«Ο κόσμος είναι εφήμερος και όμορφος, έτσι δεν είναι;» λέει εκείνος.
«Αλλά στη θέση αυτού του εφήμερου και όμορφου κόσμου, ο Πλάτωνας προτιμούσε έναν κόσμο αιώνιο και όμορφο»
Είχα διαβάσει το μυθιστόρημα της Han Kang «Η χορτοφάγος». Με αυτό τη γνώρισα, όπως νομίζω και μεγάλο μέρος των Ελλήνων αναγνωστών. Με είχε σοκάρει τότε θυμάμαι η γραφή της, την είχα θαυμάσει για τον τρόπο που κατάφερε να απεικονίσει την ενσωματωμένη κοινωνική βία με μια καθαρά γυναικεία φωνή.
Το επόμενο βιβλίο της με τίτλο «Μαθήματα ελληνικών» μου αρέσει ακόμα περισσότερο. Όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα γύρισα αργά τα φύλλα και ξανάρχισα να διαβάζω το βιβλίο από την αρχή. Δεν ξέρω αν ο λόγος που το έκανα αυτό ήταν μια μικρή δυσκολία κατανόησης ή η αδυναμία μου να το αφήσω από τα χέρια μου. Η δεύτερη ανάγνωση ήταν πιο απολαυστική από την πρώτη και μου επέτρεψε να επικεντρωθώ στις λέξεις χωρίς να χρειάζεται να παρακολουθώ την πλοκή. Εξαιτίας της ποιητικής γραφής της Han Kang, το βιβλίο αντέχει αρκετές συνεχόμενες αναγνώσεις. Ένιωθα διαβάζοντας το, να βυθίζομαι σε έναν αναγνωστικό διαλογισμό, μια συνειδησιακή κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει στον αναγνώστη ο επαναλλαμβανόμενος ρυθμός ενός ποιήματος. Μου προκάλεσε τα ίδια συναισθήματα που μου προκαλεί μια ταινία των Venders και Jarmous. Έβλεπα ανθρώπους μόνους να κινούνται πάνω σε μια επιφάνεια σε μια ταινία χωρίς ήχο. Δύο κλειστά συστήματα εν κινήσει.
Στο βιβλίο βλέπουμε μια γυναίκα που έχει χάσει την ικανότητα της ομιλίας και έναν άντρα που σταδιακά και με απόλυτη επίγνωση της κατάστασης του, τυφλώνεται. Ονόματα δεν ξέρουμε. Είναι αυτή και αυτός, δύο άνθρωποι που κουβαλούν ο καθένας τον κόσμο τους. Όπως και στη Χορτοφάγο, έτσι και εδώ η Han Kang αυτό που ουσιαστικά περιγράφει είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπων με τον κόσμο. Στη Χορτοφάγο το μέσο της αλληλεπίδρασης ήταν η τροφή και η πράξη ήταν η άρνηση της, στο τωρινό βιβλίο βλέπουμε να διαταράσσονται βασικές αντιληπτικές ικανότητες του ατόμου όπως η όραση και η ομιλία. Το ανθρώπινο σύστημα «κλείνει» με πρόθεση ή χωρίς. Ο άντρας σιγά σιγά κλείνει σαν στρείδι αφήνοντας τον κόσμο των φαινομένων εκτός. Η γυναίκα αρνείται τον ήχο, σε μια ύστατη προσπάθεια προστασίας από τον πόνο. Και οι δύο είναι μέσα στον κόσμο αλλά συγχρόνως είναι όλο και περισσότερο μέσα στο δικό τους καβούκι. Η σκέψη γίνεται προ-γλωσσική, η όραση χάνει τη μνήμη και βασίζεται όλο και περισσότερο στις γλωσσικές περιγραφές. Οι δύο αυτοί άνθρωποι συναντιούνται και επικοινωνούν επειδή και οι δύο βρίσκονται σε έναν κόσμο έλλειψης.
Μερικές φορές σκέφτεται τον εαυτό της σαν κάποιο είδος ουσίας, ένα κινούμενο υγρό ή στερεό κομμάτι, περισσότερο από ότι ως άνθρωπο. Όταν τρώει ζεστό ρύζι, αισθάνεται ότι και η ίδια γίνεται ρύζι, και όταν πλένει το πρόσωπο της με κρύο νερό, τίποτα δεν τη διαχωρίζει με αυτό το νερό. Συγχρόνως γνωρίζει ότι δεν είναι ούτε ρύζι, ούτε νερό, αλλά μια σκληρή και στέρεη ύλη που δεν θα αναμειχθεί ποτέ με κανένα άλλο έμβιο ή άβιο ον.
Τα όρια ανάμεσα στον κόσμο και τον άνθρωπο γίνονται θολά. Ο άνθρωπος γίνεται ένα κομμάτι αυτού του κόσμου, μια ενέργεια που ανταλλάσσεται. Όλο το βιβλίο είναι γεμάτο από περιγραφές της σιωπής, του σκοταδιού, της νύχτας και του έντονου καυτού ήλιου. Μέσα από τις αδυναμίες των δύο ηρών η Han Kang καταφέρνει και κάνει πιο έντονο τον κόσμο της πραγματικότητας. Πιο έντονο το φως και το σκοτάδι, τον ήχο και τη σιωπή. Η έλλειψη διαμορφώνει τον άντρα και τη γυναικά αλλά και τον κόσμο γύρω τους. Αυτό είναι μάλλον που με έκανε να το διαβάσω ξανά αμέσως μόλις το τελείωσα. Οι εικόνες ζωντάνευαν, η ζέστη με ζέσταινε, το φως με τύφλωνε, η σιωπή με απέλπιζε. Οι άνθρωποι είναι ένα με τον κόσμο, μέχρι να αποφασίσουν να μην είναι. Το σύστημα κλείνει από μέσα και απέξω. Η μνημόνευση από τη γυναίκα ενός καλειδοσκόπιου φέρνει την επίγνωση ότι στο παρελθόν οι λέξεις τη βοηθούσαν να ενώσει τις εικόνες και τις εμπειρίες. Στον τωρινό μη γλωσσικό της κόσμο, οι εμπειρίες της μοιάζουν σαν τα χρωματιστά χαρτάκια μέσα στο καλειδοσκόπιο, η μια δίπλα στην άλλη χωρίς σύνδεση και χωρίς χρονική αλληλουχία.
Σκέφτεσαι ποτέ την παραδοξότητα αυτού του πράγματος;
Το ότι τα σώματα μας έχουν βλέφαρα και χείλη,
το ότι μπορούν κάποιες φορές να αναγκαστούν να κλείσουν απέξω
και άλλες φορές να κλειδώνουν από μέσα.
Ο κόσμος ζωντανεύει στις σελίδες της Kan μέσα από την ησυχία ενός νεκρού μικρού κοτόπουλου, την επιβολή του ήχου στη σιωπή και το κάψιμο των ματιών όταν αντικρύζουμε τον ήλιο με γυμνά μάτια, πράξη που φέρνει και την πιο άμεση και αδιαμεσολάβητη επαφή μας με τον έξω κόσμο, μια επαφή εν δυνάμει αβάσταχτη.
Αυτή η αβάσταχτη επαφή νιώθω ότι αποτελεί και τον πυρήνα του έργου της Kan. Η περιγραφή της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου, ο φόβος του θανάτου αλλά και της επιβίωσης, η θέση μας σε σχέση με το σύμπαν και τον θεό και τέλος η δική μας ικανότητα να ορίζουμε τον εαυτό μας.
Ήδη ανυπομονώ για το επόμενο βιβλίο της.
Εδώ τώρα είναι νύχτα.
Ακούω το CD σου σε χαμηλή ένταση, με το παράθυρο ανοιχτό, σιγομουρμουρίζοντας, καθώς γράφω αυτό το γράμμα.
Θυμάσαι καθόλου τα καλοκαιρινά βράδια εδώ;
Το δροσερό αναζωογονητικό αεράκι, που λες και μας αποζημιώνει για τη ζέστη της ημέρας.
Το βαθύ σκοτάδι.
Τα σοκάκια που γεμίζουν από τη μυρωδιά του γρασιδιού που εκλύεται από τον χυμό των πλατύφυλλων δέντρων.
Τον θόρυβο από τις μηχανές των αυτοκινήτων, που ακούγεται μέσα στη νεκρική ησυχία της νύχτας.
Τις φωνές των εντόμων που ακούγονται όλη τη νύχτα μέσα στο πυκνό δάσος από αγριόχορτα που επεκτείνεται μέχρι τα κοντινά βουνά.
Το τραγούδι σου ταξιδεύει εκεί έξω, στο κέντρο αυτού του κόσμου.
_____________________________________________
Σημείωση: Μετέφρασα τα αποσπάσματα από τα αγγλικά (επειδή δεν έχω το ελληνικό αντίτυπο) με όσο καλύτερο τρόπο μπορούσα και με αρκετή ελευθερία, πολύ πιθανόν να μην αντικατροπτίζουν το ύφος της συγγραφέως.
No comments:
Post a Comment