Sunday, March 31, 2019

Agatha Christie - «Ανοιξιάτικη Απουσία» - (Οι δυο ζωές μας – θα μπορούσε να ήταν…)

Την Agatha Christie οι περισσότεροι την γνωρίζουμε από την αστυνομική λογοτεχνία. Προσωπικά την γνώρισα μέσα από τα κίτρινα βιβλιαράκια των εκδόσεων Λυχνάρι, που μου έκαναν παρέα τα ζεστά καλοκαίρια στο νησί των Σπετσών όπου συνηθίζαμε οικογενειακώς να περνάμε τις διακοπές μας. Ο Ηρακλής Πουαρό και η Μις Μαρπλ που ξεπήδησαν μέσα από αυτά, αποτελούν πλέον ήρωες που λειτουργούν αυτόνομα, μη έχοντας ανάγκη πλέον την δημιουργό τους. Μπορούν να θεωρηθούν αρχέτυπα για πλήθος άλλους ήρωες που ακολούθησαν το παράδειγμα τους ψάχνοντας να ανακαλύψουν  τον δολοφόνο στο πρόσωπο του ενός ή του άλλου ευυπόληπτου και πέραν πάσης υποψίας χαρακτήρα.
Πριν από λίγο καιρό όμως ενώ περιφερόμουν στο πανηγύρι του Αγίου Χαραλάμπους, δίπλα από το σπίτι μου, στον πάγκο με τα βιβλία εντόπισα μια νέα σειρά τίτλων της Agatha Christie σε μετάφραση του Αυγούστου Κορτώ. Αυτό που με μπέρδεψε ήταν ότι ακριβώς κάτω από το όνομα της Agatha Christie ήταν γραμμένο το όνομα μιας Mary Westmacott. Ποια από τις δύο ήταν η συγγραφέας του βιβλίου; Μια μικρή ματιά στο εσώφυλλο μου έδωσε την απάντηση που έψαχνα. Η Agatha Christie το 1930 αποφάσισε να ξεφύγει λίγο από την αστυνομική λογοτεχνία και να δοκιμάσει την πένα της σε έξι μυθιστορήματα χωρίς θύμα, ύποπτο και δολοφόνο. Θέλοντας να πειραματιστεί χωρίς το βάρος που θα της πρόσθετε το όνομα της, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο.
Το βιβλίο η «Ανοιξιάτικη Απουσία» διηγείται την ζωή μιας γυναίκας, της Τζόαν Σκάνταμορ,  μητέρας με τρία παιδιά και έναν καθώς πρέπει γάμο, μέσα από το πρίσμα δύο διαφορετικών οπτικών. Και οι δύο οπτικές ανήκουν στον ίδιο άνθρωπο, στην ίδια την Τζόαν δηλαδή, αλλά υιοθετούνται μέσα από μια εντελώς διαφορετική διαδικασία.
Η  πρώτη οπτική αντιστοιχεί ουσιαστικά στο βλέμμα που δεν βλέπει, το βλέμμα που θολωμένο από την ρουτίνα δεν εξετάζει, δεν απορεί, δεν έχει χρόνο να διυλίσει, το βλέμμα το οποίο ξεπερνάει η ίδια η πραγματικότητα αφήνοντας το νεκρό, άδειο, πειθήνιο. Η ζωή πολλές φορές μας κυνηγάει, χωρίς να μας αφήνει να πάρουμε ανάσα, μας αναγκάζει να την δεχτούμε, φοβούμενοι τον άγνωστο εαυτό που μπορεί να αντικρύσουμε αν σταματήσουμε και δώσουμε βαρύτητα σε ένα «ίσως», ένα «μπορεί», ή ένα «γιατί». Πόσο συνηθισμένο είναι να ζούμε την ζωή μας χρόνια ολόκληρα, πιστεύοντας πραγματικά ότι όλα είναι «όπως πρέπει», και ότι αυτά τα τσιμπήματα που μας ξυπνάνε κάποια βράδια είναι απλώς τερτίπια της ευαίσθητης ιδιοσυγκρασίας μας;.
Η δεύτερη οπτική είναι αυτή που δημιουργείται όταν αναγκαζόμαστε να υποστούμε την επιρροή του σταματημένου χρόνου, του χρόνου που δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε καθώς μας αναγκάζει να υπάρξουμε μόνοι μας, εμείς και ο εαυτός μας, χωρίς καμιά βοήθεια, χωρίς κανέναν αντιπερισπασμό που θα μπορούσε να αποτρέψει την καθαρή ματιά σε ό,τι έχουμε ζήσει. Ο χρόνος ακυρώνει απόλυτα αυτό το «κάτι» που θα μπορούσε να μας γλυτώσει από το να αντικρούσουμε γυμνή την ζωή που τόσα χρόνια πασχίζαμε να σκεπάσουμε.
Η ίδια γυναίκα, δύο διαφορετικές ζωές. Η Αγκάθα Κρίστι χειρίζεται άριστα τη ζυγαριά που ταλαντεύεται ανάμεσα στις δύο αυτές ζωές της Τζόαν.
Η Τζόαν γυρνάει από τη Βαγδάτη στο Λονδίνο, μετά από  μια επίσκεψη στην κόρη της που διαμένει εκεί με τον σύζυγο της. Ατυχή γεγονότα θα την καθηλώσουν σε ένα μικρό πανδοχείο στη άκρη της ερήμου, χωρίς παρέα, χωρίς βιβλία, χωρίς καν κάποιο επιτραπέζιο παιχνίδι που θα μπορούσε να ξεγελάσει τον αμείλικτο χρόνο. Το μυαλό στην απομόνωση, εκεί που ο χρόνος σταματάει,  μπορεί να γίνει φίλος ή εχθρός. Η Τζόαν τις ημέρες της αναμονής της, αναγκάζεται να κάνει αυτόν τον αναστοχασμό που έχει αμελήσει τόσα χρόνια μέσα στο αδιάκοπο κυνήγι των υποχρεώσεων. Η έρημος και ο σταματημένος χρόνος την αναγκάζουν να βγει έξω από τον χρόνο και να κοιτάξει την ζωή της από μακριά, σχεδόν σαν να ίπταται πάνω από αυτήν, σχεδόν σαν να την έβλεπε με τα μάτια ενός πουλιού που πετώντας από πάνω από τους ανθρώπους βλέπει μόνο κινήσεις χωρίς να πιάνεται στα δίχτυα των ειπωμένων λέξεων. Η απόσταση αλλοιώνει ή διασαφηνίζει τα γεγονότα; Η ζέστη της ερήμου δημιουργεί αντικατοπτρισμούς, όπως και η έλλειψη ερεθισμάτων οδηγεί σε οπτικές παραισθήσεις. Η απουσία του χρόνου μπορεί να δημιουργήσει την παραίσθηση ότι η ζωή μας είναι εντάξει αλλά και η περίσσια του μπορεί να μας αποπροσανατολίσει ζαλίζοντας μας.
Το σίγουρο είναι ότι η Τζόαν γυρνώντας στο Λονδίνο θα πρέπει να επιλέξει ποια είναι η πραγματικότητα που προτιμάει να δει, επιλογή που πρέπει να κάνει ο καθένας μας άλλωστε όταν έρθει αντιμέτωπος με τις αλήθειες της ζωής του. Πόσοι από εμάς αλήθεια έχουν το θάρρος να τις δουν και ακόμα περισσότερο να τις αντιμετωπίσουν;

Το βιβλίο το αγόρασα με σκοπό να το χαρίσω στην αδερφή μου που ξέρω πόσο της αρέσει η Agatha Christie. Έτσι από την έννοια μου ότι δεν θα προλάβω να το διαβάσω, το διάβασα σε μια μέρα. Ο χρόνος τα καθορίζει όλα τελικά. 


«Ήταν όντως αλήθεια; Ή μήπως όχι; Δεν ήθελε να είναι αλήθεια.
Έπρεπε να αποφασίσει -να καταλήξει…
Ο ήλιος -σκέφτηκε η Τζόαν -, την είχε βαρέσει ο καυτός ήλιος. Είναι γνωστό ότι η ηλίαση προκαλεί παραισθήσεις…
Να τρέχει μέσα στην έρημο… να σωριάζεται στα τέσσερα…να προσεύχεται…
Είχαν όντως συμβεί όλα αυτά;
Ή μήπως η μόνη πραγματικότητα ήταν αυτή που βίωνε τώρα εδώ;
Τρέλα -σκέτη τρέλα ήταν τα όσα είχε πιστέψει. Πόσο βολικό, πόσο ευχάριστο, το να επιστρέφεις στην Αγγλία και να νιώθεις ότι δεν έλειψες ούτε μια μέρα. Πως όλα ήταν ίδια κι απαράλλαχτα όπως τα ‘χες μέσα στο μυαλό σου…
(…………………)
                              Ποιο σχήμα όμως; Ποιο; Έπρεπε να καταλήξει σε κάποιο.»



2 comments:

  1. κάθε φορά που διαβάζω τα σχόλιά σου για κάποιο βιβλίο αναρωτιέμαι πύ κρυβόταν το ταλέντο σου όταν πήγαινες σχολείο;;; :-) Αστειεύομαι. Πραγματικά μου ξυπνάς το ενδιαφέρον να διαβάσω το βιβλίο ακόμα κι αν το έχω διαβάσει παλιά..τώρα θα το δω με τη δική σου ματιά.

    ReplyDelete