«Δεν υπήρξαν λόγια, ούτε αγκαλιές, ούτε συναισθηματικές εκδηλώσεις. Αλλά όταν γύριζαν με το αυτοκίνητο, περνώντας μπροστά από ένα άδειο παγωτατζίδικο, μπροστά από τις χρωματιστές διαφημίσεις των γεύσεων των παγωτών – avellana, turron, stracciatela, leche merengada, leche frutti- ο θείος (Πατέρας) είπε παραμιλώντας: της άρεσαν τόσο πολύ τα παγωτά, της φτωχής μου Λώρα, και εγώ της τα είχα απαγορέψει»
Η πρώτη μου επαφή με βιβλίο της Σάρα Μέσα ήταν με το «Ένας έρωτας», βιβλίο που μου έφερε από την Ισπανία ένας φίλος όταν ακόμα το όνομα της Μέσα δεν μου έλεγε τίποτα. Τότε στην Ελλάδα ήταν άγνωστη αφού τα βιβλία της δεν είχαν ακόμα μεταφραστεί.
Το θέμα του βιβλίου ήταν σχετικά «πιασάρικο» αφού αφορούσε τη μετακόμιση μιας κοπέλας από την πόλη στην επαρχία, μια φυγή από γεγονότα επιβαρυντικά για την ίδια, την επιδίωξη μιας νέας αρχής, την επαφή με τη φύση, την επιστροφή στο απλό, θέματα που βρίσκονται τα τελευταία χρόνια στο θυμικό πολλών κουρασμένων αστών.
Όμως η ιστορία που έκτισε η Σάρα Μέσα, προχώρησε πιο βαθιά από μια αντιπαράθεση των δύο διαφορετικών τρόπων ζωής της πόλης και του χωριού, σκάβοντας αρκετά στον πυρήνα ανθρώπινων καταστάσεων και δημιουργώντας χαρακτήρες που ενώ σε πρώτη φάση μπορεί να φαίνονται αρκετά τραβηγμένοι, σχεδιασμένοι περισσότερο για να εξυπηρετήσουν την ιστορία, σταδιακά ο αναγνώστης αρχίζει και αντιλαμβάνεται ότι πέρα από την λειτουργικότητα τους οι χαρακτήρες αυτοί αποτελούν το απόσταγμα μιας πολύ προσεκτικής παρατήρησης της ανθρώπινης φύσης.
Δεν μπορώ να πω πολλά περισσότερα για αυτό το βιβλίο, μιας και το έχω διαβάσει αρκετά χρόνια πριν και οι λεπτομέρειες έχουν αρχίσει και σβήνουν από το μυαλό μου. Όμως το φετινό καλοκαίρι διάβασα το καινούριο της βιβλίο το οποίο πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ίκαρος ( όπως και το Ένας έρωτας) σε μετάφραση της Μαρίας Παλαιολόγου. Το έναυσμα για αυτήν την ανάγνωση μου δόθηκε με αφορμή την παρακολούθηση της παρουσίασης του από την ίδια τη Σάρα Μέσα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ LEA ένα όμορφο καλοκαιρινό σούρουπο στη δροσερή ταράτσα του Ινστιτούτου Θερβάντες.
Η Σάρα Μέσα ως παρουσία μου φάνηκε τόσο αινιγματική όσο τα βιβλία της και μου άρεσε πολύ ο λόγος της και η ηρεμία της. Τόλμησα να μιλήσω μαζί της και να της ζητήσω να υπογράψει το αντίτυπο μου, κάτι που δεν το κάνω συχνά.
Το θέμα και αυτού του βιβλίου είναι ένα θέμα αρκετά χρησιμοποιημένο από τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία. Η Μέσα δεν φοβάται να χρησιμοποιήσει «φθαρμένα» θέματα και να δώσει σε αυτά το δικό της στίγμα. Η ιστορία είναι απλή. Μια οικογένεια αρκετά συνηθισμένη με έναν πατέρα αρκετά ηγεμονικό, μια σύζυγο που τον ακολουθεί σε ό,τι αποφασίζει και τέσσερα παιδιά, δύο αγόρια, ένα κορίτσι και η Μαρτίνα η υιοθετημένη ανιψιά από την πλευρά της μητέρας που μεγαλώνουν κάτω από την αυστηρή καθοδήγηση τους.
Η οικογένεια ακολουθεί τα δικά της αξιακά συστήματα που αποκλίνουν από την κατά τον πατέρα καπιταλιστικά αλλοτριωμένη κοινωνία, ο πατέρας έχει ως ίνδαλμα τον Γκάντι, η οικογένεια ζει λιτά χωρίς τηλέφωνο και τηλεόραση, τα παιδιά δεν επιτρέπεται να παίζουν στον δρόμο με τα άλλα παιδιά και όλος ο ελεύθερος χρόνος πρέπει να αξιοποιείται με τέτοιο τρόπο ώστε να εκπαιδεύει και όχι να αποβλακώνει. Η λίστα των επιτρεπόμενων βιβλίων καθορίζεται από τον Πατέρα και η Μαρτίνα θα ανακαλύψει λίγο μετά από την ένταξη της σε αυτή την οικογένεια ότι ακόμα και το ημερολόγιο της πρέπει να μένει ανοιχτό και προσβάσιμο. Θα το ανακαλύψει μαζί με τον αναγνώστη στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που ακολουθεί αμέσως μετά από μια δισέλιδη εισαγωγή στην οποία δεν καταλαβαίνουμε αρχικά ποιος ακριβώς διηγείται και τι ακριβώς προσπαθεί να αποφύγει. Μια εισαγωγή δηλαδή σε αυτόν ακριβώς τον απροσδιόριστο φόβο που ακολουθεί όλες τις περιπτώσεις κρυφής και σιωπηλής κακοποίησης. Η Μαρτίνα έχει αγοράσει ένα ημερολόγιο με κλειδαριά για να γράφει τις σκέψεις της. Όταν αυτό γίνεται αντιληπτό από τον Πατέρα (με κεφαλαίο Π και στο βιβλίο), η Μαρτίνα αναγκάζεται να ακούσει ένα αρκετά επικριτικό αλλά πολύ ευγενικό λογίδριο, στο οποίο θα της εξηγηθεί με επιχειρήματα γιατί δεν χρειάζεται να κλειδώνει το ημερολόγιο, να της υπονοηθεί ότι αυτό που έκανε είναι αρκετά μεμπτό, να αναγκαστεί να δεχτεί ότι δεν κινδυνεύει από κανέναν σε αυτή την οικογένεια και ότι οι άνθρωποι που δεν έχουν κάνει κανένα κακό δεν χρειάζεται να κρύβονται. Στο κεφάλαιο λοιπόν του βιβλίου που τιτλοφορείται « Σε αυτή την οικογένεια δεν υπάρχουν μυστικά!» η Μαρτίνα μαζί με εμάς καταλαβαίνει ότι έχει κάνει κάτι που έθιξε την οικογένεια, έχει προσβάλει με κάποιο τρόπο τους θετούς της γονείς, υπονοώντας έμμεσα ότι κάποιος θα μπορούσε να διαβάσει το ξεκλείδωτο ημερολόγιο της αλλά συγχρόνως έχει καταλάβει ότι ναι, είναι δικαίωμα του καθενός να το διαβάσει, δεν θα ήταν κακό αφού αν είναι σωστή δεν έχει τίποτα να κρύψει. Μέσα από την αφήγηση λοιπόν μιας τόσο απλής σκηνής, ήδη ο αναγνώστης έχει έρθει σε επαφή με τον παραλογισμό και τη δύναμη της ψυχολογικής κακοποίησης. Το θύμα πρέπει για να επιβιώσει να δεχτεί τη λογική του θύτη ακόμα και αν αυτή είναι παράλογη. Η κλειδαριά δεν χρειάζεται γιατί δεν θα διαβάσει κανείς χωρίς την έγκριση της το ημερολόγιο, είναι προσβολή ότι η Μαρτίνα το υπονόησε χρησιμοποιώντας την κλειδαριά, όμως ο Πατέρας θα ήθελε και θα τον ευχαριστούσε να το διαβάσει και δεν είναι κακό και να το κάνει τελικά. Δεν υπάρχει λογική στην καταπίεση και στην επιβολή.
Στο βιβλίο εξελίσσονται ταυτόχρονα οι ιστορίες των τεσσάρων παιδιών όταν πλέον έχουν ενηλικιωθεί ενώ παράλληλα μέσω των αναμνήσεων τους παρακολουθούμε και την παιδική τους ηλικία. Οι ιστορίες τους είναι όλες χωρίς αρχή και τέλος, μοιάζουν με ένα φωτογραφικό κλικ που έχει αποθανατίσει ένα πολύ μικρό μέρος της ζωής τους. Δημιουργούν στον αναγνώστη την επιθυμία να μάθει και το υπόλοιπο της ιστορίας. Θα μπορούσε άνετα η Μέσα να γράψει ένα βιβλίο με τις διπλάσιες σελίδες, δεν το έκανε όμως, και με αυτόν τον τρόπο, επιλέγοντας να διηγηθεί μόνο τα απολύτως απαραίτητα έκανε την ιστορία αυτής της οικογένειας πολύ πιο δυνατή και οικουμενική αφήνοντας τα υπόλοιπα να τα συμπληρώσει ο κάθε αναγνώστης.
Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψεις τη δυναμική που επιτρέπει τη δημιουργία αυτού του είδους των σχέσεων μέσα σε οικογένειες και ζευγάρια όπως και το γιατί το θύμα ακολουθεί τις οδηγίες και την κοσμοθεωρία του θύτη. Ακόμα και σήμερα που όλες οι σχέσεις αναλύονται πολύ περισσότερο από ό,τι γινόταν στο παρελθόν, μεγάλο κομμάτι του κόσμου δεν μπορεί να καταλάβει σε ποιον πέφτει τελικά η ευθύνη της υποταγής ειδικά όταν μιλάμε για σχέσεις ενηλίκων. Γιατί αυτός που εξουσιάζεται, δέχεται να υποταχτεί, ειδικά όταν δεν υπάρχει φυσικός εξαναγκασμός; Είναι πολύ δύσκολο σε κάποιον που βρίσκεται έξω από την οικογένεια να καταλάβει τι γίνεται μέσα. Και είναι πολύ πιο εύκολο να κρίνει αρνητικά τελικά το θύμα που «επιλέγει» την υποταγή του, πάρα τον θύτη που δεν έχει αφήσει ίχνη εξαναγκασμου.
"-Αλλά γιατί το ανέχεστε όλο αυτό; Είστε ήδη ενήλικες. Όλη τη νύχτα χωρίς ύπνο και να σας μιλάει; Γιατί δεν φύγατε; Ήσασταν τέσσερις και αυτός ένας. Σας είχε δέσει στη καρέκλα ή τι;
-Όχι! Δεμένοι δεν ήμασταν! Δεν καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις, δεν καταλαβαίνεις τίποτα!
Απελπισμένος, της έριξε μια τελευταία θυμωμένη ματιά πριν γυρίσει να φύγει τρέχοντας. Χωρίς ούτε καν να την αγγίξει εκείνη αισθάνθηκε σαν να την έσπρωξε στον τοίχο όπως είχε γίνει τόσα χρόνια πριν. Εκείνη τον είχε τσαντίσει με τον ίδιο τρόπο. Έμμεσα τον είχε αποκαλέσει δειλό. Υπάρχει ένα είδος έλλειψης κατανόησης που συνδέεται πάντα με την ηθική λογοκρισία. Αυτή ήταν η δική της.»
Η Μαρτίνα, που δεν γεννήθηκε σε αυτή την οικογένεια είναι το μόνο παιδί που μπορεί να διακρίνει ότι κάτι δεν πάει καλά. Τα υπόλοιπα παιδιά είναι εντελώς μπλεγμένα στο νοητό δίχτυ που τυλίγει την οικογένεια. Οι μετέπειτα ιστορίες τους δείχνουν σε κάποιες περιπτώσεις την επανάληψη αυτής της πατέντας και σε άλλες την κάθετη απόρριψη της όμως όχι πάντα με τα καλύτερα αποτελέσματα.
Είμαστε αυτοί που θέλουμε αλλά και αυτοί που δεν θέλουμε. Δεν θα έπρεπε να είναι τόσο δύσκολο να γίνει αυτό κατανοητό.
«Η Μαρτίνα βλεφαρίζοντας γρήγορα, χαμογέλασε φοβισμένη.
-Συγνώμη – είπε.-Συγνώμη για ποιο πράγμα;
Χωρίς να ξέρει γιατί, ήταν σίγουρη: χρειαζόταν τη συγχώρεση του, παρόλο που δεν καταλάβαινε για ποιο λάθος ή απρέπεια της.
Ο Πατέρας πρέπει να τη λυπήθηκε βλέποντας την τόσο στεναχωρημένη. Ξεστάυρωσε τα χέρια, την πλησίασε και περίμενε η μικρή, από μόνη της, και όπως ήταν φυσικό, να τον αγκαλιάσει.»