Το βιβλίο του Μαραγκόπουλου «Η Μανία με την Άνοιξη» που είναι εμπνευσμένο από την «Χαμένη Άνοιξη» του Τσίρκα, μπορεί να διαβαστεί και αυτόνομα αλλά αποκτάει άλλη δυναμική όταν ο αναγνώστης το διαβάσει ως προέκταση της «Χαμένης Άνοιξης». Αυτό που ενώνει τα δύο βιβλία πέρα από την «Φλώρα», βασική ηρωίδα και των δύο, είναι η ενασχόληση τους με τις ανοιχτές πληγές της μετεμφυλιακής και μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας και η προσδοκία για μια πολιτική και κοινωνική «άνοιξη» που δεν λέει να έρθει. Διαβάζοντας τα δύο βιβλία σε συνέχεια ο αναγνώστης νιώθει ότι κάτω από τις λέξεις και πέρα από την απογοήτευση για τις χαμένες ευκαιρίες τα δύο βιβλία εκπέμπουν μία ελπίδα, μια πίστη στον άνθρωπο που πέρα από την πολιτική μπορεί να διακρίνει τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, έχοντας την δυνατότητα έτσι κάποτε, κάποια στιγμή και με τις σωστές συνθήκες να μπορέσει να ξεπεράσει τα εμπόδια και να δημιουργήσει μια αληθινά ελεύθερη κοινωνία.
Μετά την καταπληκτική του τριλογία «Ακυβέρνητες πολιτείες» ο Τσίρκας αποφάσισε να βάλει μπρος μια δεύτερη τριλογία που θα την ονομάσει «Δίσεκτα χρόνια» με σκοπό να καλύψει τα «δίσεκτα χρόνια» της Ελληνικής ιστορίας που ξεκινούν από τα «δεύτερα» Ιουλιανά του ‘65 και φτάνουν μέχρι την περίοδο της μεταπολίτευσης. Δυστυχώς ό θάνατος του Τσίρκα άφησε την τριλογία ανολοκλήρωτη. Μοναδικό αποδεικτικό της πρόθεσης του αποτελεί το πολύ όμορφο μυθιστόρημα του «Η χαμένη Άνοιξη», αυτό δηλαδή που προοριζόταν να είναι και το πρώτο της τριλογίας.
Δεν θα πω πολλά γι’ αυτό το βιβλίο γιατί με πιάνει ένα άγχος όταν πιάνω στο στόμα μου συγγραφείς αυτού του μεγέθους. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι διαβάζοντας το με κατέλαβε μια μελαγχολία και μια λύπη για αυτό που μας στέρησε ο θάνατος του Τσίρκα. Πολύ θα ήθελα να είχαν υπάρξει τα επόμενα δύο βιβλία της τριλογίας. Η δύναμη με την οποία έχει γραφτεί η «Χαμένη Άνοιξη» με κάνει να πιστεύω ότι η περιγραφή των χρόνων της δικτατορίας από την πένα του Τσίρκα θα άνοιγε έναν καινούριο δρόμο στην μοντέρνα πεζογραφία της Ελλάδας.
Το τόλμημα του Μαραγκόπουλου, να χρησιμοποιήσει την Φλώρα στο δικό του βιβλίο κάνοντας ένα χρονικό άλμα και τοποθετώντας την στην δεκαετία του 90 σε ένα νησί της Ελλάδας, αναζωπύρωσε την ελπίδα μου ότι μια τέτοια ιστορία και μια τέτοια προσωπικότητα σαν της Φλώρας δεν θα έμενε θαμμένη μαζί με τον αρχικό της δημιουργό.
Η Φλώρα του Μαραγκόπουλου είναι πια εξήντα χρονών, ώριμη και συνειδητοποιημένη κάτι που δεν μπορείς να πεις για την Φλώρα του Τσίρκα την νεαρή Αμερικανίδα, που τριγυρνάει στο κέντρο της Αθήνας μαζεύοντας εραστές, συχνάζοντας όπου υπάρχει ένα ποτήρι τσίπουρο και αδιαφορώντας παντελώς για τις πολιτικές συνθήκες γύρω της. Η Φλώρα του Τσίρκα είναι συγχρόνως μια επαναστατημένη αλλά και μια θυματοποιημένη γυναίκα. Έχει την δύναμη της σεξουαλικότητας της, βρίσκεται ένα βήμα πάνω από την καταπιεσμένη Ελληνίδα γυναίκα της δεκαετίας του 60, αλλά αυτή τη δύναμη αντί να την χρησιμοποιήσει για να απελευθερωθεί από τα δεσμά της πουριτανικής κοινωνίας, την στρέφει εναντίον του εαυτού της. Η ίδια η σεξουαλικότητα της την φθείρει. Δεν έχει την πνευματικότητα ακόμα να την χειριστεί υπέρ της. Τέτοιο δώρο, η ακομπλεξάριστη και χωρίς αναστολές ικανότητα απόλαυσης του έρωτα αναλώνεται σε άντρες που είναι ανίκανοι να το δεχτούν, καταπιεστικούς και εκμεταλλευτές, δεξιούς και αριστερούς, -δεν έχει σημασία η πολιτική ιδεολογία όταν μιλάμε για πουριτανισμό-, Έλληνες και ξένους. Η κοινωνία δεν είναι έτοιμη για μία Φλώρα. Ακόμα και ο Αντρέας, σύντροφος που επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από χρόνια στη Σοβιετική Ένωση βιάζεται να την περιορίσει και να την βάλει σε καλούπι πριν καν προλάβει να την γευτεί. Σε όλο το βιβλίο ένιωθα ότι η Φλώρα πρέπει να φύγει από αυτή τη πόλη που πνίγεται μέσα στα ίδια της απωθημένα, είτε αυτά είναι ηθικά, σεξουαλικά είτε πολιτικά. Η Φλώρα στα μάτια μου αντιπροσωπεύει την χαμένη άνοιξη.
Η Φλώρα που δεν ενδιαφέρεται για την πολιτική ζει την περίοδο πριν τα Ιουλιανά του ‘65 στην Αθήνα, μια πόλη μέσα σε οργασμό πολιτικών γεγονότων. Θέλει δεν θέλει, είναι μάρτυρας ενός σάπιου συστήματος και η συστηματική της στοχοποίηση από διάφορους άντρες του περιβάλλοντος της, που θέλουν να την χρησιμοποιήσουν ως πηγή πληροφόρησης την φέρνει μπροστά στην συνειδητοποίηση της αδυναμίας της. Η Φλώρα δεν είναι διατεθειμένη να πουλήσει την ψυχή της. Διαψεύδοντας όλους τους άντρες που πιστεύουν ότι μια γυναίκα ελεύθερης σεξουαλικής ηθικής είναι εύκολος στόχος εξαγοράς η Φλώρα φεύγει. Ο Τσίρκας πεθαίνει και εμείς δεν θα μάθουμε ποτέ πια τίποτα για την τύχη της.
Τουλάχιστον ένας ανυποψίαστος αναγνώστης έτσι θα πίστευε αν δεν είχε την τύχη να συναντήσει την «Μανία με την Άνοιξη» του Μαραγκόπουλου.
Τρεις δεκαετίες περίπου μετά βρίσκουμε την Φλώρα να ζει σε ένα ελληνικό νησί, δεν μαθαίνουμε ποιο, δεν έχει νόημα να μάθουμε, αφού το νησί αυτό δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, αντιπροσωπεύει θα μπορούσαμε να πούμε το φαντασιακό των περισσότερων αριστερών που πέρασαν από τον Εμφύλιο, ασπάστηκαν το όραμα του κουμμουνισμού και κατέληξαν να ζουν στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης. Το βιβλίο ξεκινάει με την περιγραφή μιας βίαιης επίθεσης χωρίς θύματα. Μία επίθεση σε κάποιο κτίριο, σε κάποια γραφεία, στην Αθήνα της μεταπολίτευσης, η εικόνα δεν είναι καθαρή. Θα ξεκαθαρίσει λίγο αργότερα όταν ο υπαίτιος αυτής της επίθεσης μαζί με μια ανομοιογενή παρέα θα μεταφερθούν σε ένα ελληνικό νησί (αυτό που αναφέρω πιο πάνω) χρησιμοποιώντας αυτή τη μετακίνηση ως προσωρινή παύση-αναστοχασμό της πρακτικής της βίας.
Από εκεί και πέρα το βιβλίο θα μπορούσε να πέσει σε τετριμμένη ηθικολογία, παρουσιάζοντας τους ήρωες να χαλαρώνουν και να στοχάζονται πάνω σε διάφορα θέματα μέσα σε ένα σκηνικό καλοκαιρινής ραστώνης που συνήθως ευνοεί τέτοιου είδους αμπελοφιλοσοφίες.
Σε αντίθεση όμως με αυτό ο Μαραγκόπουλος σταδιακά πλέκει τον ιστό που θα τυλιχτεί γύρω από κάθε έναν από τους ήρωες του βιβλίου φέρνοντας τους αντιμέτωπους με την πραγματικότητα αυτού του νησιού, αλλά πάνω από όλα με τα δικά τους πιστεύω. Οι δύο ήρωες του βιβλίου έχουν μεταφερθεί στον κόσμο που ονειρεύονται ως ιδανικό και οι άλλοι δύο ακολουθούν. Στο νησί που βρίσκονται δεν ισχύουν οι κοινωνικοί κανόνες της υπόλοιπης χώρας. Οι άνθρωποι είναι χαρωποί, δεν έχουν τον άγχος της παραγωγικότητας, δεν έχουν την πίεση του χρόνου που αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της καπιταλιστικής κοινωνίας, μοιράζονται πράγματα, διασκεδάζουν και μοιάζουν ευτυχισμένοι. Η Φλώρα, βασική φιγούρα του νησιού μαγνητίζει αλλά και απωθεί τον Σανιδόπουλο, ήρωα και άλλων βιβλίων του Μαραγκόπουλου, αριστερή φιγούρα που θα μπορούσαμε να αντιπαραθέσουμε στον Αντρέα του Τσίρκα, τουλάχιστον όσον αφορά την πορεία της αυτοεξορίας τους από την Ελλάδα για πολιτικούς λόγους και την επιστροφή τους μετά σε αυτήν. Το νησί όμως έχει τα δικά του κρυμμένα τέρατα τα οποία θα αρχίσουν σταδιακά να γίνονται αντιληπτά από τους τέσσερις φίλους μας, όχι όμως με την ίδια ένταση από τον καθένα.
Στο βιβλίο του Μαραγκόπουλου η Φλώρα πλέον έχει αποκτήσει δύναμη, ωριμότητα και ελευθερία. Έχοντας περάσει από αρκετές δυσκολίες έχει καταφέρει να είναι πλήρως αποδεκτή από τους κατοίκους του νησιού και όχι μόνο. Έχει αποκτήσει εξουσία πάνω σε αυτούς. Τους γοητεύει η δύναμη που δίνει σε κάποιον η απουσία του φόβου. Η Φλώρα έχει την σιγουριά του ανθρώπου που δεν έχει πια τίποτα άλλο να χάσει. Και αυτή η σιγουριά όταν δεν συνοδεύεται από πολιτική σύνεση μπορεί να αποβεί πολύ επικίνδυνη.
Η Φλώρα ώριμη πλέον και σεξουαλικά συνειδητοποιημένη σωματοποιεί τη ζωή ως δύναμη και ως βία. Η ωμή βία, η πρωτόγονη απόλαυση πέρα από περιορισμούς, η ένταση της τιμωρίας πέρα από ηθική. Η Φλώρα πέρα από κάθε ηλικία, γλυκιά, αιώνια, άφθαρτη και ανίκητη. Η ζωή που χτυπά χωρίς αριστοτελικές μεσότητες. Το απόλυτο καλό και το απόλυτο κακό. Η δύναμη που παλεύει να δημιουργήσει μια νέα ζωή, μέσα από το παράδοξο της απαξίωσης της. Η Φλώρα θα νικηθεί μόνο μέσα από την κοινωνική απόρριψη. Όσο έχει τον κόσμο μαζί της δεν είναι μια απλή θνητή. Αλλά και οι θεοί κάνουν λάθη, με την διαφορά ότι εκείνοι έχουν την δυνατότητα να τα διορθώνουν.
Στην «Μανία με την Άνοιξη» αναφύονται σημαντικά θέματα που έχουν απασχολήσει την κοινωνία μας την εποχή της μεταπολίτευσης με σημαντικότερο το δικαίωμα της άσκησης βίας από τους πολίτες όταν η εξουσία δεν έχει καταφέρει ή δεν έχει θελήσει να βάλει τα πράγματα στην θέση τους. Μέσα από την ιστορία αυτού του νησιού λοιπόν καταλαβαίνουμε ότι το ουσιαστικό θέμα το οποίο θίγεται εδώ είναι η ανικανότητα της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής να ξεπεράσει με ικανοποιητικό τρόπο τα τραύματα του εμφυλίου και της δικτατορίας και να μεταβεί ομαλά σε μια δημοκρατική κοινωνία αποδεκτή από το σύνολο των πολιτών. Ποιος όμως δίνει το δικαίωμα στην πολίτη-τιμωρό να προσπαθήσει να φέρει την πολυπόθητη δικαιοσύνη και τί δικαιοσύνη είναι αυτή όταν πατάει στις πλάτες αθώων ανθρώπων βασιζόμενη σε θεμέλια καθαρά αντιδημοκρατικά; Πάνω σε ποια ιδεολογική βάση μπορεί να στηριχτεί η αυθαίρετη και ανά περίπτωση χρήση βίας από τον απλό πολίτη; Από την άλλη, ποια είναι η δύναμη του απλού πολίτη απέναντι σε ένα διεφθαρμένο κράτος, όταν ακόμα και η ψήφος του είναι απλώς άλλο ένα κομμάτι χαρτιού που λειτουργεί ως συγχωροχάρτι για τις βρώμικες πρακτικές των πολιτικών; Και αν όχι η βία, ποιος είναι ο τρόπος για να προστατευτούν τα βασικά δικαιώματα των φτωχών, των καταπιεσμένων και των ανελεύθερων ανθρώπων;
Αυτή η κουβέντα ποτέ δεν τελειώνει. Είναι ο Σίσυφος του καιρού μας.
Τουλάχιστον μέχρι να βρούμε την απάντηση θα πρότεινα να διαβάσουμε αυτά τα δύο σπάνια βιβλία, που αποπνέουν «άνοιξη» μέσα στον ιδεολογικό χειμώνα των καιρών μας.
No comments:
Post a Comment