Sunday, October 19, 2025

Sara Mesa - Oposición



Η λέξη γραφειοκρατία ενεργοποιεί στο μυαλό μου εικόνες από σκοτεινούς διαδρόμους, υπαλλήλους (στην πλειοψηφία τους άντρες) καθισμένους σε σειρές γραφείων, τον Κ του Κάφκα χαμένο στα γρανάζια ενός καλοκουρδισμένου συστήματος, μπαλωματάκια σε αγκώνες και ξύσματα μολυβιού. Διαβάζοντας το Oposición μεταφέρθηκα μέσα απο τη ματιά της Σάρα Μέσα στη γραφειοκρατία του 21ου αιώνα με τον Κ να μετενσαρκώνεται σε γυναίκα και τα ξύσματα των μολυβιών σε πολύπλοκες εταιρικές πλατφόρμες , ματιά η οποία φρέσκια και διεισδυτική φωτίζει τις υποδόριες λειτουργίες και μετασχηματίσεις που επιτρέπουν στις σύγχρονες γραφειοκρατίες και κατ΄ επέκταση στα σύγχρονα κοινωνικά συστήματα να λειτουργούν.

Η Σάρα Μέσα μας ξεναγεί μέσα σε έναν δημόσιο οργανισμό, με αυστηρά διατυπωμένες διαδικασίες, απόλυτες ιεραρχικές δομές και δυσδιάκριτους και αμφισβητήσιμους στόχους. Παρακολουθούμε τη Σάδα*, ειδικευόμενη υπάλληλο εκεί από την πρώτη μέρα της εργασίας της κατά τη διάρκεια της αργής αλλά σταθερής εξοικείωσης της με το εργασιακό περιβάλλον του οργανισμού, ένα περιβάλλον που της δημιουργεί αρχικά ένα αίσθημα ανασφάλειας και αποπροσανατολισμού καθώς μέσα σε αυτές τις αυστηρές δομές που της γίνονται εξαρχής γνωστές δεν μπορεί να διακρίνει τον λόγο για τον οποίο αυτό το γιγαντιαίο και καλορυθμισμένο σύστημα υπάρχει.

Σαν δαμόκλειος σπάθη ίπταται πάνω από τα κεφάλια των υπαλλήλων η απειλή για τη μη συμμόρφωση με αυτές τις δομές και διαδικασίες που αποτελούν άδεια κουφάρια που ανυπομονούν να καταβροχθίσουν τον μόχθο των υπαλλήλων χωρίς όμως να παράγουν ουσιαστικά τίποτα από αυτόν.

Η γραφειοκρατία του 21 ου αιώνα δεν χρειάζεται το σκοτάδι και τους ανήλιους χώρους για να αναπτυχθεί, αναπτύσσεται σε χώρους φωτεινούς και αποστειρωμένους, και όπως οι μύκητες μοιάζει να είναι το τελευταίο πράγμα που θα εξαλειφθεί.


Τα γραφεία στο βιβλίο της Σάρα Μέσα δεν είναι σκοτεινά όπως αυτά που αναδύονται στην επιφάνεια της φαντασίας μου, αντιθέτως είναι μεγάλα, καθαρά και φωτισμένα. Είναι γραφεία στα οποία ο ήχος απορροφάται από μαλακές μοκέτες και οι επιφάνειες των επίπλων αδειάζουν και αποστειρώνονται κάθε βράδυ εξαφανίζοντας τα ίχνη της προηγούμενης μέρας. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει στους πάνω ορόφους γιατί το κτίριο, κρύβει και δαιδαλώδεις αίθουσες σε άλλα του σημεία, αίθουσες που η Σάδα  θα ανακαλύψει σιγά σιγά, μέσα από την προσπάθεια της να αποκρυπτογραφήσει το κτήριο καθώς και τον ρόλο τον δικό της μέσα εκεί.

Η Σάδα περιμένει από την πρώτη μέρα, με ιώβεια υπομονή να της αναθέσουν τα καθήκοντα της. Οι μέρες περνάνε βασανιστικά αργά και η αυτοπεποίθηση της δέχεται όλο και μεγαλύτερο πλήγμα καθώς το να παραμένεις οκτώ ώρες σε ένα γραφείο κάνοντας το απολύτως τίποτα σε κάνει να αμφισβητείς αν όχι τις ικανότητες σου σίγουρα τη χρησιμότητα σου.

"Το να περιμένω μπροστά σε αυτήν την πόρτα κατέληξε να είναι μέρος της δουλειάς μου, κομμάτι από το ωράριο μου, δηλαδή, ήταν ένας χρόνος για τον οποίον αποζημιωνόμουν παρόλο που, πρακτικά, δεν έκανα απολύτως τίποτα. Η ματιά μου περιοριζόταν σχεδόν αποκλειστικά στην πόρτα, την οποία παρατηρούσα με μια επώδυνη οπτική οξύτητα." 

Η Σάρα Μέσα μέσα από μια πρωτοπρόσωπη αφήγηση μας καθιστά μάρτυρες της εργασιακής κατάστασης τής Σάδα καθοδηγώντας μας βήμα βήμα μέσα στον δαιδαλώδη οργανισμό και στις σχέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε αυτόν. Η Σάρα μετά από τις πρώτες βασανιστικά βαρετές μέρες της εργασίας της και ενώ έχει αρχίσει και χάνει κάθε ελπίδα να βρει ένα λόγο ύπαρξης εκεί μέσα, γνωρίζει μια κοπέλα από το τμήμα IT, ενθουσιάζεται μαζί της, και την αναγάγει σε κάποιο είδος πρότυπο, ρόλο στον οποίο είναι δύσκολο εκείνη να ανταποκριθεί. Η σχέση αυτή αυξάνει τον ρυθμό της εξέλιξης της πλοκής και ο αναγνώστης ο οποίος έχει αρχίσει να συμπάσχει μαζί με την ηρωίδα του βιβλίου βιώνοντας τους αργούς ρυθμούς της αφήγησης όπως η ηρωίδα βιώνει τους αργούς ρυθμούς του οργανισμού, απολαμβάνει αυτήν την ανατροπή. Ανατροπή που δεν είναι η μόνη καθώς η Σάδα θα καταφέρει εκ των έσω να διαφοροποιήσει όχι μόνο τη θέση της σε σχέση με όλο αυτό το σύστημα αλλά και να το αποδημήσει, αποδομώντας την ίδια τη γλώσσα που αποτελεί ουσιαστικό εργαλείο της λειτουργίας του.

"Εκείνη υποστήριζε τη μάχη ενάντια στις γραφειοκρατικές υπερβολές, αλλά θα έπρεπε να είναι μια συλλογική μάχη, ομόφωνη, αποδεκτή από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, σίγουρη και καλά οργανωμένη. Μια γραφειοκρατική μάχη, σκέφτηκα εγώ."

Η Σάδα ως κάποια που δεν έχει εμποτιστεί ακόμα στο περιβάλλον της γραφειοκρατίας, μπορεί και διακρίνει τις παθογένειες του. Αυτό που δημιουργεί τη δυσαρμονία είναι ακριβώς ότι αυτή μπορεί να δει αυτό που δεν βλέπουν οι άλλοι. Καθώς περνάνε οι μέρες, η Σάρα περνάει από την σύγχυση και τον αποσυντονισμό στην σταδιακή κατανόηση του παραλογισμού που διέπει όλον τον οργανισμό. Η δυσαρμονία της ματιάς είναι αυτό που κινεί την πλοκή αυτού του βιβλίου και κάνει και τον αναγνώστη να καταλάβει ότι το θέμα του βιβλίου δεν αφορά μόνο τις παθογένειες της εργασίας αλλά τη δυναμική του ατόμου που αντιστέκεται στα κοινωνικά απαιτούμενα, που διαφοροποιεί την οπτική του και που αποφασίζει να χαράξει τη δική του πορεία μακριά από αυτό που είναι κοινωνικά αναμενόμενο από αυτόν.

"Όταν ήρθε ο προϊστάμενος του τμήματος νούμερο δύο, του φώναξα ενθουσιασμένη: τα είδα!. Εκείνος γύρισε αργά προς εμένα, χαμογελώντας στιγμιαία με ένα ανεπαίσθητο νεύμα του στυλ, μη νομίζεις ότι θα σταματήσω τώρα για να μιλήσω με εσένα. Μου ήρθε μια μυρωδιά μούχλας που απέδωσα στη συνήθεια του να φοράει την καμπαρντίνα του ακόμα και όταν δεν χρειαζόταν. Τι παλαβός τύπος! Δεν ήξερα αν το ότι ήταν έτσι οφειλόταν στη συστολή του ή σε κάτι χειρότερο. Πιθανόν να έπασχε από κάποια αναπηρία, κάποια κοινωνική φοβία, κάτι για το οποίο δεν θα έπρεπε να τον κατακρίνουμε. Με το να μην έχει αντικείμενο εργασίας, σκέφτηκα, με το να είναι τόσο απομονωμένος και παραμερισμένος από τους υπόλοιπους του τμήματος, έχανε σταδιακά τις ικανότητες του σε σημείο που πια με το ζόρι ψέλλιζε κάποια κουβέντα."


Το βιβλίο διαβάζεται με ευκολία, η Σάρα Μέσα εμβαθύνει στις υπόγειες λειτουργίες που επιτρέπουν σε έναν οργανισμό να λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο καθώς και στα συναισθήματα «εκτοπισμού» που αισθάνεται κάποιος που δεν μπορεί να ενσωματωθεί πλήρως σε αυτήν την εργασιακή κουλτούρα. Για άλλη μια φορά μετά το «Ένας Έρωτας» και το «Οικογένεια» η Σάρα Μέσα επικεντρώνεται σε κλειστά κοινωνικά συστήματα- στα προηγούμενα βιβλία το επίκεντρο αποτελούσε η κλειστή κοινωνία της επαρχίας και η οικογένεια- με τρόπο αποκαλυπτικό, ρίχνοντας φως σε ανεπαίσθητες λεπτομέρειες που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του συγκεκριμένου εργασιακού αλλά και κοινωνικού «μικροκλίματος».

Να προσθέσω τέλος ότι Oposición στα ισπανικά σημαίνει εναντίωση αλλά και διαγωνισμός, καλύπτωντας έτσι και την αντίδραση της ηρωίδας στην πίεση να ενστερνιστεί στην εταιρική κουλτούρα αλλά και στον διαγωνισμό στον οποίο πρέπει να συμμετέχει η ηρωίδα ώστε από ειδικευόμενη να γίνει μόνιμη υπάλληλος. Δύσκολη η δουλειά του μεταφραστή που θα πρέπει να βρει πώς θα μεταφράσει τον τίτλο.

"Ο αέρας, με μια ανεξήγητη πράσινη απόχρωση, θύμιζε το νερό στα ενυδρεία με τα περίεργα επιπλέοντα σωματίδια. Σκέφτηκα, με το τόσο που είμαι εδώ, αυτό έχει γίνει ο κόσμος μου, κάποιος με έχει απαγάγει από τον προηγούμενο κόσμο μου, μπορεί να το έχω κάνει εγώ η ίδια. Εδώ μέσα πια υπήρχαν τα πάντα. Περιέργως δεν υπήρχαν σκιές. Το ίδιο προ-οργασμικό φως. Αυτό κράτησε το πολύ μερικά λεπτά, αλλά ήταν αρκετό για να κοιτάξω τον εαυτό μου απέξω, όπως σε ένα αστρικό ταξίδι, και να βρεθώ μάρτυρας της διαδικασίας γήρανσης μου, περνώντας από τη μια μεριά του διαδρόμου στην άλλη, πηγαίνοντας και γυρνώντας, μια Σάρα κάθε φορά και πιο γκριζομάλλα, με την πλάτη πιο κυρτή, μια Σάρα σαράντα, πενήντα, εξήντα χρόνων με τα βυζιά πεσμένα και διπλοσάγωνο στο πρόσωπο."

Το βιβλίο εκδόθηκε φέτος στην Ισπανία από τις εκδόσεις Anagrama. Δεν έχει εκδοθεί ακόμα στην Ελλάδα.

*(Σάδα είναι το όνομα της ηρωίδας όπως λανθασμένα το αντιλαμβάνονται οι συνάδελφοι της. Το πραγματικό είναι Σάρα αλλά λόγω της δυσκολίας της να εκφέρει το γράμμα ρ όλοι την αποκαλούν Σάδα. Έτσι θα την αποκαλώ και εγώ εδώ, ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση με το μικρό όνομα της συγγραφέως)

______________________________

Σημείωση: Μετέφρασα τα αποσπάσματα από τα ισπανικά (επειδή δεν έχω το ελληνικό αντίτυπο) με όσο καλύτερο τρόπο μπορούσα , πολύ πιθανόν να μην αντικατροπτίζουν το ύφος της συγγραφέως.


https://ethic.es/entrevista-sara-mesa-oposicion

https://elasombrario.publico.es/oposicion-por-fin-una-novela-de-sara-mesa-que-me-gusta-y-mucho/

https://www.revistamercurio.es/2025/03/06/sara-mesa-oposicion/





Saturday, September 13, 2025

Κωνσταντίνος Α. Τριανταφυλλάκης - Η Έξοδος των Θρακών

 

Άργησα να πάρω στα χέρια μου το βιβλίο του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλάκη, παρόλο που με τον συγγραφέα είχα μιλήσει κατά τη δημιουργία του και ήξερα ότι το γράφει με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και μεράκι. Μου είχε τηλεφωνήσει αναζητώντας υλικό από τη Μικρά Ασία, αφού γνώριζε την καταγωγή μου από εκεί. Ο καταιγισμός νέων βιβλίων στα ράφια των βιβλιοπωλείων και οι στοίβες με τα αδιάβαστα με καθυστέρησαν. Χαίρομαι όμως πολύ που τελικά πήρα την απόφαση να το ξεκινήσω χωρίς να με πτοήσει ο κάθολου ευκαταφρόνητος όγκος του.

Στην οικογένεια του κύριου Τριανταφυλλάκη, το συλλογικό τραύμα του ξεριζωμού δεν εμπόδισε την εξιστόρηση της οικογενειακής ιστορίας, δίνοντας του έτσι το έναυσμα και τη δυνατότητα, σε συνδυασμό με την εκτεταμένη έρευνα που διεξήγαγε, να γράψει αυτό το πολύ όμορφο βιβλίο. Το μυθιστόρημα αυτό ζωντανεύει, μέσα από τον βασικό ήρωα του, τον Αναστάση Κλωνάρη, παραστατικότατα τη ζωή μιας οικογένειας στην Ανατολική Θράκη, σκιαγραφώντας την καθημερινότητα και τις περιπέτειες τους από την αρχή του προηγούμενου αιώνα μέχρι την αναγκαστική αποχώρηση τους από εκεί.

Το βιβλίο «Η Έξοδος των Θρακών» είναι ταυτόχρονα ένα κοινωνικοϊστορικό μυθιστόρημα, μια οικογενειακή σάγκα, ένα βιβλίο περιπέτειας και ένα ηθογραφικό εργαλείο. Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, ο αναγνώστης βρίσκει μεγάλο ενδιαφέρον όχι μόνο στην πιστή απεικόνιση του τρόπου ζωής της Ανατολικής Θράκης, κάτι που από μόνο του θα αρκούσε, αλλά και στην πολύ καλοφτιαγμένη πλοκή, που περιγράφει τις δυσκολίες αλλά και τις χαρές των μελών της οικογένειας και του περίγυρου του Αναστάση, διεισδύοντας συγχρόνως βαθιά στις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων του βιβλίου. Ο αναγνώστης γνωρίζοντας το τέλος εξαρχής, γνωρίζοντας για τον ξεριζωμό, συναισθάνεται τον σταδιακά αυξανόμενο φόβο για αυτό που φαίνεται ότι έρχεται αλλά που κανείς δεν θέλει να αποδεχτεί.

Η απώλεια ενός σπιτιού βιώνεται ως κάτι πολύ περισσότερο από μια υλική απώλεια. Δεν είναι οι τέσσερις τοίχοι του και τα περιεχόμενα τους αυτά που κάνουν την απώλεια αβάσταχτη. Αυτό που πονάει πιο πολύ είναι η απώλεια του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο μεγαλώνουμε, των σταθερών μας σημείων, και της γης που αναγνωρίζουμε ως οικεία. Είναι που χάνουμε τα μέρη των παιδικών μας αναμνήσεων, τους γείτονες και το σχολείο μας. Είναι που χάνουμε τα πρώτα όνειρα μας. Πατρίδα μας είναι τα μέρη που αγαπάμε. Η οικογένεια του Αναστάση παραβλέποντας πολλές ευκαιρίες που είχε να φύγει από το Ουζούν Κιοπρού (Μακρά γέφυρα) έμεινε, υπομένοντας τις κακουχίες και παλεύοντας για μια καλύτερη μοίρα για αυτούς και τα παιδιά τους. Έφυγαν μόνο όταν αυτό ήταν απολύτως απαραίτητο.

Το βιβλίο το ευχαριστήθηκα πολύ. Με έναν τρόπο ο συγγραφέας κατάφερε να με μεταφέρει εκεί, στην Ανατολική Θράκη των αρχών του προηγούμενου αιώνα, να γευτώ τα ωραία τους γλυκά (αδυναμία νομίζω του Τριανταφυλλάκη), να θαυμάσω τα αρχοντικά τους σπίτια, να πιώ ένα καφεδάκι στο καφενείο της κωμόπολης, να φορέσω τις φορεσιές τους και να ευχαριστηθώ ένα ταξίδι στην Αθήνα, με το βλέμμα μιας γυναίκας μεγαλωμένης ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή που παρόλη τη βαθιά αγάπη για τον τόπο της μπορεί και αναπνέει καλύτερα μακριά του. Με έκανε επίσης να κλάψω για τις κακουχίες τους, για το μίσος των ανθρώπων και για τις χαμένες ελπίδες τους.

Τα τραύματα των βίαιων ξεριζωμών στέκονται πάνω από αυτούς που τα βιώνουν και τους κοιτούν, δεν τους αφήνουν να ξεχάσουν. Εμείς τα εγγόνια και τα δισέγγονα πρέπει να διατηρούμε τη μνήμη και να αναγνωρίζουμε αυτό το τραύμα σε όλους τους λαούς που αναγκάστηκαν και εγκατάλειψαν βίαια το μέρος που γεννήθηκαν. Γιατί δυστυχώς ο άνθρωπος συνεχίζει και σκοτώνει ο ένας τον άλλο και λαοί εκτοπίζονται ακόμα.

Η ιστορία μας, μας κάνει αυτούς που είμαστε. Η Θράκη, η Σμύρνη, ο Πόντος μας διαμορφώνουν. Είμαστε ένα κράμα του τώρα και του τότε. Είμαστε ειδωλολάτρες, χριστιανοί, πλατωνικοί και βυζαντινοί. Είμαστε ανατολίτες και δυτικοί. Είμαστε και αυτό που θα γίνουμε στο μέλλον, η δυναμική μας. Κάθε γενιά αφήνει το πετραδάκι της χωρίς να ξεχνάει τι έζησε η προηγούμενη. Πάνω από όλα όμως, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ είναι ότι είμαστε άνθρωποι.







Saturday, April 5, 2025

Han Kang - Μαθήματα ελληνικών

 


«Ο κόσμος είναι εφήμερος και όμορφος, έτσι δεν είναι;» λέει εκείνος.

«Αλλά στη θέση αυτού του εφήμερου και όμορφου κόσμου, ο Πλάτωνας προτιμούσε έναν κόσμο αιώνιο και όμορφο»


Είχα διαβάσει το μυθιστόρημα της Han Kang «Η χορτοφάγος». Με αυτό τη γνώρισα, όπως νομίζω και μεγάλο μέρος των Ελλήνων αναγνωστών. Με είχε σοκάρει τότε θυμάμαι η γραφή της, την είχα θαυμάσει για τον τρόπο που κατάφερε να απεικονίσει την ενσωματωμένη κοινωνική βία με μια καθαρά γυναικεία φωνή.

Το επόμενο βιβλίο της με τίτλο «Μαθήματα ελληνικών» μου αρέσει ακόμα περισσότερο. Όταν έφτασα στην τελευταία σελίδα γύρισα αργά τα φύλλα και ξανάρχισα να διαβάζω το βιβλίο από την αρχή. Δεν ξέρω αν ο λόγος που το έκανα αυτό ήταν μια μικρή δυσκολία κατανόησης ή η αδυναμία μου να το αφήσω από τα χέρια μου. Η δεύτερη ανάγνωση ήταν πιο απολαυστική από την πρώτη και μου επέτρεψε να επικεντρωθώ στις λέξεις χωρίς να χρειάζεται να παρακολουθώ την πλοκή. Εξαιτίας της ποιητικής γραφής της Han Kang, το βιβλίο αντέχει αρκετές συνεχόμενες αναγνώσεις. Ένιωθα διαβάζοντας το, να βυθίζομαι σε έναν αναγνωστικό διαλογισμό, μια συνειδησιακή κατάσταση που μπορεί να προκαλέσει στον αναγνώστη ο επαναλλαμβανόμενος ρυθμός ενός ποιήματος. Μου προκάλεσε τα ίδια συναισθήματα που μου προκαλεί μια ταινία των Venders και Jarmous. Έβλεπα ανθρώπους μόνους να κινούνται πάνω σε μια επιφάνεια σε μια ταινία χωρίς ήχο. Δύο κλειστά συστήματα εν κινήσει.



Στο βιβλίο βλέπουμε μια γυναίκα που έχει χάσει την ικανότητα της ομιλίας και έναν άντρα που σταδιακά και με απόλυτη επίγνωση της κατάστασης του, τυφλώνεται. Ονόματα δεν ξέρουμε. Είναι αυτή και αυτός, δύο άνθρωποι που κουβαλούν ο καθένας τον κόσμο τους. Όπως και στη Χορτοφάγο, έτσι και εδώ η Han Kang αυτό που ουσιαστικά περιγράφει είναι η αλληλεπίδραση των ανθρώπων με τον κόσμο. Στη Χορτοφάγο το μέσο της αλληλεπίδρασης ήταν η τροφή και η πράξη ήταν η άρνηση της, στο τωρινό βιβλίο βλέπουμε να διαταράσσονται βασικές αντιληπτικές ικανότητες του ατόμου όπως η όραση και η ομιλία. Το ανθρώπινο σύστημα «κλείνει» με πρόθεση ή χωρίς. Ο άντρας σιγά σιγά κλείνει σαν στρείδι αφήνοντας τον κόσμο των φαινομένων εκτός. Η γυναίκα αρνείται τον ήχο, σε μια ύστατη προσπάθεια προστασίας από τον πόνο. Και οι δύο είναι μέσα στον κόσμο αλλά συγχρόνως είναι όλο και περισσότερο μέσα στο δικό τους καβούκι. Η σκέψη γίνεται προ-γλωσσική, η όραση χάνει τη μνήμη και βασίζεται όλο και περισσότερο στις γλωσσικές περιγραφές. Οι δύο αυτοί άνθρωποι συναντιούνται και επικοινωνούν επειδή και οι δύο βρίσκονται σε έναν κόσμο έλλειψης.

Μερικές φορές σκέφτεται τον εαυτό της σαν κάποιο είδος ουσίας, ένα κινούμενο υγρό ή στερεό κομμάτι, περισσότερο από ότι ως άνθρωπο. Όταν τρώει ζεστό ρύζι, αισθάνεται ότι και η ίδια γίνεται ρύζι, και όταν πλένει το πρόσωπο της με κρύο νερό, τίποτα δεν τη διαχωρίζει με αυτό το νερό. Συγχρόνως γνωρίζει ότι δεν είναι ούτε ρύζι, ούτε νερό, αλλά μια σκληρή και στέρεη ύλη που δεν θα αναμειχθεί ποτέ με κανένα άλλο έμβιο ή άβιο ον.

Τα όρια ανάμεσα στον κόσμο και τον άνθρωπο γίνονται θολά. Ο άνθρωπος γίνεται ένα κομμάτι αυτού του κόσμου, μια ενέργεια που ανταλλάσσεται. Όλο το βιβλίο είναι γεμάτο από περιγραφές της σιωπής, του σκοταδιού, της νύχτας και του έντονου καυτού ήλιου. Μέσα από τις αδυναμίες των δύο ηρών η Han Kang καταφέρνει και κάνει πιο έντονο τον κόσμο της πραγματικότητας. Πιο έντονο το φως και το σκοτάδι, τον ήχο και τη σιωπή. Η έλλειψη διαμορφώνει τον άντρα και τη γυναικά αλλά και τον κόσμο γύρω τους. Αυτό είναι μάλλον που με έκανε να το διαβάσω ξανά αμέσως μόλις το τελείωσα. Οι εικόνες ζωντάνευαν, η ζέστη με ζέσταινε, το φως με τύφλωνε, η σιωπή με απέλπιζε. Οι άνθρωποι είναι ένα με τον κόσμο, μέχρι να αποφασίσουν να μην είναι. Το σύστημα κλείνει από μέσα και απέξω. Η μνημόνευση από τη γυναίκα ενός καλειδοσκόπιου φέρνει την επίγνωση ότι στο παρελθόν οι λέξεις τη βοηθούσαν να ενώσει τις εικόνες και τις εμπειρίες. Στον τωρινό μη γλωσσικό της κόσμο, οι εμπειρίες της μοιάζουν σαν τα χρωματιστά χαρτάκια μέσα στο καλειδοσκόπιο, η μια δίπλα στην άλλη χωρίς σύνδεση και χωρίς χρονική αλληλουχία.

Σκέφτεσαι ποτέ την παραδοξότητα αυτού του πράγματος;
Το ότι τα σώματα μας έχουν βλέφαρα και χείλη,
το ότι μπορούν κάποιες φορές να αναγκαστούν να κλείσουν απέξω
και άλλες φορές να κλειδώνουν από μέσα.



Ο κόσμος ζωντανεύει στις σελίδες της Kan μέσα από την ησυχία ενός νεκρού μικρού κοτόπουλου, την επιβολή του ήχου στη σιωπή και το κάψιμο των ματιών όταν αντικρύζουμε τον ήλιο με γυμνά μάτια, πράξη που φέρνει και την πιο άμεση και αδιαμεσολάβητη επαφή μας με τον έξω κόσμο, μια επαφή εν δυνάμει αβάσταχτη.

Αυτή η αβάσταχτη επαφή νιώθω ότι αποτελεί και τον πυρήνα του έργου της Kan. Η περιγραφή της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου, ο φόβος του θανάτου αλλά και της επιβίωσης, η θέση μας σε σχέση με το σύμπαν και τον θεό και τέλος η δική μας ικανότητα να ορίζουμε τον εαυτό μας.

Ήδη ανυπομονώ για το επόμενο βιβλίο της.


Εδώ τώρα είναι νύχτα.
Ακούω το CD σου σε χαμηλή ένταση, με το παράθυρο ανοιχτό, σιγομουρμουρίζοντας, καθώς γράφω αυτό το γράμμα.
Θυμάσαι καθόλου τα καλοκαιρινά βράδια εδώ;
Το δροσερό αναζωογονητικό αεράκι, που λες και μας αποζημιώνει για τη ζέστη της ημέρας.
Το βαθύ σκοτάδι.
Τα σοκάκια που γεμίζουν από τη μυρωδιά του γρασιδιού που εκλύεται από τον χυμό των πλατύφυλλων δέντρων.
Τον θόρυβο από τις μηχανές των αυτοκινήτων, που ακούγεται μέσα στη νεκρική ησυχία της νύχτας.
Τις φωνές των εντόμων που ακούγονται όλη τη νύχτα μέσα στο πυκνό δάσος από αγριόχορτα που επεκτείνεται μέχρι τα κοντινά βουνά.
Το τραγούδι σου ταξιδεύει εκεί έξω, στο κέντρο αυτού του κόσμου.

_____________________________________________

Σημείωση: Μετέφρασα τα αποσπάσματα από τα αγγλικά (επειδή δεν έχω το ελληνικό αντίτυπο) με όσο καλύτερο τρόπο μπορούσα και με αρκετή ελευθερία, πολύ πιθανόν να μην αντικατροπτίζουν το ύφος της συγγραφέως.