Thursday, September 8, 2022

Λεονάρδο Παδούρα - Σαν σκόνη στον άνεμο

Τον Λεονάρντο Παδούρα τον γνώρισα τυχαία, όταν πριν από χρόνια αγόρασα ένα βιβλίο του στο πρωτότυπο, σε μια προσπάθεια να διατηρήσω και να βελτιώσω την ικανότητα μου να διαβάζω στα ισπανικά. Το βιβλίο ήταν το Pasado Perfecto (Havana Blue στα αγγλικά - δεν νομίζω ότι έχει εκδοθεί στα ελληνικά) που αποτελεί το πρώτο βιβλίο μιας σειράς με πρωταγωνιστή τον αστυνομικό Μάριο Κόντε. Το διάβασα ευχάριστα και το άφησα για χρόνια να ξεκουράζεται σε ένα ράφι της βιβλιοθήκης μου.

Τον ξαναθυμήθηκα αρκετά χρόνια μετά, όταν έπεσε στα χέρια μου, σε ελληνική μετάφραση αυτή τη φορά, ένα άλλο βιβλίο του, αρκετά διαφορετικό από το πρώτο που είχα διαβάσει, με ελληνικό τίτλο «Οι αιρετικοί» , ένα αξιόλογο ανάγνωσμα από αυτά που σε κάνουν να αναζητήσεις επιπλέον στοιχεία για τον συγγραφέα τους.

Από τότε συνάντησα πολλές φορές το όνομα του σε λογοτεχνικές αναφορές και παρακολουθούσα την ανοδική του πορεία. Και ενώ το βιβλίο του «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά» με κεντρικό θέμα τη διαφυγή του Τρότσκυ στην Κούβα και τη δολοφονία του εκεί, είναι εδώ και πολύ καιρό στη λίστα των «προς ανάγνωση» βιβλίων μου η αναβλητικότητα μου, ή η περιέργεια για το νέο του βιβλίο, με έκανε να δώσω προτεραιότητα στην ανάγνωση τού «Σαν σκόνη στον Άνεμο» που κυκλοφόρησε το 2020 στα ισπανικά και εκδόθηκε φέτος και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Στο βιβλίο του αυτό ο Παδούρα, διηγείται την ιστορία μια παρέας που ενηλικιώνεται στην Αβάνα της Κούβας τέλος του ’70, αρχές του ’80, μια παρέα φοιτητών και μελλοντικών μεταναστών, που έχοντας ως κέντρο ένα παλιό αρχοντικό που λειτουργεί ως πόλος έλξης των μελών, συναντιούνται τις περισσότερες φορές για να γιορτάσουν, με σημαντικές ή ασήμαντες αφορμές, την ύπαρξη τους. Μαζί με την φθορά που θα φέρει η οικονομική ανέχεια στην Κούβα, παρακολουθούμε και τη φθορά της παρέας των φοιτητών, των ιδανικών τους, της πίστης τους στο σύστημα αλλά και της εμπιστοσύνη του ενός για τον άλλο.


Θυμίζοντας μας το βιβλίο της Αγκάθα Κρίστη, Δέκα μικροί Νέγροι, η παρέα θα αποδεκατιστεί καθώς ο ένας μετά τον άλλον θα αποφασίσουν να κάνουν το πέρασμα στη Δύση ακόμα και αν αυτό τους καταδικάζει σε ισόβιο αποκλεισμό από τη χώρα που τους γέννησε και από ό,τι έχουν αγαπήσει σε αυτήν.

Ενώ όμως οι φίλοι διασκορπίζονται σε Ευρώπη και Αμερική το κέντρο της αφήγησης παραμένει η Κούβα και το σπίτι στο Fontanar. Καμία ιστορία δεν αυτονομείται απόλυτα. Όλες καθορίζονται από την εκκίνηση τους στην σχεδόν μαγική Αβάνα.

Ο Παδούρα, χρησιμοποιώντας τα εφόδια που του παρέχει η προηγούμενη ενασχόληση του με το νουάρ μυθιστόρημα, ντύνει την ιστορία του με μια αίσθηση μυστηρίου, καλύπτοντας την με τα γκρίζα χρώματα στα οποία μας είχε συνηθίσει στα βιβλία που πρωταγωνιστεί ο ήρωας των πρώτων βιβλίων του, ο αστυνομικός Μάριο Κόντε.

Η αφήγηση ακολουθεί τη γνωστή πλέον πατέντα της χρονικής ανακολουθίας, την οποία ο Παδούρα χειρίζεται άψογα, σε σημείο που στον αναγνώστη φαίνεται σαν η μόνη δυνατή επιλογή και απαιτώντας από αυτόν μηδενική προσπάθεια προσαρμογής.

Οι σχεδόν 700 σελίδες (στην ισπανική έκδοση) δεν κουράζουν τον αναγνώστη, αφού ο τρόπος που εξελίσσονται οι ιστορίες, η καθεμία χωριστά αλλά και όλες μαζί, δημιουργούν το απαραίτητο κίνητρο στον αναγνώστη για να διαβάσει και την επόμενη σελίδα, δημιουργώντας του προσδοκίες, απορίες και την ελπίδα ότι στο τέλος όλα θα κυλίσουν καλά.

Ο Λεονάρντο Παδούρα, πάρα τη δυνατότητα που του παρέχει η μεγάλη απήχηση που έχουν τα βιβλία του σε Αμερική και Ευρώπη, δεν άφησε τη χώρα του για να κυνηγήσει μια ζωή με περισσότερες ανέσεις. Συνεχίζει να μένει και να εργάζεται στη Κούβα. Γι’ αυτό θεωρώ ότι είναι ο κατάλληλος για να γράψει για αυτήν την κουβανέζικη παρέα, από την οποία όλοι φεύγουν ενώ θέλουν να μείνουν, στην οποία ανήκουν χωρίς όμως να θέλουν να τη σκέφτονται, και η οποία τους θυμίζει τη χώρα τους που ενώ τους πληγώνει δεν μπορούν να σταματήσουν να αγαπούν. Ο Παδούρα γράφει για την Κούβα και μέσα στις γραμμές του βλέπουμε τη νοσταλγία ενός ονείρου, την επιθυμία γι’ αυτό που δεν έγινε. Οι φίλοι έφυγαν, ο καθένας κυνηγώντας κάτι που δεν θα βρει ακριβώς όπως το θέλει. Η ζωή δεν είναι άσπρη ή μαύρη και ο παράδεισος, στην αναζήτηση του οποίου έχει καταδικαστεί ο άνθρωπος να αναλώνεται, φαίνεται μάλλον να μην υπάρχει.