Monday, January 6, 2020

Mercè Rodoreda - Πλατεία Διαμαντιού


«Το κοχύλι ήταν στη μέση της κονσόλας, ήταν σαν να το άκουγα μ’ εκείνον τον ήχο της θάλασσας μέσα… ουουου… ουουου… και σκέφτηκα ότι ίσως αν δεν το έβαζες στο αυτί σου να μην ακουγόταν τίποτε από μέσα κι ότι αυτό δεν θα μπορούσες να το μάθεις ποτέ: αν μέσα στο θαλασσινό κοχύλι ακούγονταν κύματα όταν στην είσοδο της τρύπας δεν υπήρχε κανένα αυτί.» 


Η «Πλατεία Διαμαντιού», νουβέλα που εκδόθηκε το 1962, γραμμένη από την καταλανή συγγραφέα Μερσέ Ροδορέδα μεταφράστηκε στα ελληνικά και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καστανιώτη μόλις το 2019. To 1983, o Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραφε για τη Μερσέ: «Απ’ ότι φαίνεται, λίγοι εκτός Καταλονίας ξέρουν ποια ήταν αυτή η αόρατη γυναίκα που έγραφε, σε εξαιρετικά καταλανικά, όμορφα και σκληρά μυθιστορήματα που όμοια τους δεν βρίσκει κανείς εύκολα στις μέρες μας». 

Και όντως από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου οσμίζεσαι τη δύναμη του. Η Ναταλία, μόλις τελειώνει τη βάρδια της από τη δουλειά σε ένα ζαχαροπλαστείο, συνοδεύει τη φίλη της Ζουλιέτα σε έναν χορό. Είναι κουρασμένη και δεν θέλει ιδιαίτερα να πάει, αλλά δυσκολεύεται πάντα να αρνείται χάρες στους ανθρώπους. Η ευαίσθητη Ναταλία εκείνο το βράδυ θα γνωρίσει τον μελαχρινό, με τα μάτια πιθήκου Κιμέτ, και θα μετονομαστεί από αυτόν σε Κολομέτα (το μικρό περιστέρι), συμβολικό όνομα το οποίο συνδέεται άμεσα με τη μετέπειτα πλοκή αφού ο Κιμέτ θα μεταμορφώσει το μελλοντικό τους σπίτι σε περιστερώνα, φέρνοντας των κόσμο των πουλιών μέσα στον κόσμο των ανθρώπων. Ο Κιμέτ με την αποφασιστικότητα του μπαίνει σαν σίφουνας στην ζωή της Ναταλίας/Κολομέτα και η Μερσέ Ροδορέδα μας περιγράφει με τον ποιητικό της λόγο την κατάσταση που βιώνει η Κολομέτα από εκείνη την στιγμή και πέρα, από την εποχή της Δεύτερης Ισπανικής Δημοκρατίας, την περίοδο δηλαδή πριν τον εμφύλιο μέχρι και αρκετά χρόνια μετά από αυτόν. 

Η διήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο. Διαβάζουμε τον σπαρακτικό συνειρμικό μονόλογο της Κολομέτα, η αθωότητα του οποίου κάνει τον αναγνώστη να χωνεύει πιο δύσκολα τη σκληρή πραγματικότητα που βιώνει η ηρωίδα. Η αντίθεση ανάμεσα στις λυρικές περιγραφές της Μερσέ και στο σκληρό αντικείμενο αυτών των περιγραφών δημιουργεί ένα ακαταμάχητο κείμενο, το οποίο καλεί τον αναγνώστη να αμφιταλαντεύεται συνεχώς ανάμεσα στην απόλαυση που αντλεί από αυτήν την καθαρή τέχνη της γραφής και στην ανείπωτη λύπη που προκαλούν οι καταστάσεις που αντιμετωπίζει η Κολομέτα. 

Η Μερσέ Ροδορέδα καταφέρνει σε αυτό το βιβλίο να μεταφέρει στον αναγνώστη την εξωτερική πραγματικότητα μέσα από τα μάτια και την συνείδηση της ηρωίδας της, εμπλουτίζοντας έτσι αυτή την πραγματικότητα με τις σκέψεις, τους φόβους, τις αντιλήψεις και την απελπισία των ανθρώπων που την έζησαν. Η Κολομέτα είναι μια μικρή κοπέλα που παραδίδεται στο κύμα της ζωής χωρίς να ξέρει τι την περιμένει, χωρίς να έχει κανέναν να τη συμβουλέψει, με μοναδικό οδηγό το ένστικτο και με την αδυναμία της να λέει όχι. Η ανίσχυρη μικρή αυτή κοπέλα μου φάνηκε τεράστια στο τέλος του βιβλίου, σαν όλο αυτό που πέρασε, να μπήκε μέσα της και να την φούσκωσε, σαν ένα μπαλόνι γεμάτο ήλιον, που πετάει στον ουρανό χωρίς να μπορεί κανείς να το σταματήσει. Το κορίτσι που ο Κιμέτ μπορούσε να διαβάσει σαν ανοιχτό βιβλίο έγινε δυσπρόσιτο ακόμα και για τον προσεκτικό αναγνώστη. Κάθε σκέψη, κάθε φόβος έγραψε πάνω της αυτό το βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί. Εμένα με άγγιξε βαθιά. 




«Το απόγευμα πήγα να δω την κυρία Ενρικέτα και μου είπε ότι είχαμε ήδη κάνει ένα βήμα μπροστά και ότι ήταν σίγουρη ότι θα είχαμε ξανά βασιλιά. Μου έδωσε μισό αντίδι. Και ζούσαμε. Ακόμα ζούσαμε. Δεν ήξερα τίποτα απ’ όσα συνέβαιναν μέχρι που μια μέρα η κυρία Ενρικέτα ήρθε να μου πει ότι ήξερε σίγουρα πως είχαν τουφεκίσει τον Ματέου στη μέση της πλατείας, κι όταν τη ρώτησα στη μέση ποιας πλατείας γιατί δεν ήξερα τι να πω, είπε στη μέση μιας πλατείας αλλά δεν ήξερε στη μέση ποιας πλατείας, ναι, ναι, είναι αλήθεια, τους τουφεκίζουν όλους στη μέση μιας πλατείας. Ο δυνατός πόνος δεν βγήκε από μέσα μου μέχρι που πέρασαν πέντε λεπτά και είπα χαμηλόφωνα, θαρρείς και η ψυχή μόλις είχε πεθάνει μες στην καρδιά, αυτό δεν… αυτό δεν… Γιατί δεν γινόταν να έχουν τουφεκίσει τον Ματέου, εκεί στη μέση μιας πλατείας. Δεν ήταν δυνατόν! Κι η κυρία Ενρικέτα μου είπε ότι αν ήξερε πως θα το έπαιρνα τόσο άσχημα και θα χλόμιαζα τόσο στο πρόσωπο δεν θα μου είχε πει τίποτα.» 



Μετάφραση από τα καταλανικά: Ευρυβιάδης Σοφός
εκδ Καστανιώτη

No comments:

Post a Comment