που τολμά να κοινοποιήσει. Μοιάζει με τη μάχη ενός μικρού κακοποιημένου παιδιού που ντρέπεται να αποκαλύψει το μυστικό του γιατί μέσα του υπάρχει ο φόβος ότι ο μόνος ένοχος είναι ο ίδιος. Ειδικά ο τρόμος που νιώθει ο Knausgaard, όταν έρχεται σε αντιπαράθεση με την εναντίωση του θείου του σε όλο αυτό το έργο και την αμφισβήτηση από αυτόν της αλήθειας των γεγονότων που περιγράφονται, είναι ο τρόμος κάθε κακοποιημένου παιδιού που οδηγεί ακόμα και στην αμφισβήτηση της ικανότητας αντίληψης του πραγματικού. Το γεγονός όμως ότι ο Knausgaard αποκαλύπτει όλες τις σκοτεινές πτυχές της ζωής του και χρησιμοποιεί τα αληθινά ονόματα των συμπρωταγωνιστών του, προσθέτει κάτι πικάντικο στο βιβλίο, χωρίς όμως να αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επιτυχία του. Ο Knausgaard θεωρεί εξίσου σημαντικό να γράψει μια ακριβή περιγραφή των γεγονότων με το να γράψει ένα καλό λογοτεχνικό έργο και δεν θέλει να θυσιάσει κανέναν από τους δύο στόχους του για να ενισχύσει τον άλλο. Το καταφέρνει όμως; Νομίζω ότι σε όλους τους τόμους πλην του τελευταίου, ναι. 


Πριν από λίγες μέρες τελείωσα τον τελευταίο τόμο του «Ο Αγώνας μου» με τίτλο The End (δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα η μετάφραση του στα ελληνικά). Αυτός ο τόμος θα μπορούσε να αποτελεί ένα τεράστιο επίμετρο στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Δεν δίνει την εντύπωση ενός ολοκληρωμένου λογοτεχνικού έργου όπως σου έδιναν οι προηγούμενοι. Αποτελείται περισσότερο από αποσπασματικές σκέψεις και φόβους σχετικά με την έκδοση των βιβλίων του, σκέψεις που επαναλαμβάνονται αρκετές φορές σε αυτόν τον τόμο με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μην είναι σίγουρος αν αυτή η επανάληψη γίνεται σκόπιμα, με σκοπό να δοθεί μια έμφαση σε αυτές ή απλώς οφείλονται στην προχειρότητα και βιασύνη του συγγραφέα. Το ίδιο θα σχολίαζα και για τον τρόπο που είναι διαρθρωμένος αυτός ο τόμος. Το βιβλίο ενώ ξεκινάει ως συνέχεια των προηγούμενων, βρίσκοντας τον Knausgaard να ζει με την οικογένεια του στο Malmo της Σουηδίας, μια παραλιακή πόλη απέναντι από την Κοπεγχάγη που συνδυάζει το βιομηχανικό τοπίο με τα λιθόστρωτα σοκάκια, εξελίσσεται όσο περνούν οι σελίδες σε ένα δοκίμιο σχετικά με τις θηριωδίες του Χίτλερ, την επίδραση της παιδικής και εφηβικής ζωής στον ψυχισμό του, τις συνθήκες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που επέτρεψαν την επικράτηση των ακραίων απόψεων του, τις επιπτώσεις της ραγδαίας εκβιομηχάνισης σε Γερμανία και Αυστρία, τη φτώχια και την ανεργία στη Βιέννη, πόλο έλξης τότε μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος και πολιτιστικού κέντρου της Ευρώπης, ένα δοκίμιο που τραβάει πολύ και κουράζει τον αναγνώστη που δεν είναι προετοιμασμένος για κάτι τέτοιο, καθώς μέχρι πριν από λίγες σελίδες διάβαζε για τη ζωή του Knausgaard, έχοντας μπροστά του την περιγραφή μιας οικογένειας με τρία παιδιά, βομβαρδισμένο σαλόνι με παιχνίδια, λερωμένα πατώματα με παιδικές τροφές τσιγάρα στο μπαλκόνι με αχνιστό καφέ, βόλτες προς και από τον παιδικό σταθμό και αμέτρητα πλυντήρια ρούχων. Δεν ξέρω τι σκοπό ακριβώς ήθελε ο Knausgaard να εξυπηρετήσει πετώντας αυτό το δοκίμιο ακριβώς στη μέση του βιβλίου και επεκτείνοντας το για περίπου 500 σελίδες. Δεν μπορώ καν να δω πως ο Knausgaard συνδέει τον «αγώνα» του με τον αγώνα του Χίτλερ. Η παράθεση αυτή θεωρώ ότι δεν λειτουργεί, κόβει εντελώς τον ειρμό του βιβλίου ενώ δεν καταφέρνει να αποτελέσει μεταβατικό σύνδεσμο από το πρώτο μέρος στο τρίτο και τελευταίο στο οποίο ο Knausgaard περιγράφει τα προβλήματα μανιοκατάθλιψης που αντιμετωπίζει η γυναίκα του. Τα τρία κομμάτια του βιβλίου λειτουργούν μεν χωριστά αλλά όχι μαζί. Διαβάζοντας το βιβλίο έχω την αίσθηση ότι κάποια πράγματα μπήκαν βιαστικά μέσα, στριμώχτηκαν μιας και δεν θα υπήρχε επόμενος τόμος. Τα προβλήματα της γυναίκας του θα μπορούσαν κάπως να ενσωματωθούν στο πρώτο μέρος του βιβλίου και το κομμάτι με το Χίτλερ να αποτελεί ένα πρόσθετο κεφάλαιο στο τέλος, το οποίο θα μπορούσε να διαβαστεί ανεξάρτητα. Αν όμως αυτό συνέβαινε δεν ξέρω πόσοι από τους αναγνώστες θα του έδιναν μια δεύτερη ματιά. Κάθε κείμενο έχει τον χώρο του και τον αναγνώστη του. Δεν είμαι σίγουρη ότι η πλειοψηφία των αναγνωστών του έργου του Knausgaard είχαν ανάγκη να διαβάσουν παράλληλα με αυτό και μια εκτεταμένη ανάλυση του φαινόμενου του Χίτλερ η οποία μάλιστα δεν βασίζεται σε μια ιστορική ή επιστημονική έρευνα αλλά αποτελεί μια ενδιαφέρουσα μεν αλλά παραληρηματική ματιά σε αυτό το ντροπιαστικό κομμάτι του εικοστού αιώνα. 


Δύσκολο να εκφράσω μια ολοκληρωμένη άποψη για αυτό το έργο. Είναι τόσο άνισο, μου προκάλεσε τόσα θετικά αλλά και αρνητικά συναισθήματα που στο τέλος έμεινα να αμφιταλαντεύομαι χωρίς να μπορώ να καταλήξω σε μια ετυμηγορία. Θα έλεγα πάντως ότι είναι ένα έργο το οποίο αξίζει την προσοχή μας. Έχει ροή, σε παρασύρει στον ρυθμό του, αγγίζει μέσα από τις καταστάσεις που αναφέρει μια ευρύτατη γκάμα ανθρώπινων συναισθημάτων, συνδυάζει αποτελεσματικά την περιγραφή με τη δράση, καταφέρνει να διαχειριστεί ικανοποιητικά έναν τεράστιο όγκο προσωπικών εμπειριών ενσωματώνοντας τες σε μια μυθιστορηματική γραφή και εγείρει ερωτήματα υπαρξιακά, κοινωνικά και ηθικά μέσα από όλο αυτό τον συρφετό καταστάσεων που ο Knausgaard συμπεριλαμβάνει στο βιβλίο του. Μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκα την ανάγνωση του στο μεγαλύτερο μέρος, νιώθοντας ότι διαβάζω ένα πραγματικό μυθιστόρημα που κάτι έχει να μου πει και όχι ότι διαβάζω την απλή ημερολογιακή καταγραφή της ζωής του συγγραφέα. Ένα μετα-μοντέρνο, μετα-ρεαλιστικό (με ελεύθερη χρήση των όρων), αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που μάλλον χρειαζόταν λίγη δουλειά παραπάνω αλλά παρόλα αυτά προσθέτει στη λογοτεχνία του σήμερα ένα μικρό διαφορετικό λιθαράκι. Δεν το μετάνιωσα που το διάβασα.